Ο Γιώργος Βελισσάριος σπούδασε στο ΕΜΠ, το Imperial College και…
Για τους περισσότερους από εµάς υπάρχουν κάποια πράγµατα τα οποία µε έναν τρόπο καθαρά συµβολικό, και ίσως στα όρια του υπερβατικού, µοιάζουν να ακολουθούν µαζί µας «βίους παράλληλους». Είναι άψυχα αντικείµενα που µας περιβάλλουν και είναι παρόντα, ενίοτε διακριτικά, στις διάφορες φάσεις της ζωής µας. Με τον τρόπο τους εξελίσσονται µαζί µας, ωριµάζουν, πληγώνονται, ανακάµπτουν και είναι πάντα εκεί, κι ας παίζουµε µαζί τους ένα ιδιότυπο κρυφτό, που µας οδηγεί στο να τα εγκαταλείπουµε κατά διαστήµατα. Κι εκεί που αρχίζουµε να τα ξεχνάµε, ίσως παρασυρµένοι από νέους εφήµερους «έρωτες», αυτά ξαφνικά επανέρχονται στο προσκήνιο µε τρόπο απρόβλεπτο, επιβεβαιώνοντας έτσι µια σχέση σχεδόν καρµική, που δύσκολα αποκαλύπτεται και ακόµη πιο δύσκολα εξηγείται.
Ας αναλογιστούµε µόνο για ένα λεπτό τι θα µπορούσε για τον καθένα µας να παίζει αυτόν τον ρόλο. Ένα φυτό, ένα τραγούδι, µια παραλία, ένα βιβλίο, ίσως ακόµη κι ένα ταξίδι, ένας προορισµός; Ένα κρασί; Θα µπορούσε άραγε να είναι ένα κρασί; Για µένα, σίγουρα ναι. Και το κρασί αυτό είναι η λευκή Στροφιλιά.
Γνωριστήκαµε κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Εγώ, φοιτητής τότε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, «έχτιζα» την προσωπικότητά µου ψάχνοντας και ανακαλύπτοντας νέες συνήθειες που να αµφισβητούν την πεπατηµένη και να προσδιορίζουν µια –καλώς εννοούµενη– εναλλακτικότητα. Έτσι, βρεθήκαµε στην πλατεία Καρύτση, στο «Εντευκτήριον οίνου Στροφιλιά». Ήταν ένας κοµψός, υποφωτισµένος, µυσταγωγικός θα έλεγα χώρος, στον οποίο τον χαλαρό και κάπως ράθυµο τόνο έδινε το κρασί, που µέχρι τότε απουσίαζε από την αθηναϊκή νύχτα. Ήταν ένα wine bar που συνδύαζε την ατµόσφαιρα ενός bistrot µε το περιβάλλον ενός bar. Ωραίο µέρος, που συντρόφευσε για αρκετά χρόνια τα φοιτητικά βράδια µας κατά την περίοδο που στερεοτυπικά αποκαλούµε «τα χρόνια της αθωότητας».
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, η χώρα έµπαινε –επιτέλους– στον αστερισµό των εµφιαλωµένων κρασιών, µετά από πολλές δεκαετίες ουσιαστικής µονοκρατορίας του χύµα. Η λευκή Στροφιλιά ήταν παρούσα. Συνόδευε τις εξόδους µας, σιγά σιγά τη βάλαµε και στο σπίτι µας, στο καθηµερινό µας τραπέζι. Και κάπου εκεί, οι πορείες µας άρχισαν κάπως να παρεκκλίνουν. Νέοι οινικοί έρωτες άρχισαν να µας φλερτάρουν, κι εµείς κάπως ενδώσαµε. Ήταν της µόδας τότε κρασιά µε πιο «ψαγµένα» ονόµατα και προερχόµενα από περιοχές πιο «εξωτικές» από την ευλογηµένη αττική γη. Κάπως έτσι πέρασε µια «ανέµελη» δεκαετία και φθάνουµε στο έτος-σταθµό 2004. Η τύχη µε βγάζει στην Αστυπάλαια, όπου έµελλε να περάσω τα καλοκαίρια µου από τότε µέχρι και σήµερα. Κι εκεί, από ένα «κλείσιµο µατιού» της τύχης, η Στροφιλιά είναι πανταχού παρούσα. Έγινε και πάλι το αγαπηµένο κρασί της µεγάλης παρέας µας, το οποίο συντρόφευσε µοναδικά ψαρογεύµατα και καταναλώθηκε –συχνά µε υπερβολή– σε ατελείωτες ώρες οµαδικών συζητήσεων.
Εκτίµησα και συνεχίζω να εκτιµώ τον διαχρονικό της χαρακτήρα, την ανεπιτήδευτη απλότητα και την αισθητική της καθαρότητα. Και φθάνουµε στο 2019, όταν, µε φίλους ως συνοδοιπόρους, ιδρύσαµε το Grape Escape, µία από τις πρώτες επιχειρήσεις οργανωµένου οινοτουρισµού στη χώρα µας, µε σκοπό να αναδείξουµε τα ελληνικά οινοποιεία και να τα φέρουµε σε επαφή µε επισκέπτες, Έλληνες και ξένους. Και τότε πια γνωριστήκαµε από κοντά µε τη Στροφιλιά, αλλά και τους ανθρώπους της, και ήταν σαν να γνωριζόµασταν από πάντα. Ίσως γιατί, χωρίς να το ξέρουν, µας ενώνει µια διαδροµή δεκαετιών. Αυτό που εγώ δεν ήξερα είναι ότι το Κτήµα Στροφιλιά έχει δύο οινοποιεία, ένα στη Νεµέα κι ένα στην Ανάβυσσο. Το οινοποιείο της Αναβύσσου είναι µια ανάσα από την Αθήνα, πολύ κοντά στη θάλασσα.
Είναι επισκέψιµο µε ραντεβού ή µέσα από την πλατφόρµα του Grape Escape και εκεί µπορεί κανείς να δοκιµάσει τα γνωστά κι αγαπηµένα, αλλά και πολλά νέα εξαιρετικά κρασιά από την πάντα νέα οµάδα της αγέραστης Στροφιλιάς. Μπορεί ακόµη να περπατήσει στα αµπέλια, να ξεναγηθεί στις εγκαταστάσεις παραγωγής του κρασιού και να γνωρίσει τις φάσεις και τις µεθόδους οινοποίησης, αλλά και να συνδυάσει συγκεκριµένες γεύσεις µε τα κρασιά του Κτήµατος µετά από σχετική προσυνεννόηση µε την οµάδα του Grape Escape. Προσωπικά πιστεύω ότι, ειδικά σε αυτή την περίοδο που βιώνουµε, είναι µια µοναδική διέξοδος για µια όµορφη βόλτα σε ένα υπέροχο κτήµα πολύ κοντά στην Αθήνα, καθώς βρίσκεται µόνο ένα τηλεφώνηµα ή ένα κλικ µακριά µας. g