Ο μύθος του Amarone. Κρασιά που θεωρούνται παγκόσμια αριστουργήματα, προκαλώντας το μυαλό και το συναίσθημα με το βάθος, την πολυπλοκότητα και τις τρομακτικές τους δυνατότητες παλαίωσης
Τα κρασιά της οικογένειας εξάγονται σε κάθε πιθανή γωνιά του πλανήτη και πολύ συχνά πωλούνται σε τιμές με τρία και τέσσερα ψηφία. Μια οικογένεια που λειτουργεί με οδηγό την προσήλωση και τις αρχές του Giuseppe Quintarelli, ο οποίος έδειξε τον δρόμο, έθεσε τις βάσεις και δίδαξε οινοποιούς όπως ο Romano Dal Forno, πριν ακόμα ο τελευταίος ξεκινήσει το δικό του σπουδαίο οινοποιείο. Η μικρή ετήσια παραγωγή των 60.000 φιαλών, που προέρχεται από μόλις 120 στρέμματα ασβεστολιθικών και ηφαιστειακών αμπελώνων, είναι ικανή να κάνει τον πλανήτη να παραμιλάει. Ένα οινοποιείο-σύμβολο του παγκόσμιου αμπελώνα που τα κάνει όλα διαφορετικά, στη δημιουργική περιοχή όπου η επιστήμη συναντά την τέχνη, όπου η πειθαρχία συνομιλεί με την ελεύθερη έκφραση, εκεί που ο χρόνος απλώνεται ανεμπόδιστα, αφήνοντας πάνω στα μεταξένια κρασιά το μαγικό του αποτύπωμα. Μια πασίγνωστη οικογένεια του κρασιού που έχει τα πάντα – εκτός από website!
Η ιστορία των Quintarelli ξεκίνησε ταπεινά. Από τα τέλη του 19ου αιώνα ο Silvio Quintarelli και τα αδέλφια του είχαν αρχίσει να καλλιεργούν νοικιασμένους αμπελώνες στο χωριό Marano di Valpolicella, στην επαρχία της Verona, και να φτιάχνουν κρασί. Καθώς η γη δεν τους ανήκε, αντί ενοικίου πλήρωναν τους ιδιοκτήτες δίνοντας ένα ποσοστό της παραγωγής σταφυλιών. Όμως κάτι φαίνεται ότι έκαναν καλά. Ακόμα και πριν από τον Α ́ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα αδέλφια Quintarelli κατάφερναν να εξάγουν το κρασί τους στη Νέα Υόρκη, στέλνοντας 50λιτρα βαρέλια στην άλλη όχθη του Ατλαντικού.
Το 1924 η επιχείρηση –πλέον αποκλειστικά υπό τον Silvio και τη γυναίκα του– μεταφέρθηκε στο χωριό Negrar, δεκαπέντε χιλιόμετρα από το κέντρο της Verona. Τρία χρόνια αργότερα, το 1927, γεννιέται ο μικρός τους γιος, Giuseppe Quintarelli. Ο Giuseppe έζησε την εφηβεία του μέσα στον πόλεμο· ήταν 12 ετών όταν ξεκίνησε ο Β ́ Παγκόσμιος και 18 ετών όταν τελείωσε, το 1945. Μία δεκαετία αργότερα και πριν ακόμα κλείσει τα τριάντα, ο Giuseppe ανέλαβε τις τύχες του οινοποιείου, έχοντας ήδη εργαστεί στα οικογενειακά κτήματα από μικρό παιδί. Η πρόσφατη λήξη του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου είχε βρει την Ιταλία αδύναμη, φτωχή και εξαθλιωμένη. Σε μια τέτοια κοινωνική συνθήκη, η πλειονότητα των οινοπαραγωγών του Veneto έφτιαχναν μαζικό, φθηνό κρασί. Ο Giuseppe όμως, που παρεμπιπτόντως ήταν ο μικρότερος γιος της οικογένειας, είχε από νεαρός την τάση να δουλεύει τη γη γενναιόδωρα, να δίνει χρόνο και να μη βιάζεται.
Τη δουλειά του χαρακτήριζε η τέλεια ισορροπία μεταξύ παράδοσης και νεωτερισμών. Από τη μια καλλιεργούσε την τοπική Corvina σε πέργκολα, το παραδοσιακό βερονέζικο σύστημα διαμόρφωσης, χρησιμοποιούσε την οικονομικά ασύμφορη –λόγω αφυδάτωσης– μέθοδο ripasso για τη ζύμωση των ερυθρών κρασιών και ξέχναγε τα κρασιά μέσα σε μεγάλα σλοβένικα βαρέλια για χρόνια. Από την άλλη δεν δίστασε να εισαγάγει το Cabernet Sauvignon, το Cabernet Franc και το Merlot στον αμπελώνα, όπως και διάφορες ποικιλίες από άλλες περιοχές της Ιταλίας, ενώ ξεκίνησε να φτιάχνει και λευκό κρασί, κάτι εξαιρετικά ασυνήθιστο στην περιοχή μέχρι τότε.
Ο περιορισμός της παραγωγής, η επιμονή στη μη χρήση ζιζανιοκτόνων, τα πολλαπλά περάσματα και οι διαδοχικοί τρύγοι των σταφυλιών και ο άπλετος χρόνος ωρίμανσης έδωσαν στον παραγωγό το στίγμα και τον ρυθμό του. Κερασάκι στην τούρτα της φαντασίας και της δημιουργικότητας η ευγενής σήψη, στην οποία οφείλεται, μαζί με τη μακρά παλαίωση, η μοναδική πολυπλοκότητα των κρασιών. Ο Giuseppe άπλωνε τα σταφύλια στις απλωταριές μετά τον τρύγο και τα άφηνε εκεί για μήνες. Κάπου τον Νοέμβριο άρχιζε να αναπτύσσεται ευγενής σήψη μέχρι τον Ιανουάριο και ακολουθούσε η οινοποίηση σχεδόν πέντε μήνες μετά τον τρύγο (!): εκραγισμός, εικοσαήμερες εκχυλίσεις, σαρανταήμερες ζυμώσεις και οκτάχρονες ωριμάνσεις σε μεγάλα σλοβένικα δρύινα βαρέλια.
ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ
Αν κάποιος θέλει να αποδείξει την οινική ανωτερότητα των χαρμανιών σε σχέση με τα μονοποικιλιακά κρασιά, θα τον βοηθήσει πολύ η δουλειά των Quintarelli. Όλα τα κρασιά είναι χαρμάνια από διαφορετικές ποικιλίες· ακόμα και το Bianco Secco, το μοναδικό λευκό ξηρό κρασί του οινοποιείου –και επίσης το μοναδικό χαμηλόβαθμο–, είναι ένα κρεμώδες χαρμάνι από Garganega, Trebbiano, Sauvignon Blanc, Chardonnay και Saorin. Στα ερυθρά κρασιά, η περιοχή της Valpolicella είναι γνωστή για τη μέθοδο appassimento. Μετά τον τρύγο, ένα μέρος της παραγωγής απλώνεται σε καλαμωτές εντός στεγασμένων χώρων, ώστε να αφυδατωθούν. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, όπου η αφυδάτωση γίνεται συνήθως για την παραγωγή γλυκών κρασιών, εδώ τα σταφύλια αφυδατώνονται και για την παραγωγή ξηρών κρασιών.
Εκτός Quintarelli, μια τυπική Valpolicella δεν έχει καθόλου appassimento. Για τα κρασιά από μερικώς αφυδατωμένα σταφύλια (τα οποία αναμειγνύονται με μούστο από φρέσκο σταφύλι) υπάρχει ο όρος «Valpolicella Ripasso». Όμως δεν θα βρούμε τον όρο «Ripasso» σε καμία ετικέτα των Quintarelli, αφού όλα τα ερυθρά κρασιά έχουν μερικώς ή συνολικά προκύψει από appassimento. Ακόμα και για το εισαγωγικό Primofiore (ισόποσες ποσότητες Corvina, Corvinone, Cabernet Sauvignon και Cabernet Franc), το Cabernet Sauvignon έχει μερικώς αφυδατωθεί, παράγοντας ένα λιγότερο πυκνό και πιο ανθώδες κρασί.
Τα επόμενα τρία κρασιά τους (Valpolicella Classico Superiore, Rosso del Bepi, Amarone della Valpolicella Classico) συνήθως στηρίζονται στο εξής χαρακτηριστικό blend: 55% Corvina και Corvinone, 30% Rondinella και 15% Cabernet Sauvignon, Cabernet Franc, Nebbiolo, Croatina, Sangiovese. Η Valpolicella με 50% appassimento ωριμάζει για έξι χρόνια σε μεγάλα σλοβένικα βαρέλια, τη στιγμή που οι συνήθεις Valpolicella έχουν ένα ή δύο χρόνια ωρίμανση. Το μυθικό, μεταξένιο Amarone των 17% βαθμών αλκοόλ παράγεται μόνο σε εξαιρετικές χρονιές και παλαιώνει για οκτώ χρόνια σε βαρέλια – σε αντίθεση με τα τρία-τέσσερα χρόνια ενός τυπικού Amarone.
Τις χρονιές που το σταφύλι δεν φτάνει τα υψηλά επίπεδα που έχουν θέσει για το Amarone, το κρασί κυκλοφορεί ως Rosso del Bepi. Εξάλλου ο Guiseppe, ο επονομαζόμενος «Maestro del Veneto», ήταν γνωστός και με το προσωνύμιο «Bepi». Φυσικά δεν μπορούμε να παραλείψουμε το Alzero, ένα cult κρασί που βασίζεται στο κλασικό Bordeaux-blend (40% Cabernet Sauvignon, 40% Cabernet Franc, 20% Merlot), το οποίο όμως έχει Veronoποιηθεί, καθώς και γι’ αυτό χρησιμοποιείται η μέθοδος appassimento για 60-100 μέρες. Το κρασί ωριμάζει σε μικρότερα γαλλικά barriques, πριν συνεχίσει την παλαίωσή του σε μεγάλα σλοβένικα βαρέλια βελανιδιάς. Τα τρία επιδόρπια κρασιά του παραγωγού, Amabile del Cere, Recioto della Valpolicella Classico, «A Roberto» Recioto della Valpolicella Classico, προέρχονται εξ ολοκλήρου από αποξηραμένα σταφύλια, τα οποία όμως δεν ζυμώνονται πλήρως, ώστε να μείνει μια όμορφη και μεταξένια, γλυκιά γεύση.
Η επίσκεψη στον οίκο των Quintarelli αποτελεί ίσως την ύψιστη εμπειρία που έχουμε ποτέ ζήσει σε οινοποιείο ανεξαρτήτως χώρας, με τον μοναδικό Giampaolo να μας σερβίρει ευλαβικά και με αργές κινήσεις το κάθε κρασί, σε μια κατανυκτική εμπειρία που περισσότερο θύμιζε τελετή παρά γευσιγνωσία. Οι φιάλες με τις πανέμορφες, χειρόγραφες ετικέτες επικοινωνούν πολύ εύστοχα το χειροποίητο του όλου εγχειρήματος και ταξιδεύουν ακόμα και αυτές τον καταναλωτή σε άλλες εποχές και άλλους ρυθμούς.
Ο Giuseppe έφυγε από τη ζωή πλήρης ημερών τον Ιανουάριο του 2012, σε ηλικία 84 ετών, ενώ είχε ήδη αποσυρθεί κάποια χρόνια πριν λόγω προβλημάτων υγείας. Η ευθύνη του οινοποιείου από καιρό είχε περάσει στα χέρια της κόρης του Fiorenza Quintarelli (μία εκ των τεσσάρων θυγατέρων του) και του συζύγου της Giampaolo Grigoli μαζί με τα παιδιά τους Francesco και Lorenzo Grigoli. Οι τέσσερίς τους δηλώνουν με σαφήνεια ότι δεν θα μεγαλώσουν την παραγωγή, δεν θα αλλάξουν καμία επίπονη και χρονοβόρα διαδικασία χάριν ευκολιών και θα συνεχίσουν να μεταφέρουν τον πυρσό με την ίδια αγάπη, υπομονή και αφοσίωση, προς τέρψιν των απανταχού οινόφιλων, κρατώντας ζωντανή την κληρονομιά του «μύθου του Amarone». •