Είναι μια έκφραση που χρησιμοποιείται εμφατικά σε δημοπρασίες κρασιών ως εργαλείο πειθούς και τεχνικής πωλήσεων, με ποικίλα, οφείλω να παραδεχτώ, αποτελέσματα. Κάποιοι το αντιμετωπίζουν ρομαντικά, άλλοι με κυνισμό, ενώ κάποιοι άλλοι με διάθεση πικρόχολου σχολιασμού και κουτσομπολιού. Πιστεύω πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα για μια συλλογή κρασιών, για ένα κελάρι, από το να πουληθεί κοψοχρονιά, όπως συνηθίζεται να λέμε, αποκλειστικά και μόνο για να απαλλαγούν οι κληρονόμοι από κάτι το άχρηστο γι’ αυτούς.
Συχνά πυκνά καλούμαι να εκτιμήσω–αξιολογήσω διάφορες προς πώληση συλλογές κρασιών με όχι και τόσο αποτελεσματικό τρόπο. Ενώ στο πρώτο σκέλος της δουλειάς, που αφορά την αξιολόγηση, είμαι, όπως λένε, σχολαστικός και διεκπεραιωτικός, στο δεύτερο, άχαρο κομμάτι της μεταπώλησης είμαι αφελής και αθεράπευτα ρομαντικός. Σωστό ή λάθος δεν ξέρω, αλλά κάθε φορά αναλώνομαι να κοιτάζω όσο πιο διακριτικά γίνεται την κλειδαρότρυπα του κάθε κελαριού, σκεπτόμενος συνήθειες, πάθη, επιρροές πίσω από ετικέτες, χρονιές και περιοχές.
Είμαι ευλογημένος και λόγω της δουλειάς μου έχω την πολυτέλεια να παρατηρώ και να καμαρώνω πολλά κελάρια από το πρώτο κιβώτιο μέχρι το σημείο, μετά από χρόνια, που σε κάποια εξ αυτών να μη χωράει να μπει άνθρωπος. Στο πέρασμα του χρόνου έχουν μεσολαβήσει όμορφες στιγμές, αξιομνημόνευτα γεγονότα, έξυπνες, γενναιόδωρες, συντηρητικές, χαζές, κάθε λογής αγορές. Με λίγα λόγια, εμείς οι ίδιοι. Ακούγεται ανεπίκαιρο και καθόλου ινσταγκραμικό, αλλά πίσω από κάθε ετικέτα υπάρχει και μια αφήγηση που το ίδιο το κρασί έχει να μας πει.
Καλές χρονιές – κακές χρονιές, αλλαγή γενιάς στην ίδια οικογένεια, που μοιραία σημαίνει και γευστική αλλαγή, και απρόβλεπτοι παράγοντες που επηρεάζουν το κρασί που θα βρεθεί στο ποτήρι μας. Κάθε κελάρι κρύβει τις συνήθειες, το γούστο, την προσωπική αίσθηση–αντίληψη για το κρασί και τα φίνα πράγματα της ζωής, την ιδιοσυγκρασία, τις επιρροές του κάθε συλλέκτη.
Πρακτικά, όλοι μας τσιμπάμε το μικρόβιο και ξεκινάμε τη συλλογή μας με πολύ εκφραστικά, νεοκοσμίτικα κρασιά, τα οποία συνήθως σε δεύτερο χρόνο αντικαθιστούμε με πιο συντηρητικά κρασιά της γαλλικής ή της ιταλικής σχολής, ενώ κατά καιρούς τιθασεύουμε την περιέργειά μας με διάφορες οινικές, εξεζητημένες ανακαλύψεις, που συνήθως δεν κρατάνε πολύ χώρο–χρόνο στα ράφια μας. Ό,τι τρέλα, ό,τι οινική παλαβομάρα και να μας εντυπωσίασε στιγμιαία, κάποια στιγμή θα αναμετρηθεί με το ειδικό της βάρος και θα πάρει τον χώρο που της αντιστοιχεί στα ράφια μας και στο οινικό γίγνεσθαι γενικότερα. Αν εγώ θέλω να κάνω τον εξυπνάκια και να μεταλαμπαδεύσω στους φίλους μου τη φλόγα μου για τα κρασιά της Moselle, της Μολδαβίας, της Ουρουγουάης ή όποιου άλλου εξωτικού οινικού προορισμού μού έχει καρφωθεί στο μυαλό, αναπόφευκτα, αργά ή γρήγορα, θα καταλάβω τον λόγο που τα εν λόγω κρασιά κινούνται στη σφαίρα του ενδιαφέροντος. Τόσο απλά, έρχεται κάποια στιγμή που αφήνεις τις περιπέτειες και κατασταλάζεις σε πιο σταθερές αξίες, με ή χωρίς αστερόσκονη και αναγνωρισιμότητα.
Κλείνοντας, θα συμβούλευα όλους τους συλλέκτες να φροντίσουν, με την ίδια αγάπη που γεμίζουν τα ράφια τους, να εμπνεύσουν, να μυήσουν τους απογόνους τους στο κρασί. Με όση φροντίδα φτιάχνεται ένα κελάρι, με άλλο τόσο κυνισμό ξεπουλιέται. Καλή Χρονιά!









