Χαμένη, θα έλεγες, κάπου ανάμεσα σε μεγαλύτερους γείτονες, ξεχασμένη ίσως από τους χάρτες των τουριστικών πρακτορείων, η Μολδαβία δεν έχει αποκαλύψει ακόμη τον οινικό της πλούτο. Μπορεί επειδή δεν είχε την ευκαιρία, μπορεί επειδή ίσως οι εξαγωγές της ήταν αρκετά περιορισμένες μέχρι πρόσφατα στη Ρωσία. Κι όμως, το δειλινό της 22ης Μαΐου, είχα την τιμή να δοκιμάσω κρασί από τα μολδαβικά εδάφη στην όμορφη ταράτσα της Μολδαβικής Πρεσβείας.
Η εκδήλωση, λιτή αλλά φιλόξενη, παρουσίασε μια επιλεγμένη σειρά κρασιών, τόσο λευκών όσο και ερυθρών, από γηγενείς ποικιλίες.Η επιμέλια ήταν της Marianna Chise από την MB Wines, που εισάγει οίνους από τέσσερα οινοποιεία: το Castel Mimi, το Cricova, το Purcari και το Novak.

Εκείνο που προκάλεσε δέος, δεν ήταν μονάχα η γνωριμία με μια άγνωστη έως τώρα πλευρά της χώρας, αλλά οι ατελείωτες υπόγειες στοές που υπάρχουν κάτω από την πρωτεύουσα, το Chișinău, όπου παλαιώνονται πολύτιμες συλλογές κρασιών στις κατάλληλες συνθήκες. Η πιο εντυπωσιακή πληροφορία ήταν πως αρκετά κοντά στο Κισινάου βρίσκεται το οινοποιείο Mileștii Mici, στις υπόγειες στοές του οποίου φυλάσσεται η μεγαλύτερη συλλογή κρασιών παγκοσμίως, μήκους 200 χιλιομέτρων, με 2 εκατομμύρια φιάλες! Γεγονός που έχει καταγραφεί στο Guinness World Records.
Η Μολδαβία έχει τις διεθνείς της ποικιλίες, όπως Cabernet Sauvignon, Chardonnay ή Merlot, αλλά εκεί που πραγματικά απογειώνεται είναι στα γηγενή της διαμάντια. Πρώτη και καλύτερη, η Fetească Neagră, μια ερυθρή ποικιλία που παντρεύει βατόμουρο με καπνό, δαμάσκηνο με μαύρο πιπέρι. Γεμάτα κρασιά, περασμένα από βαρέλια, με βαριά αρώματα και εξευγενισμένες τανίνες.
Τα λευκά τους κρασιά ήταν έντονα αρωματικά, θύμιζαν τα δικά μας μοσχάτα, και προέρχονταν από την ποικιλία Viorica, ενώ εκείνα με πιο ήπια αρώματα αλλά φρεσκάδα και φινέτσα ήταν από Fetească Albă.
Οι στοές
Για να επανέλθω όμως στο προηγούμενο θέμα, εκείνο που πραγματικά με εξέπληξε και με έκανε να ψάχνω εισιτήρια για το Chișinău, ήταν τα υπόγεια κελάρια. Όχι κάβες, όχι αποθήκες. Μιλάμε για ολόκληρες πόλεις κάτω από τη γη.
Οι στοές αυτές δημιουργήθηκαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, κάτω από την πρωτεύουσα, για να λειτουργήσουν ως λατομεία. Από εκεί κάλυψαν τις ανάγκες της πόλης για ασβεστόλιθο. Αργότερα, όταν η ανάγκη αυτή μειώθηκε, οι στοές έμειναν άδειες και αχρησιμοποίητες.
Όμως, το άχρηστο του ενός είναι χρήσιμο για κάποιον άλλο. Σε αυτή την περίπτωση, ήταν ο ιδανικός χώρος, με τις ιδανικές συνθήκες, για να φιλοξενήσει και να παλαιώσει σωστά τον οινικό πλούτο της χώρας.
Η θερμοκρασία κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, βρέξει, χιονίσει, παραμένει σταθερή — περίπου στους 12–14°C καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους — επιτρέποντας αργή, σταδιακή εξέλιξη των αρωμάτων χωρίς τις καταστροφικές αυξομειώσεις θερμότητας. Η υγρασία είναι αρκετά υψηλή, δηλαδή στο 85–95%, προστατεύει τους φελλούς από την ξήρανση και επιτρέπει την ελεγχόμενη μικροοξυγόνωση — συνθήκη κατά την οποία οι τανίνες του κρασιού μαλακώνουν και παύουν να είναι επιθετικές στον ουρανίσκο.
Σε μια υπόγεια στοά έχουμε επίσης απουσία φωτός και κραδασμών. Τα κρασιά είναι σαν τις ημικρανίες: όσο πιο σκοτάδι, ησυχία και ηρεμία, τόσο το καλύτερο. Το σκοτάδι προστατεύει από πρόωρη οξείδωση, και η απόλυτη γαλήνη βοηθά το κρασί να εξελιχθεί απερίσπαστο σαν μοναχός — μόνο που αντί για προσευχές, μουρμουράει βιοχημεία.
Γενικά, η γη λειτουργεί σαν μόνωση, με τη γεωλογική της σταθερότητα. Το ασβεστολιθικό υπέδαφος λειτουργεί σαν φυσικός ρυθμιστής θερμοκρασίας και υγρασίας, χωρίς την ανάγκη μηχανικού εξοπλισμού. Έτσι, το Chișinău μπορεί να πει κανείς πως είναι σαν ένας γιγάντιος, φυσικός συντηρητής κρασιών — ένας παράλληλος κόσμος, που μπορεί να προσφέρει σε κάποιον το απόλυτο οινολογικό δέος.
Noroc, λοιπόν! – Στην υγειά μας!