εννήθηκα στις 11.10.1974 στον Πειραιά . Είμαι κάτοχος του Wine…
Τα λεγόμενα φθηνά κρασιά εμφανίστηκαν στη ζωή μας κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και –για να είμαστε ειλικρινείς– η φρενίτιδα με την οποία τα αναζητούσαμε την περίοδο των capital controls, λίγα χρόνια μετά, έγινε μανία αποφυγής σε οτιδήποτε μας θύμιζε οικονομικές δυσχέρειες και γενικώς δύσκολες καταστάσεις.
Το πεδίο τιμής είναι κατά την προσωπική μου γνώμη πολύπλοκο και συνάμα ευαίσθητο θέμα, τόσο ως προς την τιμολογιακή πολιτική του παραγωγού όσο και ως προς την αντίληψη και τις οικονομικές δυνατότητες του καταναλωτή. Αρχικά η τιμολόγηση του κρασιού έχει να κάνει με το πεπρωμένο της εκάστοτε οινοπαραγωγικής ζώνης. Για να γίνω πιο σαφής, το πεδίο τιμής του Montrachet ή του Échezeaux στη Βουργουνδία είναι εντελώς διαφορετικό από το Dao στην Πορτογαλία, το Ciro στην Καλαβρία ή το Vermentino di Gallura στη Σαρδηνία. Για να μην παρεξηγηθώ, είναι προφανές πως τα κρασιά της Βουργουνδίας θα μας χαρίσουν πολύ περισσότερες συγκινήσεις σε σχέση με οποιοδήποτε τοπωνύμιο του κόσμου. Όσο ρατσιστικό και αν ακούγεται, είναι θέμα καταγωγής. Πιο ειδικά, ένα μέτριο ποιοτικά οινοποιείο που έχει αμπέλια στο Corton Charlemagne θα καρπωθεί τη snob value μιας από τις πιο ακριβές οινικές γειτονιές του πλανήτη, σε αντίθεση με ένα σπουδαίο Chardonnay από την Αργεντινή, το οποίο μοιραία θα συμβαδίσει με τα δικά του γειτονικά δεδομένα και θα βρει τη θέση του στα χαμηλά ράφια της κάβας. Είναι από τις φορές που ο κόσμος του κρασιού χάνει τη γοητεία του και μου θυμίζει έντονα real estate.
Εξίσου ενδιαφέρον είναι και το κυνήγι της λεγόμενης σωστής τιμής όσον αφορά πολλά δημοφιλή ή λιγότερο γνωστά και εγκαθιδρυμένα κρασιά. Την ίδια στιγμή που ένα οινοποιείο στην Καλιφόρνια καταφέρνει να πουλάει ακόμα και με την άχαρη διαδικασία της λίστας αναμονής μια φιάλη κρασί προς 700 ευρώ, ένα Château στην περιοχή του Μπορντό μπορεί να δυσκολεύεται να εξαργυρώσει την πλούσια ιστορία του και τους δοξασμένους τρυγητούς του για λίγες δεκάδες ευρώ. Στο θέμα της σωστής τιμολόγησης έχω καταλήξει, έστω κι αν ακούγομαι γενικόλογος, στο ότι η σωστή τιμή είναι η τιμή που θα κάνει τον δυνητικό πελάτη ευτυχισμένο και δεν υπόκειται σε καμία λογική.
Μπαίνοντας στα παπούτσια του καταναλωτή, αυτό που κάνει τα πράγματα εύκολα είναι η σαφήνεια και η οινική λογική. Στα ράφια της κάβας υπάρχουν εκατοντάδες επιλογές που μας περιμένουν, αρκεί να είμαστε σαφείς στο τι θέλουμε και να έχουμε κατηγοριοποιήσει τις επιλογές μας τόσο θεματικά όσο και οικονομικά. Αρχικά, υπάρχουν τα κρασιά για το τραπέζι της καθημερινής, τα οποία συνήθως κυμαίνονται σε ένα εύρος από 6-7 έως 12-13 ευρώ. Στα συγκεκριμένα ράφια βρίσκουμε επιλογές από τη Μαντινεία, την Αττική, την Κρήτη, τη Νεμέα, από όλες τις περιοχές του Νέου Κόσμου, την Ισπανία, τον γαλλικό νότο, τη νότια Ιταλία και ένα σωρό άλλα που σίγουρα μου διαφεύγουν. Μπορεί να ακούγομαι δογματικός, αλλά το μόνο που δεν πρέπει να σκεφτούμε γι’ αυτά τα υπέροχα κρασιά είναι πως θα μπορούσαν να είναι το κρασί της γαμήλιας επετείου.
Στο αμέσως επόμενο (ιεραρχικά) ράφι συναντάμε τοπωνύμια όπως η Σαντορίνη, η Νάουσα, κάποιες επιλογές στη Νεμέα, Brunello di Montalcino, Chianti Classico Riserva, Barolo, Rioja, Hermitage κ.ο.κ. Μας προσφέρουν αδιαμφισβήτητα περισσότερες συγκινήσεις, είναι καλύτερα εγκαθιδρυμένα στις συνειδήσεις μας και συνήθως μας συντροφεύουν στο τραπέζι της Κυριακής ή ακόμα και σε κάποια συνεύρεση όπου θέλουμε να δραπετεύσουμε από την κανονικότητα. Κατά προσέγγιση κυμαίνονται μεταξύ 16-17 και 50 ευρώ.
Στο επάνω ράφι της κάβας συναντάμε τα λεγόμενα εμβληματικά κρασιά του Παλαιού Κόσμου, που δικαιωματικά τιμολογούνται αρκετά υψηλότερα από κάθε άλλη κατηγορία. Είναι κρασιά ειδικών περιστάσεων που προϋποθέτουν μια ειδική μεταχείριση εκ μέρους μας, ώστε να περάσουμε από το στάδιο της απόλαυσης στο επίπεδο μιας αξιομνημόνευτης εμπειρίας. Καταλήγοντας, πιστεύω πως στον χώρο του κρασιού υπάρχει δικαιοσύνη και κατά γενική ομολογία το κάθε τοπωνύμιο, το κάθε οινοποιείο εξαργυρώνει το αντίτιμο της προσήλωσης και της συνέπειας που έχει δείξει στο πέρας του χρόνου. Προφανώς και υπάρχουν περιοχές που έχουν επαναπαυτεί στις ένδοξες ημέρες του παρελθόντος ή αντίστοιχα ανερχόμενα τοπωνύμια που μας χαρίζουν σπουδαία κρασιά σε λογικές τιμές, με τη διαφορά πως όλο αυτό γίνεται σε τέτοιο βαθμό που κάνει τη διαδικασία της επιλογής ενδιαφέρουσα.
Αν εγώ θέλω να απολαύσω ένα Musigny του Roumier με τις φακές της Παρασκευής ή, εναλλακτικά, να γιορτάσω τα πεντηκοστά μου γενέθλια με Languedoc των 2,99 ευρώ, είναι προφανές πως το λάθος είναι ξεκάθαρα δικό μου. Το Musigny και το Languedoc είναι εξίσου επιτυχημένα κρασιά, φτιαγμένα για διαφορετικές περιστάσεις βέβαια. Τα χρόνια που αντιμετωπίζαμε το κρασί στο τραπέζι σαν χαρτοπετσέτα έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Στο χέρι μας είναι να διαλέξουμε το κατάλληλο κρασί για την κατάλληλη περίσταση. g