NO MORE WINE GANG BANGS

Ναι, δεν θα το κρύψω, το έχω κάνει αρκετές φορές. Το έχω δει στο internet περισσότερες. Εσείς πιθανόν να το έχετε κάνει, σίγουρα το έχετε δει. Και όσο πιο πολύ το σκέφτομαι, τόσο πιστεύω πως δεν είναι και πολύ σωστό.

Η εικόνα που βγαίνει στα social πάει κάπως έτσι: συμμετέχουν πολλοί, το παίρνεις χαμπάρι από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, χωρίς να βλέπεις πόσοι ακριβώς. Δεν βλέπεις, γιατί η κάμερα εστιάζει κοντά, στα σημεία ενδιαφέροντος: στις φιάλες, τις πολλές, πολλές φιάλες, άντε και σε κανένα μεζεδάκι, να παίρνει λίγο ανάσα το πλάνο. Στην πραγματική ζωή τα γεγονότα εξελίσσονται με την παρακάτω σειρά: ομάδα οινόφιλων, συνήθως τρελαμένων οινόφιλων, κανονίζει συνεύρεση σε σπίτι ή σε εστιατόριο που δεν βλέπει με στραβό μάτι το ΦερΔιΜουΜπ (Φέρνω Δικό Μου Μπουκάλι). Κάθε προσκεκλημένος φέρνει κάτι, τις πιο πολλές φορές τα δικά του μπουκάλια. Άλλοτε υπάρχει θέμα, π.χ. Pinot Noir και Chardonnay από όλο τον πλανήτη ή κρασιά πριν από το 2009, άλλοτε ο καθένας φέρνει ό,τι του κάτσει (και καταλήγουμε να έχουμε μόνο κόκκινα).

Σημαντικό στοιχείο επιτυχίας είναι η σύνθεση και ο αριθμός των συμμετεχόντων. Λίγα άτομα σημαίνει σχετικά λίγα κρασιά. Πολλά άτομα σημαίνει ότι μια φιάλη δεν θα φτάσει για όλους και το να έχεις δύο φιάλες διαθέσιμες από το ίδιο κρασί σίγουρα θα σε κάνει να επιλέξεις λιγότερο επικές ετικέτες. Η συνύπαρξη με μη γερά ποτήρια σημαίνει κρασί χαμένο. Έτσι, το τέλειο είναι έξι με δέκα, άντε το πολύ δώδεκα άτομα, που όμως όλα να είναι ταγμένα στον σκοπό και να το λέει η περδικούλα τους. Με το που κηρύσσεται η έναρξη του οινικού gang bang, αρχίζουν να παρελαύνουν οι φιάλες με τρελό ρυθμό. Το τελικό σκορ είναι πάντα υπέρ των φιαλών. Σπάνια ο αριθμός των φιαλών είναι λίγο πιο πάνω από τον αριθμό των συνδαιτυμόνων, τις πιο πολλές φορές παίζει Χ 2, σε μεγάλα κέφια πάει και παραπάνω.

Ο κύριος λόγος πίσω από αυτές τις συνευρέσεις είναι βασικά μόνο ένας: η μοναξιά του οινόφιλου. Όλοι όσοι αγαπούν το κρασί συλλέγουν ιδιαίτερες, σπάνιες, ακριβές φιάλες, αρκετοί τις κανακεύουν για χρόνια και μετά δεν έχουν με ποιον να τις πιουν. Γιατί τα εξαιρετικά μπουκάλια, που έχουν πίσω τους ιστορίες είτε των παραγωγών είτε των κατόχων, θέλεις να τα καταναλώσεις με άτομα που θα κατανοήσουν τη σπανιότητα, θα μοιραστούν το πάθος. Και όταν βρεθείς μέσα σε ένα τέτοιο κουκούλι κατανόησης, ε, δεν θέλεις να πιεις μόνο ένα κρασί! Θέλεις πέντε! Δέκα! Δεκαπέντε!

Είναι και αυτό που μου θυμίζει ανέκδοτο της δεκαετίας του 1990: Ναυαγός φτάνει σε ερημικό νησί και ανακαλύπτει πως το μόνο άλλο άτομο που επιβίωσε του ναυαγίου είναι η Cindy Crawford. Μετά από μήνες απραξίας και πολιορκίας, η Cindy αποφασίζει να ενδώσει στις προτάσεις του ναυαγού. Περνούν μερικούς μήνες υπέροχα, ο ναυαγός όμως αρχίζει να κυλά προς την κατάθλιψη, η Cindy τον ρωτά αν μπορεί να κάνει κάτι και αυτός αρχίζει να της ζητάει κάτι περίεργα, όπως να φορέσει τα ρούχα του, να κόψει τα μαλλιά της και να κρατήσει μια τούφα για να τη βάλει σαν μουστάκι. Ξεκινούν νέοι κύκλοι αρνήσεων και υποχωρήσεων, μα τελικά το κορίτσι λέει ναι σε όλα.

Με το που γίνεται η μεταμόρφωση, ο ναυαγός φωνάζει με ενθουσιασμό: «Βαγγέλη! Δεν θα πιστέψεις, ρε, τι κάνω εδώ και μήνες με τη Cindy Crawford»! Ή, όπως λίγο πιο κομψά έγραψε ο γιος μας σε μια έκθεση, «μια ανάμνηση δεν είναι ποτέ πλήρης αν δεν τη μιλήσεις, έστω και τη στιγμή που αυτή δημιουργείται».

Όμως, με αυτή τη μέθοδο κατανάλωσης κρασιών, ειδικά υπέροχων κρασιών, έχω πλειάδα προβλημάτων. Το να μπεις σε μια έκθεση και να δοκιμάσεις (φτύνοντας φυσικά) εκατό κρασιά είναι σημαντικό εργαλείο για τη δουλειά που κάνω, αν και εκεί θέλεις απλώς να πάρεις μια γενική ιδέα γι’ αυτές τις ετικέτες, ίσως και να κάνεις μια πρώτη επιλογή. Όμως το να χαρείς, να ζήσεις μερικά όμορφα κρασιά έτσι όπως τους αρμόζει, είναι μια εντελώς διαφορετική κατάσταση.

Αρχικά, το πιο σημαντικό πρόβλημα είναι πως το να πίνουμε κρασιά με αυτή τη διαδικασία εύκολα οδηγεί στην υπερκατανάλωση. Ας το πούμε και για το φαγητό: Αν μπορείς να φας ΜΟΝΟ μακαρόνια με κιμά, αλλά όσα θες, πόσα να τσακίσεις; Αν όμως σου φέρουν εβδομήντα μπουκίτσες να δοκιμάσεις και είσαι της συνομοταξίας που αρέσκεται στις μπουκίτσες, τότε θα τις δοκιμάσεις όλες, ακόμα και αν οτιδήποτε πέραν της μπουκίτσας Νο 37 ήταν υπερβολή.

Μαζί με τη μέθη, έρχεται και το απόσταγμα ζωής φίλου που λέει: «Τα καλύτερα κρασιά που έχω δοκιμάσει δεν τα θυμάμαι». Κάτι σαν το «αν θυμάσαι τη δεκαετία του 1960, τότε δεν την έζησες πραγματικά». Επειδή κάθε συνεπές όργιο πρέπει να τελειώνει με οργασμό, είναι λογικό να φυλάσσουμε την κορυφαία φιάλη να σερβιριστεί τελευταία. Όμως, όταν θα φτάσει στα ποτήρια μας, ελάχιστοι πραγματικά θα μπορούν να εκτιμήσουν το μεγαλείο της, αν έχουν προηγηθεί δέκα ή όσα κρασιά. Αν τώρα κάποιος συμμετέχει σε ένα τέτοιο τραπέζι και μπορεί να πιει, για παράδειγμα, μόνο μία γουλιά από κάθε κρασί ή να φτύνει, όπως κάνουμε στις γευσιγνωσίες, τον παραδέχομαι!

Είναι δεδομένο πως τα μεγάλα κρασιά θέλουν υπομονή σε όλα τα επίπεδα· από την παραγωγή μέχρι και το πόσο θα τα φυλάξεις στο κελάρι σου. Υπομονή θέλουν όμως και στην κατανάλωσή τους. Ένα μεγάλο κρασί συνήθως θέλει χρόνο στο ποτήρι να φορέσει τα καλύτερά του, ενώ ένα λιγότερο καλό μπορεί να είναι αρχικά εντυπωσιακό, μόνο και μόνο για να καταρρεύσει μετά από είκοσι λεπτά ή μισή ώρα. Το μεγάλο κρασί σού δείχνει ότι είναι μεγάλο με τον τρόπο που εξελίσσεται στο ποτήρι και το πώς εξελίσσεσαι και εσύ μαζί του – το παρακολουθείς να ανοίγει, βλέπεις όλο και μεγαλύτερο πλάτος και βάθος. Όταν όμως μπροστά σου παρελαύνουν δέκα ή δώδεκα κρασιά ανά δεκάλεπτο, πιθανόν σε μεζούρα των 30 ή 40 ml, δεν αφήνεις το κρασί να σου δείξει τι αξίζει. Απλώς κάνεις speed dating. Κάνεις οινικό Snapchat. 

Το να έχει ο κάθε συνδαιτυμόνας ένα ποτήρι για κάθε κρασί που θα σερβιριστεί κάνει τα πράγματα λίγο καλύτερα. Φυσικά ισχύει κάτι τέτοιο αν τα ποτήρια μείνουν στο τραπέζι για όλη τη διάρκεια του δείπνου, οι όποιοι σερβιτόροι να μην έχουν άγχος να τα πάρουν από μπροστά μας και, φυσικά, να ξαναγυρίζουμε όλα τα ποτήρια. Να μην τα έχουμε μπροστά μας μόνο για εφέ και για Instagram. Τώρα, το πόσο μπορούμε να κρατήσουμε την προσήλωσή μας σε δέκα ποτήρια ταυτόχρονα είναι άλλη κουβέντα. Ή το πόσο μπορούμε να εκτιμήσουμε την εξέλιξη των αρωμάτων μιας σαμπάνιας, αφού έχουμε εντρυφήσει στην πληθωρικότητα ενός Shiraz ή, ακόμα χειρότερα, ενός Vintage Port.

Το μεγαλύτερο πρόβλημά μου όμως είναι πως σε τέτοιες οινικές πασαρέλες, η κουβέντα αργά ή γρήγορα πάει στο «ποιο είναι το WotE – Wine of the Evening». Ποιο είναι το καλύτερο! Εδώ θα δανειστώ ατάκα του τεράστιου Jean Delmas του Haut Brion, ενός από τα πιο συγκλονιστικά κρασιά του κόσμου τούτου. Σε ερώτηση οινόφιλου «τι έχετε να πείτε για το ότι δοκίμασα το Haut Brion 1989 μαζί με το Latour της ίδιας χρονιάς και το Latour το πάτησε κάτω», o Jean τον ισοπέδωσε: «Κύριέ μου, κάνω το Haut Brion με το σκεπτικό πως θα καταναλώνεται δίπλα σε φαγητό και καλή παρέα, όχι δίπλα στο Latour». Νομίζω πως είναι ύβρις να περνάμε πάνω από καταπληκτικά κρασιά με επιδερμικό τρόπο, ψάχνοντας «το καλύτερο». Σε τέτοιες βραδιές συχνά λέω: «Παιδιά, αν αύριο το βράδυ ανοίξουμε σπίτι μας μια φιάλη από “το χειρότερο” που έχουμε τώρα, είμαι σίγουρος πως θα περάσουμε τέλεια».

Τέλος, δεν μου αρέσει το πώς εξελίσσονται αρκετές από τις παρέες που επιδίδονται σε αυτού του είδους τις οινοποσίες. Συχνά πέφτουν στη λούμπα τού «ποιος την έχει ακριβότερη». Όταν ο καθένας φέρνει τα μπουκάλια του, ο καθένας γίνεται τα μπουκάλια του. Ειλικρινά, έχω βρεθεί σε τραπέζια όπου θα ένιωθα καλύτερα αν ήμασταν στα μπουζούκια και είχαμε διαγωνισμό για το ποιος θα κάνει μεγαλύτερο λογαριασμό σε λουλούδια. Και θα ξεσκάγαμε πιο πολύ, και δεν θα την πλήρωναν τα κακόμοιρα τα κρασιά. Οι παρέες οι σωστές δεν γίνονται έτσι.

Μα αν όχι έτσι, τότε πώς; Ιδέες πολλές. Στην Αυστραλία υπήρχε τη δεκαετία του 1980 το Single Bottle Club. Μαζεύονταν μόνο για μία φιάλη, αν έπρεπε να πάρουν 20 ml, τότε 20 ml, τι να κάνουμε, έτσι είναι η ζωή, μιλούσαν γι’ αυτήν επί ένα δίωρο και μετά πάπαλα, επιστροφή στο σπίτι. Μόνο έτσι ένιωθαν ότι και καταλάβαιναν τη φιάλη, αλλά και την τιμούσαν.

Ο τιτανοτεράστιος Christian Moueix έχει δύο βασικούς κανόνες για τα τραπέζια που διοργανώνει. Ο πρώτος είναι ο αριθμός των κρασιών: αυστηρά τρία. Μία σαμπάνια, ένα λευκό ή ένα κόκκινο, ή ένα λευκό και δύο κόκκινα. Ο δεύτερος κανόνας είναι λίγο πιο δύσκολος: είναι όνειδος να ζητήσει κάποιος καλεσμένος να πιει ένα ποτήρι ακόμα από αυτά τα κρασιά, ή δύο, και να πεις δεν υπάρχει άλλο. «Μα από αυτό μου έχει μείνει μόνο ένα μπουκάλι», λέει κάποιος. «Κανένα πρόβλημα», λέει ο Christian. «Το ανοίγεις την Πέμπτη παρέα με τη γυναίκα σου». (Φυσικά καταλαβαίνουμε πως αυτή η προσέγγιση γίνεται ευκολότερη αν είσαι ο Christian Moueix.)

Εγώ, να σας πω την αλήθεια, χαίρομαι πάρα πολύ όταν βρισκόμαστε τέσσερα άτομα και καταναλώνουμε τρία, άντε τέσσερα κρασιά. Έτσι μπορείς να πεις πως αυτά τα κρασιά τα είδα πάνω, κάτω, ευθέως και πλαγίως. Ή να σας πω κάτι άλλο. Είμαι πολύ τυχερός για πολλά πράγματα, ένα εκ των οποίων είναι το ότι οινοπαραγωγοί μού στέλνουν δείγματα από κρασιά τους να «τα δοκιμάσω». Είμαι χαρακτηριστικά αργός στο να το κάνω, μου παίρνει μήνες. Απλώς δεν θέλω να βάλω μια σειρά από είκοσι μπουκάλια στον πάγκο, να πιω μία γουλιά από το καθένα και να βγάλω συμπεράσματα. Νομίζω πως αυτό προσβάλλει τον δημιουργό. Έτσι περιμένω να έρθει η στιγμή για να το πιω. Για να δω, όπως λέει ένα αστείο, «αν το κρασί στο πάνω μέρος του μπουκαλιού θα μου πει τα ίδια με αυτό στον πάτο». Τώρα που έρχονται τα Χριστούγεννα και ετοιμάζεστε για γιορτινά τραπέζια, σκεφτείτε αυτό που είχε πει ένας φίλος κάποτε: Θέλεις να φεύγεις από μια σχέση με εμπειρία είκοσι ετών ή από είκοσι σχέσεις με εμπειρία ενός έτους; 

Χρόνια πολλά! •

 

 

 

Hλεκτρονική έκδοση του free press περιοδικού.
Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση ή η αποσπασματική μεταφορά κειμένων χωρίς τη γραπτή συναίνεση των κατόχων των δικαιωμάτων.

 

ΤΡΟΠΟΙ ΠΛΗΡΩΜΗΣ | ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ | ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Πλ. Βασιλεως Γεωργιου 6, ΠΑΛΑΙΟ ΨΥΧΙΚΟ 15452, Ελλάδα
Τ 215 555 4430 | [email protected]
© 2020 Grape Magazine. All Rights Reserved.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Με την εγγραφή σας στη λίστα των παραληπτών θα λαμβάνετε το newsletter του grape!