Γεννήθηκε στο Χαλάνδρι, τέλη της δεκατίες του ‘80. Σπούδασε με…
Ο σκοπός εκείνου του ταξιδιού ήταν «ιερός». Θα πάντρευα τον φίλο μου τον Άκη από τον στρατό. Η νύφη, όμως, εκνευρίστηκε για δύο λόγους. Ο πρώτος ήταν ένα 2,5κιλο τσουβαλάκι εξαιρετικής ποιότητας πακιστανικό ρύζι που έφερε ένας από την παρέα κι ο άλλος λόγος ήμουν εγώ. Όλα ήταν προγραμματισμένα στην εντέλεια. Κι εκεί έρχομαι εγώ να τους ενημερώσω ότι δεν έχω τρόπο να πάω στην εκκλησία και στο γλέντι, και κάποιος πρέπει να με φορτωθεί και ότι μέσα σε όλα είχα κανονίσει wine tour.
25 Αυγούστου, το μόνο μεταφορικό μέσο που βρήκα ήταν ένας δαίμονας 50 κυβικών με ρόδες λίγο μεγαλύτερες από βοηθητικές, απλώς και μόνο για να πάω στον Βατόλακκο. Εκεί που οι ελιές και τα άγρια βότανα συναντούν τα αμπέλια, κάπου εκεί μέσα είναι και το Οινοποιείο Μανουσάκη. Μη φανταστείτε κανένα πελώριο κτίριο μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Για την ακρίβεια, είναι ένα συγκρότημα κτιρίων – όλα παραδοσιακά πετρόχτιστα, με βαριές ξύλινες πόρτες. Περνώντας μέσα από την αίθουσα γευσιγνωσίας, βγαίνεις στην πίσω αυλή και κάθεσαι στα παλαιικά τραπέζια, ανάμεσα στις λεμονιές και τις ελιές. Το οινοποιείο δημιουργήθηκε από τον Τεντ Μανουσάκη το 1993, 40 χρόνια μετά τη μετανάστευσή του στην Αμερική. Το 2007 αναλαμβάνει τη διαχείριση του οινοποιείου η κόρη του, Αλεξάνδρα, μια χαρισματική και επιχειρηματικά ανήσυχη νέα κοπέλα, με έντονες καλλιτεχνικές ανησυχίες. Από το 2011, με τον σύζυγό της Afshin, είναι η ψυχή του οινοποιείου.
Ο Afshin με υποδέχτηκε ενώ είχε αγκαλιά την κόρη του. Η γευστική δοκιμή ήταν ακόμα στα μισά όταν βγήκαν από την κουζίνα τα τυροπιτάκια, τα ντολμαδάκια και ο ντάκος. Όσο μου μιλούσε για την ιστορία του Μανουσάκη, παρατηρούσα πόσο ωραία φερόταν στη μικρή του κόρη. Μετά από λίγο μπαίνει στο πλάνο ένα τεράστιο αγροτικό και μας χαιρετάει ένας κύριος με καουμπόικο καπέλο. «Γνωστή φυσιογνωμία», σκέφτομαι. Λίγο αργότερα, ο Τεντ Μανουσάκης καθόταν στην παρέα μας και μας εξιστορούσε πού βρήκε το γιγαντιαίο πιθάρι που είχε φορτωμένο στην καρότσα του αγροτικού. Κατάλαβε τη λαχτάρα στο βλέμμα μου και ξεκίνησε μόνος του να μου λέει την ιστορία του. «Εγώ ούτε οινολόγος είμαι ούτε γεωπόνος. Αγαπώ τον τόπο μου, λαχταρούσα να επιστρέψω στην πατρίδα μου και να ασχοληθώ με τη γη της. Επέλεξα μια ομάδα από κορυφαίους επαγγελματίες στον χώρο, ανάμεσα στους οποίους η Laurence Faraud, ο Pascal Marchand και ο γεωλόγος Yves Herody. Μετά από λίγο καιρό και αρκετές μελέτες, αποφασίσαμε να φυτέψουμε τέσσερις ποικιλίες του Ροδανού (Syrah, Grenache, Mourvedre, Roussanne). Όλοι αναρωτιούνται τι λόξα έχουμε φάει και έχουμε γαλλικές ποικιλίες. Η εξήγηση είναι πολύ απλή. Το κλίμα εδώ είναι σχεδόν ίδιο με τον Ροδανό. Φυσάει πολύ όλο τον χρόνο, έχει πολύ ήλιο, τα αμπέλια είναι μόνο σε πλαγιές».
Από το 2011, οπότε ανέλαβε η νέα γενιά, το στιλ των κρασιών πήρε μια πιο μεταμοντέρνα στροφή. Η χρήση των νέων βαρελιών δεν ήταν τόσο συχνή, στο οινοποιείο προστέθηκαν ξύλινες δεξαμενές (foudre) για την οινοποίηση των ερυθρών κρασιών, φυτεύτηκαν γηγενείς ποικιλίες όπως το Βιδιανό και το Ρωμέικο. Τα κρασιά σιγά σιγά γίνονται πιο φινετσάτα, πιο εκλεπτυσμένα, δεν έχουν τόσο αλκοόλ και τόσο μεγάλη συμπύκνωση όσο πριν. Οι παρεμβάσεις πλέον είναι ελάχιστες, τόσο στην οινοποίηση (μόνο γηγενείς ζύμες, πολύ χαμηλά θειώδη) όσο και στο αμπέλι. Έχουν απόλυτο σεβασμό στο οικοσύστημα και καλλιεργούν βιολογικά όλα τους τα αμπέλια. Σκηνή δεύτερη, και βρίσκομαι στο πίσω κάθισμα ενός αγροτικού ανηφορίζοντας στο βουνό, με τον γκρεμό να βρίσκεται πιο κοντά από ό,τι ήθελα. Το τοπίο στο αμπέλι του Μοσχάτου Σπίνας ήταν φανταστικό. Στα 850 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας βρισκόταν το ορεινότερο αμπέλι του Μανουσάκη και ένα από τα πιο όμορφα της Κρήτης. Αυτόρριζο, προφυλλοξηρικό, δίνει με φειδώ το σταφύλι γι’ αυτό το σπουδαίο ξηρό, λευκό κρασί.
Ο Α. άρχισε να μου εξηγεί γιατί το Mourvedre είναι τόσο ξεχωριστό.
«Είναι ένα αμπελοτόπι που ξεχωρίσαμε το 2012 λόγω του μικροκλίματός του. Μου θυμίζει πολύ τα αμπέλια στο Bandol. Δεν ξέρω στρέμματα. Ούτε όνομα έχει το αμπελοτόπι. Όλη η περιοχή είναι ένα τεράστιο Single Vineyard: “Βατόλακκος”. Τα αμπέλια είναι περίπου 30 ετών, το έδαφος εκεί είναι πλούσιο σε μέταλλα και αυτό δίνει στο κρασί έναν δυναμισμό και μια τρέλα! Η παραγωγή του είναι πολύ μικρή, δύο βαρέλια τον χρόνο». Προσωπικά, με εντυπωσίασε πάρα πολύ το Grenache 2016, άνετα το συμπεριλαμβάνω στο δικό μου Top 10 «New Age ελληνικών ερυθρών κρασιών». Το κόκκινο φρούτο, η ζωντάνια στη μύτη και η φρεσκάδα στο στόμα ταιριάζουν απόλυτα με τις αραχνοΰφαντες τανίνες. Ο μπαχαρένιος χαρακτήρας σού «τα σκάει» όπως όταν δαγκώνεις έναν κόκκο πιπεριού. Κάναμε αρμένικη βίζιτα, έπρεπε να επιστρέψω και το σκούτερ και να πάμε στον γάμο, οπότε ξεκινήσαμε να τους αποχαιρετάμε. Αγοράσαμε δύο κεραμικά έργα τέχνης της Αλεξάνδρας, στην προσπάθειά μας να τους ευχαριστήσουμε για την τόσο ζεστή φιλοξενία, αλλά το ένα μας το έσπασε η αγαπημένη μας αεροπορική εταιρεία. Ευτυχώς, για παρηγοριά μάς έμειναν το ελαιόλαδο και το αλάτι που παράγει το ζευγάρι, στη σειρά Terroir.
Ένα από τα μειονεκτήματά μου είναι ότι η κρίση μου στο κρασί πολλές φορές επηρεάζεται από τον χαρακτήρα του οινοποιού. Αν συμπαθώ τον άνθρωπο πίσω από το κρασί (τις περισσότερες φορές), μου αρέσει αυτό που πίνω. Νιώθω ότι περνάνε στο κρασί οι καλές πτυχές του χαρακτήρα του. Στην προκειμένη περίπτωση, φυσικά και μιλάμε για ένα εξαιρετικό terroir, αλλά πώς να μην αναγνωρίσουμε τη φοβερή προσπάθεια αυτών των δύο; Δεν ξέρω λοιπόν αν φταίει το ότι τους υπερ-συμπαθώ ή ότι μου θυμίζουν τις ωραίες στιγμές που έχουμε βιώσει, πάντως τα κρασιά του Μανουσάκη με μαγεύουν κάθε φορά που τα πίνω.
Αρχική » ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗ
ΥΓ. 1: Η Αλεξάνδρα Μανουσάκη τον τελευταίο χρόνο κατάφερε να στεγάσει τον έρωτά της για την τέχνη σε μια γκαλερί στο Παλιό Λιμάνι των Χανίων, όπου εκθέτει κυρίως έργα κεραμικής τέχνης.
ΥΓ. 2: Ο Afshin είναι συνιδιοκτήτης του εστιατορίου Salis (κι αυτό στο Παλιό Λιμάνι), όπου με τον sommelier Γρηγόρη Ράππο έχουν δημιουργήσει ένα από τα σπουδαιότερα κελάρια στην Ελλάδα. Η εμπειρία Salis είναι μοναδική. g