Γεννήθηκε στο Χαλάνδρι, τέλη της δεκατίες του ‘80. Σπούδασε με…
Είμαι πάρα πολύ τυχερός που ανήκω στην ομάδα του φεστιβάλ Βάκχες. Οι Βάκχες (ΒΚΧΣ) ήταν μια ιδέα του Γιάννη Σιγανού, εμπνευσμένη από την τραγωδία του Ευριπίδη. Είναι μια λίγο διαφορετική έκθεση κρασιού, που διοργανώθηκε για πρώτη φορά τον Μάρτιο του 2019 στο Ρομάντσο, με τη βοήθεια πολλών ανθρώπων του χώρου, όπως οι Πέρρυ Παναγιωτακόπουλος, Φώτης Βαλλάτος, Γρηγόρης Μιχαήλος, Σώτια Δαβάκη. ʘέλουμε να δείξουμε από τη δική μας σκοπιά ποιο είναι το κρασί που αγαπάμε, πώς παράγεται, μέχρι πού μπορεί να φτάσει.
Όλα τα οινοποιεία που συμμετείχαν έπρεπε να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πρωτόκολλο οινοποίησης και φιλοσοφίας. Γηγενείς ζύμες, βιολογική ή βιοδυναμική καλλιέργεια, ήπιες παρεμβάσεις ήταν οι βασικές αρχές και προϋποθέσεις για να γίνουν μέλη του φεστιβάλ Βάκχες. Στον χώρο της έκθεσης, ταυτόχρονα με τη γευστική δοκιμή, οι επισκέπτες είχαν την τύχη να ακούσουν live μουσική από φοβερούς καλλιτέχνες, όπως ο… διονυσιασμένος Larry Gus, οι ψυχεδελικοί Anatolian Weapons και η ασύλληπτη Venus Volcanism με τα ριζίτικα τραγούδια της. Ανάμεσα στα live, σε ένα πιο ήσυχο δωμάτιο, γίνονταν ομιλίες από ανθρώπους του χώρου, διαφόρων ειδικοτήτων (οινοποιούς, sommeliers, εμπόρους κ.ά.). Μετά τις 20.00, μαζέψαμε τα τραπέζια, τις σαμπανιέρες και τα πτυελοδοχεία, χαμηλώσαμε τα φώτα και αρχίσαμε να χορεύουμε στο υπόγειο, ακούγοντας τρελές μουσικές από τον Andreas Palmer και πίνοντας φυσικά κρασιά. Τρέξαμε, ιδρώσαμε, αγχωθήκαμε, μαλώσαμε, όλα τα κάναμε σε αυτό το παρεάκι. Από μεριάς μου θέλω να τους ευχαριστήσω γι’ αυτή την εμπειρία και να τους πω εδώ, δημόσια, ότι ανυπομονώ για τις ΒΚΧΣ του 2022.
Εκείνη την Παρασκευή των Βακχών, γνώρισα τον Χρήστο Ζαφειράκη. Πάντα μου άρεσαν τα κρασιά του, αλλά δεν είχα ποτέ την τύχη να τα πούμε από κοντά. Μου έδωσε ανοιχτή πρόσκληση για το οινοποιείο, αλλά δεν αξιώθηκα να πάω ποτέ. Πριν από μερικές εβδομάδες, έχοντας φρικάρει από την καραντίνα και θέλοντας απεγνωσμένα να κάνω ένα ταξίδι, πήρα τηλέφωνο τον Χρήστο για να δω αν ισχύει ακόμα η πρόσκληση. Όπως καταλαβαίνετε, η απάντηση ήταν θετική, αλλιώς δεν θα είχαν νόημα οι προηγούμενες παράγραφοι και το κείμενο θα σταματούσε εδώ. Φορτώνω στο αμάξι φωτογραφική μηχανή, μπανάνες, νερά κι ένα τάπερ με κεφτεδάκια της γιαγιάς μου. Τουριστίλα στο έπακρο. Η ανάγκη να δραπετεύσω ήταν τόσο μεγάλη, που έκανα το ταξίδι αυτό σχεδόν αυθημερόν. Έφτασα στο ξενοδοχείο στις 10 το βράδυ, γιατί την επόμενη μέρα πρωί πρωί θα επισκεπτόμουν το οινοποιείο. Εκείνο το Σαββατοκύριακο δεν είχε σταματήσει να βρέχει, οπότε την είχα ψυλλιαστεί ότι δεν υπήρχε περίπτωση να πάμε εκδρομή στα αμπέλια. Δυστυχώς και έτσι έγινε, αλλά ο Χρήστος μάς αποζημίωσε με άλλους τρόπους. Δεν χρειάστηκε αρκετή ώρα με άβολες συζητήσεις για να σπάσει ο πάγος ανάμεσά μας. Μιλήσαμε λίγο για τις εξαγωγές του, λίγο για την πτώση της αγοράς και την οικονομική κρίση, λίγο για τα εμβόλια, και όλα καλά! Κατεβήκαμε στον κεντρικό χώρο, όπου βρίσκονται τα μεγάλα δρύινα βαρέλια, τα οποία είναι το σήμα κατατεθέν του οινοποιείου. Σηματοδοτούν την ανάλυση που έχουν κάνει στο terroir και στη βασική ποικιλία που οινοποιούν, τη Λημνιώνα.
«Βρισκόμαστε σε μια ζεστή περιοχή, στον Τύρναβο. Άρα τι θέλουμε; ʘέλουμε λιγότερο οξυγόνο κατά την ωρίμανση, θέλουμε να προστατέψουμε τις οξύτητες, δεν θέλουμε να δώσουμε έντονο χαρακτήρα ξύλου. Επίσης, με τα μεγάλα βαρέλια πετυχαίνουμε πολύ όμορφες και φινετσάτες τανίνες και πιο ζωηρό φρούτο. Καινοτομήσαμε για τα ελληνικά δεδομένα το 2005, όταν ξεκινήσαμε το οινοποιείο, αλλά είναι μια οινολογική προσέγγιση αρκετά διαδεδομένη στην Ευρώπη». Εδώ και τέσσερις μήνες παλεύει για να λάβει τη βιοδυναμική πιστοποίηση από την Biodyvin, όχι λόγω πρωτοκόλλου, αλλά εξαιτίας της δυσκολίας στην επικοινωνία με τους υπευθύνους. Ούτως ή άλλως, εδώ και αρκετά χρόνια δεν χρησιμοποιεί ζύμες, προσθέτει ελάχιστα θειώδη και γενικότερα καλύπτει όλα τα οινολογικά standards για την πιστοποίηση. Στην παρέα μας ήρθε και ο κυρ Βασίλης, ο πατέρας του Χρήστου, ένας εξαιρετικός άνθρωπος, δεύτερης γενιάς αμπελουργός. Είχε πολύ ενδιαφέρον η συζήτηση, η οποία ξεκίνησε σχετικά με το ράντισμα στα αμπέλια. Όπως μας είπε και ο κύριος Βασίλης, «εγώ από τον πατέρα μου έμαθα να μην κάνω πολλά πολλά στο αμπέλι. Ένα θειάφισμα όποτε χρειαστεί, και αυτό ήταν. Μετά πέρασε μια περίοδος που έγινε της μόδας να ψεκάζουμε τα αμπέλια κάθε λίγο και λιγάκι. Οι υπόλοιποι αμπελουργοί της γενιάς μου ψεκάζουν ακόμα, με ό,τι χημικό μπορεί να βάλει ο νους σου. Και τώρα, έρχεται ο γιος μου και με επαναφέρει στην εποχή του πατέρα μου. Με έχουν μπερδέψει, το καταλαβαίνεις, ε;»
Κάτω, στο υπόγειο κελάρι, μας αποκάλυψε το τελευταίο του πείραμα και έλαμψαν τα μάτια μου. Από τον τρύγο του 2018 ξεκίνησε να κάνει πειραματικά ένα αφρώδες από Λημνιώνα και Ασύρτικο, με την παραδοσιακή μέθοδο. Για καλή μας τύχη, είχε ετοιμάσει μερικές φιάλες για να δει ο ίδιος πώς εξελίσσεται, και μία από αυτές τη μοιράστηκε μαζί μας. Επιστρέψαμε στον ζεστό χώρο του επισκέψιμου και καθίσαμε στο μεγάλο, μοναστηριακό τραπέζι. Πάλι καλά που είχαμε πάει από νωρίς, γιατί ο Χρήστος είχε σκοπό να δοκιμάσουμε 18 φιάλες κρασί. Η αρχή έγινε με το αφρώδες, που τόσο ανυπομονούσα να δοκιμάσω από τη στιγμή που το είδα. Φαινόταν ότι είναι αρκετά φρέσκο και λίγο ασύνδετο ακόμα. Αλλά είχε πολύ ωραία δομή στο στόμα, με υψηλή οξύτητα και εξαιρετικό αφρισμό. Με εξέπληξε ευχάριστα. Συνεχίσαμε με τα λευκά του. Δύο διαφορετικές εσοδείες Μαλαγουζιά Μικρόκοσμος και δύο εσοδείες Μαλαγουζιά Natura δίπλα-δίπλα. Γενικά θα πω ότι δεν είμαι φαν της Μαλαγουζιάς ως ποικιλίας, αλλά, όταν η οινοποίηση ξεφεύγει από τα καθιερωμένα, μου αρέσει πάρα πολύ. Εδώ ο Χρήστος κάνει blend με κρασί ζυμωμένο σε δρύινο βαρέλι και σε αμφορείς, και το αποτέλεσμα είναι εκπληκτικό. Μετά δοκιμάσαμε το Chardonnay Πρόποδες, ζυμωμένο και αυτό σε δρύινο βαρέλι, σε μια πιο βουργουνδέζικη οινοποιητική εκδοχή. Μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης, αν και προσωπικά θα το έπινα τρία-τέσσερα χρόνια μετά τον τρύγο.
Και ξεκινάμε τα ερυθρά. Ένα γρήγορο πέρασμα τη Λημνιώνα New Age, για να μπούμε στα βαθιά με την κλασική Λημνιώνα. Ο αθεόφοβος μάς ετοίμασε μια κάθετη δοκιμή από την εσοδεία του 2011 που σίγουρα θα τη ζήλευε ο Μιχαήλος για τη δική του στήλη «Καθέτως». Εντάξει, το κρασί αυτό είναι από τα αγαπημένα μου ελληνικά ερυθρά στην κατηγορία τιμής του, και είχα την τύχη να βλέπω την εξέλιξή του στις μεγάλες, αλλά και στις πιο δύσκολες χρονιές. Ευτυχώς, το τραπέζι ήταν τεράστιο και χωρούσαν τα ποτήρια, γιατί στη συνέχεια ανοίξαμε δύο χρονιές Λημνιώνα Terracotta. Ήμουν πάντα ερωτευμένος με τη βασική Λημνιώνα Ζαφειράκη, αλλά εκείνη τη στιγμή είχα μέσα στο ποτήρι μου ένα μεγάλο κρασί. Πραγματικά, Χρήστο, πολλά μπράβο!
Δεν είναι εύκολο να χωρέσω σε ένα άρθρο ολόκληρη τη φιλοσοφία του γύρω από την αμπελοκαλλιέργεια, την οινοποίηση, τον βιοδυναμισμό, αλλά και γευσιγνωστικές σημειώσεις για όλα τα κρασιά. Σίγουρα, αυτή τη στιγμή δεν σας έχω δώσει να καταλάβετε ούτε το 10% όλων αυτών. ʘα ήθελα με την πρώτη ευκαιρία να προσπαθήσετε να επισκεφτείτε το οινοποιείο, γιατί αξίζει στ’ αλήθεια. Οι άνθρωποι, τα κρασιά, ο χώρος… είναι μια εμπειρία που σίγουρα θέλω να ξαναζήσω. g