Ο θρύλος λέει ότι το 1163 μ.Χ. ένας βοσκός εξομολογήθηκε σε έναν ιερέα πως είδε σε όραμα να κατεβαίνουν από μια ουράνια σκάλα άγγελοι στην περιοχή. Αυτός ήταν ο λόγος που οι Καρθουσιανοί μοναχοί επέλεξαν να εγκατασταθούν εκεί και να ιδρύσουν μοναστήρι.
Μια πιο πεζή ιστορία λέει πως ο βασιλιάς αποφάσισε να δώσει την περιοχή αυτή στο τάγμα, για τη διάδοση της θρησκείας και την ανάπτυξή της μετά τους Σαρακηνούς. Όποια εκδοχή και αν επιλέγετε, το αποτέλεσμα παραμένει: η ίδρυση της μονής Cartoixa d’Escaladei και η ονομασία της γύρω περιοχής ως Priorato de Scala Dei (Escaladei στα καταλανικά).
Priorat ή Priorato λοιπόν, κατά τους ντόπιους, μια γωνίτσα αυτού του κόσμου κρυμμένη στα βουνά της Καταλονίας, στην περιοχή του Montsant. Μια περιοχή που μέχρι πριν από 40 χρόνια δεν ήταν γνωστή στον οινικό χάρτη (ή στον κανονικό χάρτη), αν και DO (Denominación de Origen) από το 1954. Ζεστή, με άνυδρα, σχετικά άγονα σχιστολιθικά εδάφη, δεν έδινε και πολλές επιλογές καλλιέργειας στους κατοίκους, παρά μόνο την αμπελοκαλλιέργεια.
Αυτό το άγονο τοπίο όμως έκρυβε ένα μυστικό, το οποίο φανέρωσαν στον κόσμο πέντε φίλοι γύρω στο 1989, οπότε και μετά από πολύ κόπο, λίγα αμπέλια, ακόμα λιγότερες φιάλες και έναν πολύ έξυπνο τρόπο παρουσίασης κυκλοφόρησαν το πρώτο τους κρασί, με πέντε διαφορετικές ετικέτες· ο καθένας τη δική του. Αυτοί ήταν ο René Barbier (Clos Mogador), ο πρώτος που εγκαταστάθηκε και αποφάσισε να φτιάξει κρασί εκεί, ο Alvaro Palacios (Clos Dofí, τότε), ο Josep Lluis Perez (Clos Martinet), η Daphne Glorian (Clos Erasmus) και ο Carles Pastrana (Clos de l’Obac). Τοπικές και διεθνείς ποικιλίες και γαλλικές τεχνικές οινοποίησης χρησιμοποιήθηκαν για να επιτύχουν αυτό που πίστευαν ότι μπορεί να δώσει η περιοχή. Μετά τις αρχικές δυσκολίες να πείσουν τον κόσμο ότι το κρασί τους άξιζε τις αστρονομικές τιμές που ζητούσαν, το πέτυχαν στη Γαλλία στην αρχή και χάρη στις εξαιρετικές βαθμολογίες των οινοκριτικών έκαναν το άλμα προς την επιτυχία.
Δέκα χρόνια αργότερα, το 2000, έγινε και το Priorat DOQ (Denominació d’Origen Qualificada) προς έκπληξη και σοκ των οινοποιών της Rioja που είχαν την αποκλειστικότητα αυτής της τιμής μέχρι τότε.
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Στα του ταξιδιού τώρα: Η πρόσβαση στο Priorat είναι αρκετά εύκολη, απαιτείται όμως αυτοκίνητο, καθώς θα προσφέρει ευελιξία στη μετακίνηση εντός της περιοχής. Βρίσκεται σε απόσταση δύο ωρών από τη Βαρκελώνη και μιας ώρας από την Ταραγόνα μέσω του εξαιρετικού εθνικού δικτύου. Οι αποστάσεις μεταξύ των χωριών και των οινοποιείων δεν είναι μεγάλες, οι δρόμοι όμως, αν και πολύ καλής ποιότητας, παραμένουν επαρχιακοί με πολλές πολλές στροφές, οπότε… υπομονή.
Φτάνοντας λοιπόν στη Βαρκελώνη, παραλάβαμε το αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε για την Ταραγόνα, μια κλασική παραθαλάσσια πόλη στη μεσογειακή ακτή της Ίσπανίας, στην οποία μείναμε την πρώτη μέρα κάνοντας βόλτα στην παλιά πόλη με το αρχαίο θέατρο και τα όμορφα σοκάκια της.
Το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε νωρίς για το Priorat και τις επισκέψεις σε οινοποιεία.
Η περιοχή είναι πολύ γραφική και σίγουρα θα θέλετε να σταματάτε κάθε τόσο για να τραβήξετε φωτογραφίες με τους απόκρημνους αμπελώνες και τα διάσπαρτα μικρότερα και μεγαλύτερα χωριουδάκια. Όλα είναι στο χρώμα της πολυκαιρισμένης πέτρας, σημάδι τού πόσο καιρό στέκουν στη θέση τους, σε πείσμα της φυγής αρκετού πληθυσμού για τις μεγαλύτερες πόλεις, ειδικά μετά τη φυλλοξήρα, που υπήρξε η μεγάλη καταστροφή των αμπελώνων και εδώ και κατέστησε ακόμα δυσκολότερη την εξασφάλιση εισοδήματος από την, έτσι κι αλλιώς, μικρή ποσοτικά παραγωγή του Priorat.
Ο λόγος είναι πως τα αμπέλια αυτά έχουν προσαρμοστεί στις δύσκολες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, όπου κύρια χαρακτηριστικά, όπως ανέφερα και στην αρχή, είναι τα πολύ ζεστά καλοκαίρια και η ελάχιστη βροχόπτωση –ειδικά τα δύο τελευταία χρόνια, όπως μας είπαν όλοι οι παραγωγοί με τους οποίους μιλήσαμε–, αλλά και οι απότομες πλαγιές όπου είναι φυτεμένα, καθώς και τα χαρακτηριστικά εδάφη llicorella, που αποτελούνται από διαφορετικά είδη σχιστόλιθου.
Τα εδάφη αυτά έχουν ελάχιστη κατακράτηση νερού, όμως αποτελούνται από επικαλυπτόμενες πλάκες, δίνοντας χώρο στις ρίζες να φτάσουν στο απαραίτητο βάθος προς αναζήτηση νερού.
Τα παλιά αυτά αμπέλια μέσω των δυσκολιών αυτών προσφέρουν στους θαρραλέους παραγωγούς της περιοχής πολύ μικρές ποσότητες από τρομερής συμπύκνωσης χυμό. Μάλιστα, αποτελούσε κοινό χαρακτηριστικό των παραγωγών το να προσπαθούν να επικοινωνήσουν στον κόσμο πόσα φυτά χρειάζονται αλλά και πόση δουλειά για να φτιαχτεί μία φιάλη, καθώς όλες οι εργασίες γίνονται χειρωνακτικά και απαιτούν πολύ χρόνο και εργατικό δυναμικό. Όλα αυτά αποτελούν το background τού τι κάνει τα κρασιά ξεχωριστά, αλλά και γιατί η τιμή τους είναι αρκετά πάνω από τον μέσο όρο της Ίσπανίας.
ΤΑ ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΑ
Στα οινοποιεία τώρα, αν και είχαμε κάποιες ενστάσεις για την περίοδο που πήγαμε στην περιοχή, καθώς συνήθως έχουν τρύγο ακόμα, τελικά η έλλειψη βροχής οδήγησε σε σχετικά πρώιμο και σύντομο τρύγο, οπότε είχαμε την ευκαιρία να παρατηρήσουμε από κοντά και τις διαδικασίες που συνήθως δεν βλέπουμε, όπως διαλογή, ζυμώσεις, εκχυλίσεις, που είχαν πάρα πολύ ενδιαφέρον.
Η περιήγησή μας ξεκίνησε από τα Μas Μartinet και Venus La Universal. Το πρώτο είναι ένα από τα οινοποιεία που ξεκίνησαν την αναγέννηση της περιοχής και συνέβαλαν στην αναγνώρισή της. Πλέον το έχει αναλάβει η κόρη του ιδρυτή, Sara Perez, φέρνοντας νέες ιδέες σχετικά με την καλλιέργεια και την οινοποίηση.
Το αποτέλεσμα σίγουρα τη δικαίωσε. Η επίσκεψη ξεκίνησε με μια ειδική διαδρομή, ανεβαίνοντας πρακτικά το βουνό για τη δοκιμή του Έls Έsçurcons στο αμπελοτόπι από το οποίο προήλθε. Άνοδος στα 600 μ. υψόμετρο λοιπόν, θέα σε όλη τη γύρω περιοχή και στα ποτήρια μας ένα φανταστικό κρασί από 100% Garnacha με ζύμωση σε πήλινους αμφορείς και ωρίμανση στους ίδιους και σε νταμιτζάνες. Αρωματικό και αιθέριο.
Έπιστροφή και ξενάγηση στο οινοποιείο, καθώς και δοκιμή των υπόλοιπων κρασιών που παράγουν. Αρχίσαμε με Martinet bru, blend ποικιλιών και αμπελιών και το πιο εύκολα προσβάσιμο στη νεότητά του, συνεχίσαμε με το Camí Pesseroles, blend από Cariñena και Garnacha, με συμπύκνωση και πολύ καιρό μπροστά του, και τελειώσαμε με το κλασικό Clos Μartinet, την πρώτη ετικέτα του οινοποιείου. Ένα blend πάλι με ζύμωση και ωρίμανση σε όλα τα είδη που υπάρχουν, πολύπλοκο, με βάθος και δύναμη, που θέλει καιρό για να ξεδιπλώσει πλήρως το δυναμικό του, φτιαγμένο για γιορτινά τραπέζια με ανάλογο φαγητό.
Η ξενάγηση συνεχίστηκε στο έτερο οινοποιείο της Sara, που το ξεκίνησε μαζί με τον σύζυγό της René Barbier (του Clos Mogador) και στο οποίο και οι δύο νιώθουν πιο ελεύθεροι να εξερευνήσουν τις ιδέες τους και να πειραματιστούν πλήρως με τα κρασιά που θέλουν να παραγάγουν. Και το όνομα αυτού Venus La Universal.
Πιο εύκολα προσβάσιμα, με τον πηλό και τις λίγο περισσότερες βροχοπτώσεις να συμβάλλουν σε μεγαλύτερες αποδόσεις και πιο μακρά καλλιεργητική περίοδο. Λευκά, ροζέ, κόκκινα, orange, βαρέλια αμφορείς, νταμιτζάνες, δεξαμενές, όλα συνυπάρχουν στον χώρο του οινοποιείου, που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι τους και αποπνέει ακριβώς αυτή την αίσθηση όταν μπαίνεις στην αίθουσα δοκιμών, όπου ετοιμάζεται και το μεσημεριανό για όλους τους εργαζομένους των οινοποιείων της οικογένειας.
Στη δοκιμή ξεκινήσαμε με το Dido blanc, ένα blend από Garnatxa blanca, Macabeu και Cartoixa (Xarello), πολύ μεσογειακό και ευχάριστο. Ακολούθησε το Dido La Solució Rosa, ένα ροζέ ζυμωμένο σε παλιά βαρέλια, με ωρίμανση σε foudres άνω των 50 ετών, το οποίο αν και ανοιχτό στο χρώμα έχει σώμα και εντάσεις που να ταιριάζουν με φαγητό, αλλά να μπορεί και να παλαιώσει.
Τέλος, δοκιμάσαμε τα δύο κόκκινα: το La Figuera, 100% Garnatxa από ένα αμπέλι στα 600 μ. υψόμετρο σε ασβεστολιθικά εδάφη, με μακρά εκχύλιση και χρήση μεγάλων βαρελιών, το οποίο διακρίνεται από φινέτσα και φρεσκάδα, και έπειτα το ομώνυμο Venus La Universal από Garnatxa και Cariñena, με περισσότερη δύναμη και συμπύκνωση, που είναι σίγουρο ότι θα παλαιώσει υπέροχα.
Πέρα από τους πειραματισμούς, αυτό που διακρίνει άλλωστε τα κρασιά και των δύο οινοποιείων είναι το δυναμικό παλαίωσης, αφού η Sara αρέσκεται στο να ανοίγει τα κρασιά της μετά από αρκετά χρόνια στη φιάλη. Αν κάποιος μπορεί να κρατηθεί και να μην τα ανοίξει νωρίς, θα ανταμειφθεί σίγουρα. Μεσημεριανό διάλειμμα για φαγητό στο Celler de l’Αspic και ξεκούραση.
Σημαντικό εδώ, εκτός από τα εδάφη, είναι η βιοδυναμική καλλιέργεια που εφαρμόζει πιστά η Ester Nin, οινολόγος για χρόνια στο Priorat – έχοντας περάσει τόσο από το Mas Martinet όσο και από το Clos Erasmus, όπου επέβλεψε τη μετάβαση της καλλιέργειας των αμπελιών σε βιοδυναμική–, η οποία αποφάσισε να ξεκινήσει με τον σύζυγό της το συγκεκριμένο project με τα ιδιόκτητα αμπέλια που είχε ο Ortiz στην περιοχή.
Ο χώρος χτίστηκε πολύ πρόσφατα για να στεγαστούν οι δραστηριότητες και να βελτιωθούν οι συνθήκες μεταφοράς και αποθήκευσης των σταφυλιών. Αξίζει ιδιαίτερα η βόλτα στο κελάρι, όπου έχουν αφήσει να εκτίθενται τα σχιστολιθικά εδάφη του λόφου που είναι χτισμένο το οινοποιείο, δίνοντας μια εξαιρετική εικόνα των κρασιών μέσα στο φυσικό τους τοπίο.
Στη δοκιμή, η αρχή δεν ήταν καλή: Planetes από Carinyena blanca, μια τοπική ποικιλία που εδώ την οινοποίησαν πρώτοι και προσπαθούν να επιτύχουν την αναγνώρισή της. Η δοκιμή με coravin δεν το βοήθησε όμως και μάλλον ήθελε τον χρόνο του να αναπνεύσει, για να αποβάλει κάποια δυσάρεστα αρώματα. Η συνέχεια ήταν καλύτερη με τα Planetes classic και Planetes Garnatxes, το πρώτο blend Garnatxa και Cariñena και το δεύτερο 100% Garnatxa.
Έιδικά το δεύτερο ήταν ένα πολύ φινετσάτο και αρωματικό κρασί που μπορείς να απολαύσεις οποιαδήποτε στιγμή της ημέρας. Συνέχεια με το πιο ωραίο κρασί της δοκιμής, το οποίο έχει συγκεντρώσει εξαιρετικές κριτικές, το Nit de Nin Mas d’en Caçador, blend Garnatxa negre, Garnatxa Peluda (τοπικός κλώνος της Garnatxa) και Cariñena από ένα αμπέλι άνω των 80-110 ετών με φανταστική αρωματική και γευστική ένταση, συμπύκνωση φρούτου και ισορροπία. Τέλος, δοκιμάσαμε το Terra Vermella, ένα κρασί από το Penedes (τόπο καταγωγής της Ester Nin) από Parellada Montonegra, με ωρίμανση σε βαρέλια και στη συνέχεια παλαίωση στη φιάλη πριν κυκλοφορήσει.
Το αποτέλεσμα είναι ένα κρασί με πράσινα φρούτα αλλά και έντονα τα τριτογενή στοιχεία, όπως άχυρο και ξηροί καρποί, αλλά και ορυκτότητα (καουτσούκ) και αλμυρότητα στο στόμα. Σίγουρα ένα πολύ ιδιαίτερο κρασί που θα ταίριαζε σε κάποιο γαστρονομικό εστιατόριο.
Δεύτερη μέρα και αρχή με το πιο ιστορικό οινοποιείο, το Cellers de Scala Dei – ουσιαστικά η φυσική συνέχεια του μοναστηριού, το οποίο ιδρύθηκε εκεί το 1194 μ.Χ. Οι μοναχοί, ασχολούμενοι με όλες τις εκφάνσεις της αγροτικής παραγωγής, σταδιακά ασχολήθηκαν και με την αμπελοκαλλιέργεια, θέτοντας τις βάσεις της στην περιοχή. Το χωριό Escaladei αποτελούνταν από τα διάφορα οικήματα των ανθρώπων που εργάζονταν εκεί.
Μετά την εκδίωξη των μοναχών, οι εγκαταστάσεις πέρασαν στα χέρια πέντε οικογενειών το 1844, που κυκλοφόρησαν το πρώτο εμφιαλωμένο κρασί το 1878! Παρ’ όλες τις αναταραχές του 20ού αιώνα, το οινοποιείο συνεχίζει να βρίσκεται στα χέρια των ίδιων οικογενειών και μετά την επαναφορά της δημοκρατίας στην Ίσπανία άρχισε να εμφιαλώνει και πάλι κρασί.
Ένα στοιχείο της προσπάθειας που κάνουν για βελτίωση είναι η ζύμωση κάθε αμπελοτοπίου ξεχωριστά, ώστε να μπορούν να βλέπουν τα χαρακτηριστικά και πώς θα το χρησιμοποιήσουν. Πέρα από την ιστορία του, όμως, παράγει και υψηλής ποιότητας κρασιά, κάτι που ήταν μια πολύ ευχάριστη έκπληξη καθώς δεν τα είχαμε ξαναδοκιμάσει. Η βασική διαφορά εδώ είναι πως ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με την Garnatxa και μάλιστα με την ειδοποιό διαφορά των εδαφών που απαρτίζουν τα αμπέλια του οινοποιείου.
Έδώ, λόγω της περιοχής, τα εδάφη έχουν πολύ λιγότερο σχιστόλιθο και περισσότερο πηλό, βοηθώντας στην παραγωγή κρασιών με έναν πολύ πιο φρέσκο χαρακτήρα. Δοκιμάσαμε τέσσερα κρασιά, ένα λευκό, blanc de noir Garnatxa (κάτι το οποίο δεν ξέρω αν παράγει και κάποιος άλλος), πολύ φρουτώδες και δροσερό, με τα λευκά και τα κόκκινα φρούτα να μπλέκονται. Το ροζέ Pla des Àngels, Garnatxa και πάλι, ένα κρασί που είναι τέλειο για καλοκαίρια στην Ίσπανία ή στην Έλλάδα και ακολουθεί μεν τη μόδα των ανοιχτόχρωμων ροζέ, αλλά είναι εξαιρετικά καλοφτιαγμένο. Τέλος, δοκιμάσαμε δύο διαφορετικά ερυθρά, από πηλώδη και από σχιστολιθικά εδάφη.
Το Prior, κλασικό Priorat παλαιότερων ετών, blend τεσσάρων ποικιλιών (Garnatxa, Cariñena, Cabernet Sauvignon, Syrah), και το Cartoixa από Garnatxa και Cariñena, που ήταν και το αγαπημένο μας, με έναν πολύ ντελικάτο αρωματικό χαρακτήρα με λουλούδια και κόκκινα φρούτα, που το κάνει απολαυστικό.
Φεύγοντας, και μετά από σύντομη οδήγηση, φτάσαμε στο Mas Doix. Η οικογένεια Doix είχε ιστορία στην περιοχή ως προς την αμπελοκαλλιέργεια και μόλις το 1998 αποφάσισαν να παράγουν και να εμφιαλώνουν τα δικά τους κρασιά.
Κατάφεραν σύντομα να γίνουν γνωστοί για την ποιότητα των κρασιών τους και τα τελευταία χρόνια, φτιάχνοντας και το νέο οινοποιείο, ανέβασαν ακόμα περισσότερο τον πήχη, βγάζοντας δύο από τα πιο ακριβά κρασιά της Ίσπανίας και μάλλον την καλύτερη μονοποικιλιακή Cariñena της χώρας.
Η ξενάγηση άρχισε από τον εξωτερικό χώρο, έναν λόφο με αμπέλια, στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το φτιαγμένο από τον σχιστόλιθο της περιοχής οινοποιείο, που ενσωματώνεται υπέροχα στο τοπίο, σαν να αποτελούσε πάντα ένα κομμάτι του βράχου. Ξενάγηση έπειτα στους εσωτερικούς χώρους, όπου πετύχαμε και τη διαλογή των σταφυλιών αλλά και κάποιες ζυμώσεις.
Μετά την ξενάγηση ανέλαβε ο Valentin Doix, συνιδρυτής του οινοποιείου, να κατευθύνει το tasting. Ξεκινήσαμε από τα λευκά με το Murmuri και το Salix, το πρώτο από Garnatxa blanca και Macabeu και μόνο σε ανοξείδωτες δεξαμενές, το πιο φρέσκο από τα δύο, με αρκετά βοτανικό και ανθικό χαρακτήρα. Το δεύτερο, πιο γεμάτο και αρκετά νεαρό, με δρόμο μπροστά του, blend Garnatxa, Macabeu, Pedro Ximenez με πέρασμα από βαρέλι και με χαρακτήρα πιο ώριμων φρούτων και μπαχαρικών.
Στη συνέχεια περάσαμε στα κόκκινα, με πρώτο το Les Crestes, blend Garnatxa, Cariñena, Syrah από πιο νεαρά αμπέλια και πέρασμα από τσιμεντένιες δεξαμενές και μεγάλα βαρέλια. Ένα κρασί εύκολο, φρουτώδες, που θα ταίριαζε σε ένα BBQ πάρτι. Ένα βήμα πιο πάνω το Salanques, blend των ίδιων ποικιλιών και πέρασμα από βαρέλι, με πιο σοβαρό χαρακτήρα, με τα κόκκινα και μαύρα φρούτα να ενσωματώνουν τέλεια το βαρέλι. Το επόμενο αποτελεί το signature κρασί του οινοποιείου, γι’ αυτό και λέγεται Doix. Έδώ το blend έχει μόνο Garnatxa και Cariñena, με κυρίαρχη οριακά τη δεύτερη και μόνο από πολύ παλιά αμπέλια 70-100 ετών.
Συμπυκνωμένα κόκκινα και μαύρα φρούτα, ποτ πουρί, μπαχαρικά από το βαρέλι, που έχει εξαιρετική ενσωμάτωση, αναζωογονητική οξύτητα και βελούδινες τανίνες δείχνουν ότι έχει καιρό μπροστά του. Αυτό αποδείχθηκε στη συνέχεια, όταν δοκιμάσαμε τα Salanques 2002, Doix 2014, Doix 2002. Το Doix 2014 περιμέναμε να είναι σε εξαιρετική κατάσταση και όντως δεν είχε χάσει καθόλου από τον χαρακτήρα του, ήταν όμως πολύ εντυπωσιακό να βλέπεις πόσο όμορφα έχουν εξελιχθεί κρασιά 20+ ετών.
Από τα δύο, πιο φρέσκο εμφανίστηκε το Doix 2002, κάτι που όπως μας είπε ο Valentin οφείλεται στο μεγαλύτερο ποσοστό Cariñena. Αποξηραμένα φρούτα και τριτογενή αρώματα είχαν τον πρώτο λόγο, όμως όσο άνοιγαν τα κρασιά φάνηκε ότι είχαν διατηρήσει και ώριμα αρώματα φρούτων, καθώς και την οξύτητα και τις τανίνες τους. Για το τέλος δοκιμάσαμε τα δύο πιο μικρής παραγωγής κρασιά του οινοποιείου, τα 1902 και 1903.
Το πρώτο είναι 100% Cariñena από ένα αμπέλι φυτεμένο το 1902 και το δεύτερο 100% Garnatxa από ένα αμπέλι φυτεμένο το 1945. Θα χρησιμοποιήσω τα λόγια του ίδιου εδώ, λέγοντας ότι και τα δύο είναι για να τα απολαύσεις με ένα ακόμα άτομο, δίνοντας χρόνο και σημασία στο κρασί, όπως επίσης ότι η διαφορά μεταξύ των δύο ποικιλιών είναι ότι η Garnatxa είναι πιο αιθέρια και ανέμελη, ενώ η Cariñena σε γειώνει και σε κάνει να νιώθεις συνδεδεμένος με τη γη.
Και τα δύο ήταν φανταστικά, ανάμεσα στα καλύτερα κρασιά του κόσμου σίγουρα, με προσωπική επιλογή το 1902, το οποίο ήταν ταυτόχρονα αρωματικό αλλά και με βάθος, και ήταν πραγματική απόλαυση να το δοκιμάζεις. Μετά από αυτή την εξαιρετική δοκιμή, χρειαζόταν ένα διάλειμμα για μεσημεριανό στο Brichs.
Λίγο πριν από το τέλος της περιήγησής μας στο Priorat, κάναμε την τελευταία μας επίσκεψη, που εκτός των κρασιών αποδείχθηκε πολύ ιδιαίτερη και προσωπική, καθώς ήμασταν τυχεροί να μας δεχτεί η Daphne Glorian στο σπίτι της για ένα tasting των κρασιών της Laurel και Clos Erasmus. Στην πραγματικότητα, δεν νιώσαμε ποτέ ότι κάναμε γευσιγνωσία ή επίσκεψη σε οινοποιείο, καθώς υποδέχτηκε εμάς και άλλο ένα ζευγάρι από την Αμερική στο σαλόνι του σπιτιού της και περάσαμε τρεις υπέροχες ώρες πίνοντας κάποια από τα πιο περιζήτητα κρασιά και συζητώντας για τη ζωή της και το πώς ξεκίνησε το Priorat.
Ήταν φανταστική εμπειρία να γνωρίζεις και να συζητάς με έναν άνθρωπο τόσο άνετο και ευγενικό και χωρίς κανένα ίχνος σνομπισμού. Λίγο πριν φύγουμε επισκεφτήκαμε και το κελάρι της, κάτω από το σαλόνι, όπου βρίσκονται τα βαρέλια που παλαιώνει το Clos Erasmus. Έτσι απλά.
Όσο για τα κρασιά, ήταν και τα δύο εξαιρετικά, με το Laurel να έχει όλα τα χαρακτηριστικά του Priorat, με φρέσκα μαύρα και κόκ- κινα φρούτα, την ορυκτότητα και τη βοτανικότητα που δίνουν τα αποξηραμένα βότανα, καθώς και κάποια πράσινα στοιχεία, τόσο χαρακτηριστικά του Cabernet Sauvignon που περιέχει σε μικρό ποσοστό.
Το Clos Erasmus ήταν του 2021 και ήταν νεογνό ακόμα, αρκετά κλειστό, με πολύ πυκνά αρώματα και τρομερή συμπύκνωση γεύσεων. Σίγουρα με πολύ πολύ καιρό ακόμα μπροστά, αλλά και με όλα τα στοιχεία εκείνα που διακρίνουν ένα μεγάλο κρασί.
Η συζήτηση αναμφίβολα έχει να κάνει με τα κρασιά, αλλά ακόμη περισσότερο με τους ίδιους τους οινοποιούς και την αγάπη τους γι’ αυτό το άγονο και απότομο μέρος, το οποίο όμως συνεχίζουν να φροντίζουν και να καλλιεργούν προσπαθώντας να πάρουν το καλύτερο αποτέλεσμα που μπορούν, αλλά και ταυτόχρονα να το γεμίζουν με ζωή. Ένα μέρος που λατρέψαμε και στο οποίο θα επιστρέψουμε σίγουρα ξανά και ξανά.
ΤΑ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Δύο στοιχεία που θέλουν λίγο ψάξιμο, καθώς όπως είπαμε βρισκόμαστε σε χωριά, είναι η εύρεση διαμονής και φαγητού. Όσον αφορά το φαγητό, υπάρχουν αρκετές επιλογές και για όλα τα βαλάντια, θέλει όμως λίγη προσοχή στα ωράρια λειτουργίας, καθώς, εκτός της γνωστής μεσημεριανής διακοπής για ένα ευχάριστο διάλειμμα (βλέπε παραδοσιακή σιέστα) που υπάρχει σε όλη την Ίσπανία, τα εστιατόρια στο Priorat έχουν το συνήθειο να ανοίγουν και να κλείνουν σε διαφορετικές ημέρες και ώρες το καθένα.
Οπότε θα πρότεινα ψάξιμο και, όπου είναι δυνατόν, κρατήσεις για να έχετε το στομάχι σας ταϊσμένο. Πάντως, το φαγητό ήταν εξαιρετικό όπου κι αν δοκιμάσαμε και επίσης προσφέρουν σε πολύ λογικές τιμές μεγάλη γκάμα από τα κρασιά της περιοχής αλλά και των υπόλοιπων περιοχών και χωρών. Η διαμονή είναι ένα άλλο θεματάκι που θέλει έρευνα.
Τα περισσότερα καταλύματα βρίσκονται στο Falset, αλλά οι τιμές λόγω έλλειψης πολλών επιλογών είναι λίγο τσιμπημένες. Ίσως έφταιγε βέβαια και το γεγονός ότι πήγαμε σε περίοδο τρύγου. Υπάρχουν και δύο premium επιλογές, το Terra Dominicata και το φρέσκο Gran Hotel Mas d’en Bruno. Έμείς επιλέξαμε να μείνουμε στο El Palauet del Priorat, ένα εξαιρετικό boutique ξενοδοχείο σε κτήριο του 18ου αιώνα, που βρίσκεται λίγο πιο έξω στην Cornudella, στο Montsant, αλλά σε απόσταση 10-30 λεπτών οδήγησης από όλα τα οινοποιεία.
Έκτός από τα οινοποιεία, τα αξιοθέατα της περιοχής περιλαμβάνουν βόλτα στα γραφικά χωριά, ειδικά στο Gratallops, και σίγουρα επιβάλλεται μια επίσκεψη στο Cartoixa de Scala Dei. Λίγο πιο μακριά, αλλά αξίζει τον κόπο να φτάσετε, είναι το χωριό Siurana, το οποίο βρίσκεται σκαρφαλωμένο στην άκρη ενός βράχου προσφέροντας υπέροχη θέα στη γύρω περιοχή.
Το συγκεκριμένο ήταν επίσης το τελευταίο προπύργιο των Αράβων στην περιοχή. Ο θρύλος λέει πως η κόρη του βασιλιά, όταν αλώθηκε το χωριό, προτίμησε να πηδήσει στο κενό με το άλογό της και ότι στον βράχο έχει μείνει το αποτύπωμα της οπλής του. Έπίσης στην περιοχή υπάρχουν αρκετές διαδρομές για πεζοπορία αλλά και ποδήλατο.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΦΑΓΗΤΟΥ
Έl Celler de l’Αspic και Brichs στο Falset. Και τα δύο σερβίρουν πολύ γευστικό φαγητό και διαθέτουν εξαιρετική λίστα κρασιών, με το Brichs να είναι ένα επίπεδο πάνω ως προς τον χώρο και την παρουσίαση των πιάτων. Έπίσης, το La Cooperativa στην Porrera με μαμαδίστικο φαγητό και το Bacchanal στο Falset για tapas και κρασί.