Με 25% καταγωγή από το νησί της Χίου, έχω την ευκαιρία να την επισκέπτομαι συχνά τα τελευταία χρόνια και να αφουγκράζομαι τη μακραίωνη ιστορία της, τα περιβόλια της, τα γιασεμιά της και τα μαστιχοχώρια της.
Εκεί, ανάμεσα σε μανταρινιές, πετρόχτιστα χωριά και τοπικά προϊόντα, ξεδιπλώνονται μικρές ιστορίες που συνδέουν τοπικούς θρύλους με γεύσεις και αρώματα.
Αυτή τη φορά, εστίασα στις έντονες αντιθέσεις που εμφανίζει το νησί: θωρηκτά βουνά, γραφικά, με μοναχικούς δρόμους που η διέξοδός τους μοιάζει επτασφράγιστο μυστικό· ενώ από την άλλη, παραλίες με γαλαζοπράσινα νερά και όμορφα σμιλεμένα βότσαλα από το αργόσυρτο κύμα του Αιγαίου. Μια αιματοβαμμένη ιστορία του τόπου, που ο πόνος της μοιάζει να γιατρεύεται από τον ρομαντισμό των ντόπιων ανθρώπων και τα πρόσχαρα βλέμματά τους.
Στα νότια, τα μαστιχοχώρια και τα απέραντα περιβόλια με τα εσπεριδοειδή, όπου το πράσινο μοιάζει να σβήνει κάθε ίχνος ξηρασίας. Στα βόρεια, το οινοποιείο του Αριούσιου οίνου — όνομα με μακρά ιστορία.
Πρόκειται για το φημισμένο κρασί της αρχαιότητας, που, σύμφωνα με τον Χιώτη ιστορικό Θεόπομπο, την τεχνογνωσία της οινοποίησης την εκμυστηρεύτηκε ο Οινοπίων, γιος του Διονύσου, ο οποίος εκπαίδευσε τους Χιώτες στην αμπελοκαλλιέργεια και στην παραγωγή κόκκινου κρασιού, ή «μαύρου», όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι μέχρι σήμερα.
Αργότερα, το χιώτικο κρασί συνδέθηκε με το ομηρικό κρασί, και μάλιστα θεωρείται πως ο ίδιος ο Όμηρος έζησε στο νησί. Το κρασί, άλλωστε, στα αρχαία χρόνια θεωρούνταν πολυτέλεια και υπήρχε σε αφθονία σε συμπόσια και γιορτές.
Κι εγώ, είχα την ευκαιρία να ζήσω την επιτομή αυτών των αντιθέσεων. Στο γραφικό, πετρόχτιστο χωριό των Αυγωνύμων, στο κέντρο του νησιού, σε μεγάλο υψόμετρο. Σκαρφαλωμένο στα βουνά της Χίου, προφυλαγμένο από κάθε λογής κίνδυνο, με μια ευγενική σιωπή — ακόμη και στο εστιατόριο.
Εκεί, με το ηλιοβασίλεμα να χρωματίζει τον ατέρμονο ορίζοντα του Αιγαίου και το νησί των Ψαρών να αχνοφαίνεται απέναντί μας, είχα την τύχη να πέσω σε σερβιτόρο–γνώστη κρασιών, τον Ορέστη.
Μου εκμυστηρεύτηκε πως έχει επιλέξει προσωπικά μερικές φιάλες από όλο τον κόσμο και ήθελε να τις προσφέρει στους πελάτες που θα απολάμβαναν αυτή τη θέα και θα εκτιμούσαν τα κρασιά αυτά.
Μας έφερε στο τραπέζι ένα Sauvignon Blanc από τη Νέα Ζηλανδία. Σε ένα πέτρινο, σχεδόν ξεχασμένο από τον πολιτισμό χωριό, απολάμβανα τον ορισμό της φρεσκάδας και της ζωηρότητας, των άνθεων και των φρέσκων φρούτων που στόλιζαν το ποτήρι μου. Ένα κρασί που είχε διανύσει τη μισή απόσταση του πλανήτη για να φτάσει σε ένα περιβάλλον όπου κανείς δεν θα το περίμενε, και να αγγίξει τους γευστικούς μου κάλυκες σαν ζωντανή εικόνα ζωής, σε έναν τόπο σχεδόν ακίνητο στον χρόνο.
Και κάπου ανάμεσα στο παρελθόν του Αριούσιου, την πέτρα των Αυγωνύμων και τον δροσερό χαρακτήρα του Sauvignon Blanc, γεννιέται μια σιωπηλή σύνδεση: το κρασί, όπως και ο τόπος, είναι πάντα ένα ταξίδι. Άλλοτε προς τα πίσω, άλλοτε προς τα πέρα.









