Δοκιμάζω τα κρασιά της κάθετης του Τσαπουρνάκου από το Κτήμα Βογιατζή ακριβώς το πρωινό που ακολούθησε μετά από μια γευσιγνωσία από την περιοχή του Jura. Έναν εξωτικό, απομονωμένο –τουλάχιστον μέχρι πριν από 25 χρόνια–, σχεδόν βουκολικό οινικό παράδεισο στην καρδιά αυτού που αποκαλούμε «αγροτική Γαλλία».
Μια περιοχή που κατάφερε, ευτυχώς, να διατηρήσει ξεχασμένα και αντισυμβατικά στιλ κρασιών, παραδοσιακές τεχνικές και κρασιά που, είτε τα αντέχεις είτε όχι (πολλοί στη γευσιγνωσία δεν άντεξαν την «ιδέα» της οξείδωσης), παραμένουν πραγματικά «μαγικά», ένας ολόκληρος διαφορετικός κόσμος από αυτόν που γνωρίζουμε. Και αυτή είναι μία από τις τόσες συναρπαστικές ιστορίες του κρασιού που μοιάζουν βγαλμένες από παραμύθι. Χωρίς αμφιβολία, ο Τσαπουρνάκος είναι ακόμη μία από αυτές. Η ίδια η ετικέτα του το επιβεβαιώνει…
Δεν άκουσα ποτέ, δεν ξέρω καν αν κάποιος γνωρίζει με βεβαιότητα (θα ρωτήσω τον Γιάννη Βογιατζή από κοντά, ελπίζω, σε ένα ταξίδι μου στο Κτήμα) αν η ποικιλία ταξίδεψε σκοπίμως εκεί ή αν βρέθηκε τυχαία, ίσως και από λάθος, στην περιοχή. Το μόνο σίγουρο, όπως διαβάζω, είναι πως υπήρχε στο «παλιό αμπέλι του παππού Χαρίση» και έδινε ένα «παχύ και νόστιμο κρασί», που δεν μπορούσε να λείπει από το αμπέλι κανενός μερακλή αμπελουργού της περιοχής.
Αυτό που αργότερα θα αποδεικνυόταν ως Cabernet Franc υπάρχει για πολύ καιρό με το τοπικό του όνομα –ίσως ο “Τσαπουρνάκος” να είναι μια παράφραση της λέξης Cabernet– απόλυτα ενσωματωμένο στο τοπίο του ηπειρωτικού Βελβεντού. Έτσι, αναρωτιέμαι αν πρέπει στο μυαλό μας να το κατατάξουμε στις διεθνείς ή στις γηγενείς ποικιλίες. Τείνω ξεκάθαρα να αποφασίσω ότι δεν είναι μια ξένη ποικιλία, αλλά κομμάτι της τοπικής παράδοσης· μια παραδοσιακή ποικιλία, αγαπημένη, όπως φαίνεται από τους παλιούς μερακλήδες αμπελουργούς.
Κάπως έτσι δεν είναι τα πράγματα και με το περίφημο Μερκουρέικο, το Refosco δηλαδή, του Κτήματος Μερκούρη; Ποιος μπορεί, τόσα χρόνια μετά, να πει ότι δεν έχουν ενσωματωθεί πλήρως στις περιοχές τους και ότι δεν αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι τους; Μια μικρή επισήμανση για όλους εμάς που τρελαινόμαστε με την ιδέα και μόνο των γηγενών ποικιλιών.
Το δεδομένο είναι πως ο Τσαπουρνάκος είναι μια ποικιλία με εξαιρετικό δυναμικό στην περιοχή του Βελβεντού· με πλούσιο χρώμα, αρωματικό χαρακτήρα και εξαιρετική δομή που αντέχει στον χρόνο. Και το Κτήμα Βογιατζή αποτελεί τον «πρίγκιπα» αυτής της ιστορίας, αυτόν που του έδωσε το φιλί της μεταμόρφωσης και τον έκανε γνωστό πολύ πέρα από τα όρια του Βελβεντού. Η υπέροχη ετικέτα με τον βασιλιά-βάτραχο είναι ένα παιχνιδιάρικο, αλλά βαθιά αληθινό σχόλιο γι’ αυτή τη μεταμόρφωση: ο Τσαπουρνάκος εξελίχθηκε σε ένα εμβληματικό κρασί για το Κτήμα, ένα αναπόσπαστο στοιχείο της οινικής ταυτότητας του Βελβεντού.
Και η συγκεκριμένη κάθετη –ξεκινώντας από την πρώτη χρονιά παραγωγής του, το 2004– επιβεβαιώνει ότι πρόκειται για ένα κρασί με βάθος, ιστορία και συνέπεια· ένα κρασί που αξίζει τον χρόνο μας. Σκέφτομαι ότι στον Jura οι διαδικασίες είναι πρωτίστως ζήτημα χρόνου: τα περίφημα Vins Jaunes της περιοχής απαιτούν έξι χρόνια ωρίμανσης πριν από την εμφιάλωση, κάτι που απαιτεί απίστευτη υπομονή από τους παραγωγούς. Η υπομονή, η αφοσίωση και ο χρόνος είναι επίσης αυτά που με φέρνουν σήμερα απέναντι σε μια «μαγική» κάθετη που ξεκινάει 20 χρόνια πριν. Ένα κρασί πραγματικός «ευγενής» – ή πρίγκιπας, αν θέλετε καλύτερα – που άξιζε την αναμονή.
2004
Δεν ξέρω πόσο αντικειμενικά μπορείς να σταθείς απέναντι σε ένα κρασί 21 ετών, ιδίως όταν γνωρίζεις ότι πρόκειται για την πρώτη εμφιάλωση του Κτήματος. Διαβάζεις και τη φράση «Ο κύκλος των χαμένων ποικιλιών» πάνω από τη χρονιά και αναρωτιέσαι τι ακριβώς σε περιμένει. Η εμπειρία, όμως, είναι σχεδόν ανυψωτική. Ένα κρασί εκπληκτικά ζωντανό, αλάνθαστα Cabernet Franc στη μύτη, με καπνό, γήινα στοιχεία, ζωικές νότες, capsicum αλλά και φρούτο που επιμένει. Δεν μοιάζει 20 ετών – ή μάλλον μοιάζει, αλλά στην καλύτερη δυνατή εκδοχή που θα μπορούσες να ελπίζεις. Πραγματικά αναρωτιέμαι πόσα κρασιά εκεί έξω θα μπορούσαν να παλαιώσουν καλύτερα.
2010
Άλλη μία πυκνή, εκφραστική μύτη, όπου εξέλιξη και φρεσκάδα συνδυάζονται υποδειγματικά. Το βαρέλι είναι υπέροχα ενσωματωμένο, ενώ η φαινολική δομή στο στόμα και η παρουσία πυκνού φρούτου δείχνουν ότι το κρασί έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά του. Πραγματικά εντυπωσιακό· με ξεκάθαρη δύναμη και αρμονία στο στόμα, σαν όλα να έχουν «τοποθετηθεί» ακριβώς εκεί που πρέπει.
2011
Λίγο πιο προχωρημένη εξέλιξη από το 2010, αλλά πάντοτε πανέμορφο· με πιο καραμελωμένο φρούτο, πλάι σε ζωικές νότες και εκείνο το καπνιστό στοιχείο – δεν ξέρω αν προέρχεται από ορυκτότητα ή βαρέλι, αλλά λειτουργεί υπέροχα. Οι τανίνες είναι λίγο πιο στεγνές, ίσως πιο άγριες από του 2010, όμως η υφή παραμένει χαρακτηριστικά Cabernet.
2015
Πολύ πιο φυτικό, πιο «χορτώδες», και μετά κοιτάζω τα χαρακτηριστικά της χρονιάς: δροσερή χρονιά με βροχερό Σεπτέμβρη. Αυτό το φυτικό στοιχείο, όμως, είναι ακριβώς αυτό που προσωπικά αγαπώ στα αρώματα της ποικιλίας. Το στόμα είναι λίγο πιο άγριο, ίσως όχι τόσο ολοκληρωμένο, αλλά ανήκω σε εκείνους που λατρεύουν το ελαφρώς underipeness χαρακτηριστικό του Cabernet Franc. Ένα ακόμη υπέροχο κρασί στην κάθετη σειρά – ίσως όχι για όλους…
2019
Πολύ πιο νέο σε όλα του τα χαρακτηριστικά. Το φρούτο στη μύτη είναι εξαιρετικά πυκνό, το βαρέλι εμφανώς νεότερο, με εκείνη τη χαρακτηριστική γλύκα που ντύνει το φρούτο, ενώ η δομή του μοιάζει «ακούνητη» από τον χρόνο. Πολύ δυνατό και πυκνό στο στόμα, δείχνει να έχει όλο το δυναμικό για να μείνει στη φιάλη για πολλά χρόνια ακόμη. Διαφορετικά, αν το ανοίξετε τώρα, θέλει οπωσδήποτε δίπλα του πολλή πρωτεΐνη.
2023
Η χρονιά που κυκλοφορεί τώρα στην αγορά, παρά το νεαρό της ηλικίας της, δείχνει ήδη εντυπωσιακά ολοκληρωμένη. Συμπύκνωση, δύναμη και εξαιρετικό ποιοτικό δυναμικό. Αφού έχεις δοκιμάσει τις παλαιότερες χρονιές και την εξέλιξή τους, σου δημιουργείται η αίσθηση ότι την ανοίγεις πολύ νωρίς. Από την άλλη, τι άλλο να ζητήσεις; Συμπύκνωση φρούτου, δομή και ένα όμορφα ενσωματωμένο βαρέλι που δεν δείχνουν ποτέ υπερβολικά ή υπερεκχυλισμένα. Δύναμη, αλλά χωρίς υπερβολές στον χαρακτήρα.









