O Κωνσταντίνος Λαζαράκης Master of Wine , γεννήθηκε, μεγάλωσε και…
Ανοίξτε το μυαλό σας, βρε! Και δείξτε και λίγο σεβασμό!
Δεν σας κάνει να φαίνεστε αδύναμοι ή μαλθακοί. Κάνει καλό στην εικόνα σας (αν αυτό είναι το τελευταίο επιχείρημα που θα σας πείσει).
Από τα 13 μου ακούω heavy metal. Αν μπορώ να βάλω πινέζα στην απαρχή αυτής της ζωής, είναι όταν πέρασα κάτω από το σπίτι του καθηγητή καλλιτεχνικών στην Καστέλλα, του κυρίου Καραμολέγκου, και άκουσα κάτι που μου ανατίναξε το μυαλό – όταν τον ρώτησα, έμαθα πως ήταν οι Scorpions. (Κανένας δεν θα μάθει μάλλον το πόσο σημαντικό ήταν και το παρακάτω στοιχείο: όταν έψαξα να βρω άλμπουμ τους, το πρώτο στο οποίο έπεσα ήταν το «Lovedrive», με το εξώφυλλο να απεικονίζει έναν κουστουμαρισμένο κύριο που έχει χουφτώσει μια κυρία, αλλά στην προσπάθεια κόλλησε τσίχλα στο χέρι.
Και τότε, παιδιά, το 1983, δεν υπήρχε ούτε YouTube ούτε YouApotallo, οπότε τα όποια ερεθίσματα πρέπει να μπαίνουν στο κατάλληλο πλαίσιο της εποχής…)
Μεγαλώνοντας μουσικά και βιολογικά στην Έλλάδα των ’80s, απέκτησα μια φοβερή ικανότητα για να βλέπω τη μουσική, αλλά και άλλα πράγματα, μέσα από το πρίσμα του «εμείς και οι άλλοι».
Έχουν φοβερή έκφραση οι Άγγλοι, το «otherising others». Αν άκουγες metal, έπρεπε να ακούς μόνο metal, οι άλλοι ήταν απέναντι και ήταν χάλιες.
Όταν μετακόμισα στην Αγγλία και άρχισα να πηγαίνω σε συναυλίες, έπαθα πλάκα. Πήγαινα να ακούσω συγκροτήματα στο ακραίο τμήμα της ακραίας μουσικής και έβρισκα δίπλα μου κυρίους που άνετα θα δούλευαν ως διευθυντές τράπεζας, κορίτσια που στην Αθήνα θα τα έβλεπες σε Κηφισιά ή Κολωνάκι, αγόρια που θα έβαζες στοίχημα πως η πιο σκληρή μουσική που έχουν ακούσει ήταν η Madonna.
Την πραγματική πλάκα, όμως, την έπαθα σε μια τηλεοπτική συνέντευξη του Rob Halford στο BBC, τραγουδιστή των Judas Priest. Όταν ρώτησαν αυτόν τον πυλώνα της σκληρής μουσικής για το ποιους θεωρούσε πως πήγαν τη μουσική μπροστά, εκείνος δεν μίλησε για χεβιμεταλάδες της εποχής, αλλά για Duran Duran, Cindy Lauper και φυσικά τη Madonna.
Κάτσε, ρε φίλοζ! Αυτούς δεν τους υμνούμε! Τους βρίζουμε!
Τα θυμήθηκα αυτά όταν διάβασα μια άλλη, πρόσφατη συνέντευξη του Halford. Σε μια περίοδο που αρκετά από τα ιερά τέρατα του metal αρέσκονται σε δηλώσεις του τύπου «το rock έχει πεθάνει, κανένας δεν κάνει κάτι της προκοπής, πάνε τα μεγάλα, πέρασαν αφού περάσαμε εμείς», o Rob απαντά: «Έίμαστε με τα καλά μας; Υπάρχουν παιδιά εκεί έξω που μας έχουν για πρωινό. Ανοίξτε τα αυτιά σας και καταλάβετε τι κάνουν».
Με άλλα λόγια: Ανοίξτε το μυαλό σας, βρε! Δείξτε και λίγο σεβασμό!
Μετά από 406 λέξεις, ας πάμε και στο κρασί. Διαβάζοντας τον Halford μού ήρθε στο μυαλό ο David Peppercorn MW. Όταν μιλάμε για τον David, δεν μπορούμε να πάμε πιο κοντά στην εικόνα Βρετανού λόρδου που ασχολείται με κρασί.
Αγέλαστος, λιγομίλητος, πάντα με κουστούμι από τη Saville Row, παντρεμένος με τη Serena Sutcliffe MW, την κεφαλή των Sotheby’s για δεκαετίες.
Έίναι 1998, μαζευόμαστε μαθητές και Masters για να δoκιμάσουμε τα Bordeaux από την εσοδεία του 1995, που μόλις είχε βγει στην αγορά. Κόσμος πολύς γύρω από το Château Pontet Canet, αφού ήταν η πρώτη χρονιά που βγήκε από τα χέρια του Alfred Tesseron, άσχετα αν ο πατέρας του, ο Guy, είχε αγοράσει το Κτήμα το 1975. O Alfred είχε αποφασίσει να αλλάξει το στιλ για τα καλά. Να το κάνει πιο γεμάτο, πιο βαρελάτο, πιο πυκνό, χωρίς όμως να χάσει φρεσκάδα.
Οι πιο πολλοί άρχισαν να χλευάζουν το κρασί, κατηγορώντας το πως «πάει να μαϊμουδίσει» την Καλιφόρνια στη μέση του Bordeaux. Κάποιοι σχεδόν το χαρακτήρισαν επικίνδυνο. Και τότε πλησιάζει ο Peppercorn, ο άνθρωπος που έγραψε το πρώτο βιβλίο που ανέλυε το Bordeaux εις βάθος.
Δοκιμάζει το Pontet Canet, σηκώνει το φρύδι, ξαναδοκιμάζει και λέει: «Να και μια νέα οπτική. Πολύ ενδιαφέρον. Ίσως και να έχουμε ένα μεγάλο κρασί να γεννιέται».
Αρχική » ΠΟΣΟ ΡΟΚ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΚΡΑΣΙ;
Κατά διαβολική σύμπτωση σε εκείνη τη γευσιγνωσία έπαιρνε μέρος ως δοκιμαστής ο Paul Pontallier, άλλος μύθος του κρασιού, αυτή τη φορά από οινολογικό μετερίζι – είναι το άτομο που έκανε το Château Margaux να πάρει τα πάνω του μετά το 1978, να γίνει άξιο του ονόματός του και ισάξιο των άλλων Premier Grand Crus της περιοχής.
Άρα, ο Pontallier ήρθε να δοκιμάσει το Pontet Canet βλέποντας έναν πιθανό νέο ανταγωνιστή. «Υπέροχη προσπάθεια. Αξίζει μπράβο πολλά». Και οι δύο, χωρίς αφορισμούς, με σεβασμό, με το μυαλό ανοιχτό σε νέα πράγματα, με την αγκαλιά ανοιχτή σε νέους δημιουργούς αλλά και σε πιθανούς ανταγωνιστές.
Αν τελικά θέλετε να δείτε ποιοι είχαν δίκιο, οι «πολλοί» ή ο David και ο Paul, ψάξτε τι σημαίνει Pontet Canet σήμερα.
Πόσες φορές έχουμε δει Έλληνες οινοπαραγωγούς να χειροκροτούν προσπάθειες άλλων οινοποιών;
Πόσες φορές έχουμε δει φτασμένους οινοποιούς να σκύβουν με πραγματικό ενδιαφέρον σε νέες προσπάθειες; Πόσες φορές έχουμε δει έναν κλασικό οινόφιλο να δοκιμάζει με ουσιαστικά θετική διάθεση μια άγνωστη ποικιλία, μια άγνωστη ετικέτα, ένα «φυσικό» κρασί; Πόσες φορές έχουμε δει έναν νατουραλίστα να μην αποδομεί ένα «ιντουστριάλε» κρασί, μόνο και μόνο επειδή δεν φτιάχτηκε με την κοσμοθεωρία που χειροκροτεί;
Σε όλα τα παραπάνω η απάντηση είναι: «Το έχουμε δει κάποιες φορές, αλλά όχι αρκετές». Σαν μια σκέψη, θα πρότεινα να προσπαθήσουμε όλοι μαζί, πρώτα από όλους εγώ, αυτές τις φορές να τις κάνουμε αρκετές…