Το μαγαζί του πατέρα του, στη Θεσσαλονίκη, ήταν στην οδό Ρογκότη· κάτω από την Τσιμισκή, κοντά στο παλιό λιμάνι και δίπλα στα περίφημα «Σουτζουκάκια». Όταν ήταν παιδιά, τις μέρες που δεν είχαν σχολείο, με τον αδελφό του, τον Κωνσταντίνο, βοηθούσαν κι εκείνοι όσο μπορούσαν: έβαζαν τάπες, κολλούσαν ετικέτες, τοποθετούσαν τα ποτά στα κιβώτια.
Έξω, σειρά τα φορτηγάκια, έφερναν το ούζο και το κρασί από το οικογενειακό οινοποιείο στη Νάουσα για εμφιάλωση. Του άρεσε η φασαρία, χάζευε τις γυναίκες που έπλεναν τα μπουκάλια με τα χέρια ή με βούρτσες, και τον τεχνίτη που τα γέμιζε με χορευτικές, θαρρείς, κινήσεις. Το σούρουπο, την ώρα που ο ήλιος βουτούσε στα νερά του Θερμαϊκού, όταν ο σαματάς της δουλειάς κόπαζε και οι εργάτες αποκαμωμένοι κάπνιζαν το τσιγάρο τους και κουβέντιαζαν, εκείνος γύριζε τρέχοντας στο σπίτι…
Τα καλοκαίρια στη Νάουσα
Τα καλοκαίρια στη Νάουσα, δίπλα στον θείο Κωστάκη Νιτσιώτα, αδελφό της γιαγιάς του, βίωνε την προετοιμασία του οινοποιείου πριν από τον τρύγο, μια τελετουργία που τον μάγευε. Ο θείος δοκίμαζε κάμποσα από τα παλιά κρασιά και αποφάσιζε ποια βαένια, τα μεγάλα βαρέλια στη ναουσαίικη διάλεκτο, θα άδειαζαν, ποια θα μετακινούνταν, πού θα γίνονταν οι μεταγγίσεις και πού θα έμπαιναν τα καινούργια κρασιά. Και μολονότι στην εφηβεία του πέρασε μια φάση που σκεφτόταν να μπαρκάρει, να γίνει εμποροπλοίαρχος, να γυρίζει τους ωκεανούς και να γνωρίσει όλο τον κόσμο, συνειδητοποίησε ότι ήταν μονόδρομος να ασχοληθεί με το κρασί. Ο παππούς του, ο Γιάννης, είχε φτιάξει την πρώτη επιχείρηση στη Νάουσα και ο πατέρας του, ο Στέλλιος, είχε καταφέρει να τη μεγαλώσει και να τη δυναμώσει. Ο ίδιος δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει εξέλιξη ενός παρελθόντος για το οποίο αισθανόταν θαυμασμό και δέος. «Bute» στα βλάχικα (βλάχικη ήταν η καταγωγή του πατέρα του) είναι το βαρέλι και «are» σημαίνει «έχω». «Μπουτάρης», δηλαδή, είναι εκείνος που έχει βαρέλια. Η ζωή του, λοιπόν, του Γιάννη Μπουτάρη, που έκλεισε τον κύκλο του βίου του τον Νοέμβριο, ήταν ριζωμένη στη γη, το αμπέλι ήταν ουσιαστικά η πατρίδα του.
Σπούδασε στο Τμήμα Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Πρότυπό του ήδη από τότε ήταν η αείμνηστη Σταυρούλα Κουράκου, χημικός και ερευνήτρια, η μεγάλη κυρία του ελληνικού οίνου. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 φύτεψε τα πρώτα δικά του αμπέλια Ξινόμαυρου στο Γιαννακοχώρι Ημαθίας. «Θα πας να μπλέξεις με τους χωριάτες μέσα στις λάσπες;», του έλεγαν οι γονείς του για να τον αποτρέψουν. Όμως, εκείνος δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του· επέμεινε κι έτσι, μαζί με μια χούφτα ακόμη εμπνευσμένους οινοποιούς, έγινε η κινητήρια δύναμη για την αναγέννηση του ελληνικού αμπελώνα και την ανάδειξη του κρασιού μας σε διεθνές brand.
Για τον Γιάννη Μπουτάρη το κρασί ήταν ύψιστη δημιουργία, από τη ρίζα μέχρι το ποτήρι. Με ταπεινότητα παραδεχόταν ότι δεν μπορούσε να την αποκωδικοποιήσει πλήρως, ότι πάντα προέκυπταν πράγματα που τον εξέπλητταν. Ακόμα και η αγωνία του για το τελικό προϊόν ήταν ένας ακόμα λόγος που έκανε τόσο ισχυρή τη σχέση του με τον αμπελώνα και την οινοποίηση. «Τόσα χρόνια στο κουρμπέτι, το άγχος του οινοποιού δεν το έχω αποβάλει», έλεγε ο ίδιος. «Είναι λογικό σε αυτή τη δουλειά: Κάθε χρόνο κάνεις τα ίδια πράγματα, περιποιείσαι το αμπέλι, το τρυγάς, οινοποιείς, εμφιαλώνεις, αλλά πάντα έχεις διαφορετικά αποτελέσματα. Κι από την άλλη, είναι μια χαρά και μια συγκίνηση απίστευτη, σαν να μεγαλώνεις παιδί. Από εκεί που το έχεις στην κούνια με την πιπίλα του, μετά το βλέπεις να παίζει με αυτοκινητάκια…» Μέσα σε λίγες αράδες περιέγραψε τη μαγεία του οίνου.
Το παζλ της ζωής του
Θα ήταν λειψό ένα κείμενο για τον κυρ Γιάννη, όμως, αν περιοριζόταν μόνο στο κρασί. Το παζλ της μυθιστορηματικής ζωής του είχε κι άλλα κομμάτια. Κατ’ αρχάς την πολιτική. Στις αρχές της δεκαετίας το 2010, όταν ανακοίνωσε στην οικογένειά του ότι θα κατέβει υποψήφιος δήμαρχος Θεσσαλονίκης, νόμιζαν ότι αστειευόταν. Όμως εκείνος, όταν έβαζε κάτι στο μυαλό του, δεν υπήρχε περίπτωση να μην το καταφέρει. Εξελέγη για δύο θητείες και η γενέτειρά του χάρη σ’ εκείνον έζησε μέρες φωτεινές: ξαναμπήκε στον διεθνή χάρτη, απέκτησε εξωστρέφεια και νέα φυσιογνωμία, έκανε προσπάθειες να συμφιλιωθεί με την Ιστορία και τους δαίμονές της.
Ως δήμαρχος της πόλης που αγάπησε όσο καμία άλλη, στήριξε όλα όσα τον «έκαιγαν»: τους ανθρώπους που βιώνουν κοινωνικές ανισότητες, την τέχνη, τον αθλητισμό, την οινοποιία, το περιβάλλον. Δίπλα στο κρασί και στην πολιτική οι άλλες μεγάλες αγάπες του: ο Άρης, η αγαπημένη του ομάδα για την οποία ξόδεψε «400 εκατ. δραχμές σε οκτώ χρόνια, αλλά το ευχαριστήθηκα, με τους παικταράδες του Άρη είχα πολύ ωραία σχέση»· η συμβολή του στην προάσπιση των δικαιωμάτων των ζώων και στην προστασία της ελληνικής βιοποικιλότητας με τη δημιουργία του Αρκτούρου· το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, του οποίου διετέλεσε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, και το Thessaloniki Pride, που θεσμοθετήθηκε επί δημαρχίας του· η απέχθειά του για τις μαθητικές παρελάσεις και οι κόντρες του με τον μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Άνθιμο· το αθεράπευτο πάθος του για τα άφιλτρα τσιγάρα· τα τρικούβερτα γλέντια.
Πυλώνας της ζωής του παρέμενε, όμως, πάντα η οικογένειά του. Η Αθηνά, η γυναίκα της ζωής του από τα δεκατέσσερα χρόνια του που την πρωτοείδε σε ένα σχολικό πάρτι, τα παιδιά τους –ο Στέλλιος, ο Μιχάλης και η Φανή–, τα εγγόνια του. Οι δικοί του άνθρωποι στάθηκαν στο πλευρό του στην προσπάθειά του να απεξαρτηθεί από το αλκοόλ, διαδικασία μέσα από την οποία βγήκε αναβαπτισμένος, πιο δυνατός. «Το αλκοόλ ήταν καταφύγιο των φόβων μου. Στο πρόγραμμα απεξάρτησης ανακάλυψα ποιος πραγματικά είμαι, γνώρισα πτυχές του ψυχισμού μου που με βασάνιζαν, κρυμμένες μέσα μου. Σιγά σιγά κατάφερα να συμφιλιωθώ μαζί τους. Δεν έγινα άλλος άνθρωπος, απλώς έγινα αρκετά σοφός ώστε να παραδεχτώ πως δεν ορίζω τα πάντα», έγραψε στην αυτοβιογραφία του «Εξήντα χρόνια τρύγος», που κυκλοφόρησε το 2020 από τις εκδόσεις Πατάκη.
Αυτός ήταν ο κυρ Γιάννης: μάγκας και αστός, του σαλονιού αλλά και της πιάτσας, ζόρικος και ταυτόχρονα τρυφερός, πάντα με το θάρρος της γνώμης του, ακόμη κι αν ήξερε ότι δεν ήταν αρεστή, βαθιά ευγενής, ακομπλεξάριστος, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Ποτέ ντεμέκ! Μια προσωπικότητα που δεν μπορούσε να μπει σε καλούπια· ούτε καν να περιγραφεί εύκολα.
Το ονειρό του
Ο Γιάννης Μπουτάρης ονειρευόταν τη δημιουργία μιας Κιβωτού του Ελληνικού Αμπελώνα, με τις 350 γηγενείς ποικιλίες σταφυλιού που υπάρχουν στη χώρα μας. Η ιδέα αυτή είχε γεννηθεί σ’ ένα ταξίδι του στο Μονπελιέ της Γαλλίας, όταν είχε επισκεφτεί ένα αντίστοιχο ίδρυμα που διασώζει ποικιλίες και κάνει πειραματικές έρευνες στα οινοστάφυλα. Ζήτησε από το υπουργείο Πολιτισμού να διαθέσει πεντακόσια από τις σαράντα και πλέον χιλιάδες στρέμματα των πρώην βασιλικών κτημάτων στο Τατόι, για να καλλιεργηθούν εκεί τα αμπέλια, να στεγαστεί το Ινστιτούτο Οίνου και να οινοποιούνται εμπνευσμένα κρασιά.
«Επισκέφθηκα δέκα διαφορετικούς υπουργούς Πολιτισμού και κράτησα αντίγραφα από δέκα ίδιες επιστολές που τους παρέδωσα. Όλοι δήλωσαν ένθερμοι υποστηρικτές της πρότασής μου, κανείς όμως δεν έκανε ένα τσικ για να τη σπρώξει», είχε αποκαλύψει στο βιβλίο του. «Δεν είναι τόσο μεγαλόπνοο σχέδιο, αρκεί να το υλοποιήσει η Διεπαγγελματική, δηλαδή οι συνεταιριστές και οι ιδιώτες του κλάδου, και όχι οι δημόσιες υπηρεσίες, που έχουν τόσες άλλες δουλειές να κάνουν. Συχνά με αποκαλούν “Πάπα των Ελληνικών Κρασιών”, φράση που πολύ με τονώνει και με κολακεύει. Όσο όμως δεν εκπληρώνεται το όραμά μου, η προσφώνηση παραμένει τίτλος τιμής ατελής. Εύχομαι, μέχρι να πεθάνω, η Κιβωτός του Ελληνικού Αμπελώνα στο Τατόι να είναι έτοιμη να σαλπάρει, ακόμα κι αν γίνει στο μεταξύ κατακλυσμός».
Αρχική » ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ 1942-2024
Δεν πρόλαβε να δει το όραμά του να υλοποιείται. Η Πολιτεία, όμως, μπορεί έστω και τώρα να κινήσει τις διαδικασίες, όχι μόνο για να τιμήσει τη μνήμη αυτού του σπουδαίου Έλληνα, αλλά και για να δείξει εμπράκτως τον σεβασμό και το πραγματικό ενδιαφέρον της για την οινοποιία, έναν από τους πιο δυναμικούς κλάδους του πρωτογενούς τομέα.
Όσο για εμάς τους υπόλοιπους; Ας διδαχθούμε από το modus vivendi και τη φιλοσοφία που διέτρεχε όλες τις εκφάνσεις της ζωής του. «Δεν έχετε κανέναν λόγο να συγκρίνετε τον εαυτό σας με οποιονδήποτε άλλο», ανέφερε στον επίλογο της ομιλίας του στο TEDx το 2013. «Το θέμα είναι οτιδήποτε κι αν κάνετε στη ζωή σας, να το ευχαριστιέστε. Για ποιον λόγο ήρθατε σε αυτόν τον κόσμο, δεν το εξετάζω. Ήρθατε, όμως. Κοιτάξτε όσο είστε εδώ να περάσετε καλά».