Ένα ταξίδι στις κινηματογραφικές ζωές των ιδρυτών των ιστορικών οινοποιείων της χώρας μας. Οι δύσκολες στιγμές, η άνοδος, η καταξίωση και η επιτυχία, αλλά κυρίως η διαδρομή που καταλήγει στο σήμερα και οι προκλήσεις που βρίσκονται μπροστά.
Θεόδωρος Μερκούρης
Στα μέσα του 19ου αιώνα, ένας νεαρός από τη Δίρβη, μικρό ορεινό χωριό της Ηλείας, αντιμετώπιζε προβλήματα. Οι συχνές δημόσιες δηλώσεις του κατά του βασιλιά Όθωνα τον είχαν καταστήσει persona non grata. Έφυγε λοιπόν για την Ιταλία, όπου εργάστηκε σε μεγάλα κτήματα και γνώρισε την ποικιλία Refosco, ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος κόκκινο σταφύλι το οποίο έδινε ένα πολύ σκούρο και ιδιαίτερα δημοφιλές εκείνη την εποχή κρασί. Πνεύμα ανήσυχο, με πολλές φιλοδοξίες, ο Θεόδωρος Μερκούρης –αυτός είναι ο νέος της ιστορίας μας– αποφάσισε να συνεχίσει το ταξίδι του. Μπάρκαρε για την Αίγυπτο. Στην Αλεξάνδρεια η ζωή άρχισε, επιτέλους, να του χαμογελά. Δραστηριοποιήθηκε στο εμπόριο βαμβακιού και, ικανός επιχειρηματίας καθώς ήταν, κέρδισε χρήματα και έγινε εξέχον μέλος της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Παρά την επιτυχία του, όμως, δεν μπορούσε να ησυχάσει. Ένιωθε νοσταλγία για τη γενέτειρά του. Πήρε την οικογένειά του (είχε αποκτήσει τέσσερα παιδιά) και επέστρεψαν στην Πελοπόννησο. Ήταν 1864. Πίσω στα πάτρια εδάφη, αγόρασε έκταση 600 στρεμμάτων στο Κορακοχώρι Ηλείας. Δεν ήταν κάμπος, αλλά τόπος δύσκολος, με βράχια και κατολισθήσεις. Με πολύ κόπο η οικογένεια κατάφερε να «εξημερώσει» αυτή τη γη και να δημιουργήσει το Κτήμα Μερκούρη, το οποίο για ένα μεγάλο διάστημα παρέμεινε προσανατολισμένο στην παραγωγή κορινθιακής σταφίδας – η μαυρομάτα, άλλωστε, εκείνη την εποχή ήταν το «χρυσάφι» της Πελοποννήσου. Επειδή όμως ο Θεόδωρος Μερκούρης ήταν και φίλος του κρασιού, και πάντα θυμόταν τα χρόνια που πέρασε στην Ιταλία, το 1870 παρήγγειλε μοσχεύματα Refosco και τα φύτεψε. Χωρίς να το ξέρει, έγραφε ιστορία: δημιούργησε τον πρώτο μονοποικιλιακό αμπελώνα στην οινική ιστορία της Ελλάδας.
Ευάγγελος Τσάνταλης
Ένας αιώνας συμπληρώνεται σε δύο χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και τη μέρα που ο Γεώργιος Τσάνταλης μαζί με τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά τους φόρτωσαν σ’ ένα κάρο που το έσερνε ένα βόδι τα λιγοστά τους υπάρχοντα και από το Σιδηροχώρι της Ανατολικής Θράκης, όπου ζούσαν, έφτασαν στις Σέρρες. Είχαν αφήσει πίσω τους το σπίτι τους και το αμπέλι που με τόση αγάπη καλλιεργούσαν· σύμφωνα με τους υπόλοιπους χωρικούς, ήταν το πιο περιποιημένο της περιοχής τους κι έβγαζε τα καλύτερα σταφύλια. Η οικογένεια δυσκολεύτηκε πολύ να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Πρόσφυγες και πάμφτωχοι καθώς ήταν, άρχισαν να δουλεύουν ως εργάτες στα χωράφια για να εξασφαλίζουν τα προς το ζην. Όμως ποτέ δεν σταμάτησαν να ελπίζουν σε ένα καλύτερο μέλλον. Και το 1938, με τις οικονομίες τους, άνοιξαν ένα μικρό οινοποιείο και έβγαλαν στην αγορά ούζο και κόκκινο κρασί. Η φήμη για την ποιότητά τους άρχισε να διαδίδεται από στόμα σε στόμα. Έμποροι από όλη την Ελλάδα έρχονταν στις Σέρρες για να τα προμηθευτούν. Ο «σπόρος» είχε φυτευτεί…
Από τα πέντε παιδιά του Γεωργίου Τσάνταλη, ο Ευάγγελος ήταν ο μικρότερος, αλλά και ο πιο δραστήριος. Μεγαλώνοντας, αισθάνθηκε να ασφυκτιά στις Σέρρες· η πόλη φάνταζε μικρή για τα μεγάλα σχέδιά του. Είχε πίστη στις δυνατότητές του και πολλές φιλοδοξίες. Έφυγε, λοιπόν, για τη Θεσσαλονίκη κι εκεί, το 1945, αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, άνοιξε ένα αποστακτήριο ούζου. Ήταν 32 ετών. Και στη δική του περίπτωση, η ξεχωριστή γεύση του προϊόντος που παρήγε οδήγησε σε κατακόρυφη αύξηση των πωλήσεων. Σύντομα, τα 300 τετραγωνικά της επιχείρησής του έγιναν 5.000. Το 1948, μπήκαν ουσιαστικά οι βάσεις της εταιρείας Τσάνταλη: δημιουργήθηκε το πρώτο οινοποιείο, της Νάουσας, το οποίο άρχισε να υποδέχεται τα ποιοτικά σταφύλια της περιοχής για να αναδείξει τα χαρακτηριστικά του Ξινόμαυρου, της ποικιλίας που παραδοσιακά καλλιεργείται στην περιοχή. Το 1971, η ατομική επιχείρηση του Ευάγγελου Τσάνταλη μετατράπηκε σε Ανώνυμη Εταιρεία με έδρα τον Άγιο Παύλο Χαλκιδικής. Σήμερα, η Τσάνταλης Οινοποιητική είναι ένας κολοσσός. Διαθέτει σχεδόν 2.500 στρέμματα αμπελώνων σε πέντε ζώνες της Βόρειας Ελλάδας, συνεργάζεται με περισσότερους από χίλιους αμπελουργούς, εφαρμόζει καινοτόμες πρακτικές, έχει μέση ετήσια παραγωγή περίπου 9 εκατ. φιάλες κρασιού και 1,8 εκατ. φιάλες αποσταγμάτων και πραγματοποιεί εξαγωγές σε 55 χώρες, έχοντας προχωρήσει σε στρατηγικές συμμαχίες με κορυφαίες εταιρείες σε όλο τον κόσμο. Στα πέντε υπερσύγχρονα οινοποιεία της εξακολουθούν να παράγονται εκλεκτής ποιότητας κρασιά, ούζο και τσίπουρο με το ίδιο μεράκι, με την ίδια μυστική συνταγή και, κυρίως, με σεβασμό στην πολύτιμη κληρονομιά της…
Στον Ευάγγελο Τσάνταλη χρωστάμε κάτι ακόμα: την αναβίωση ενός ιστορικού αμπελώνα. Το 1969, έκανε πεζοπορία με τα αγαπημένα σκυλιά του στο Άγιον Όρος όταν ξέσπασε δυνατή καταιγίδα. Αναζήτησε καταφύγιο στο Μετόχι της Χρωμίτσας, του Μοναστηριού του Αγίου Παντελεήμονα, που βρισκόταν εκεί κοντά. Όταν η βροχή σταμάτησε, βγήκε για μια βόλτα στην περιοχή. Μέσα στο πανέμορφο τοπίο διέκρινε μερικά εγκαταλελειμμένα κλήματα. Εκείνη τη μέρα, ο Ευάγγελος Τσάνταλης αποφάσισε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του ώστε αυτός ο αμπελώνας να αναστηθεί. Και το κατάφερε. Από τα αμπέλια της Χρωμίτσας προέκυψε ο Αγιορείτικος, ο πρώτος Τοπικός Οίνος για τα ελληνικά δεδομένα. Με ημίξηρη γεύση και φρέσκα αρώματα, είχε μεγάλη επιτυχία και παραμένει μία από τις πιο δημοφιλείς ετικέτες της εταιρείας.
Aνδρέας Καμπάς
Τι σας έρχεται στο μυαλό όταν ακούτε το όνομα Καμπάς; Πιθανότατα η διαφήμιση με τον πιτσιρικά που απαριθμούσε όσα έπρεπε να αγοράσει από τον μπακάλη: «Τυρί, ρύζι, καφέ, γάλα, Καμπά»… Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του ’80 όταν βγήκε στον αέρα κι έγινε αμέσως σλόγκαν. Βέβαια, ο δημιουργός της θρυλικής οινοποιίας, Ανδρέας Καμπάς, είχε πεθάνει ήδη από τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Και όμως, το brand name που είχε αφήσει πίσω του ήταν τόσο ισχυρό, που πολλοί θεωρούσαν ότι ζούσε ακόμα και κινούσε τα νήματα από το εργοστάσιο της Κάντζας… «Τόσο μεγάλο ήταν το αποτύπωμα που είχε αφήσει», λέει η Ρωξάνη Μάτσα, δισεγγονή του Αλέξανδρου Καμπά, αδελφού του Ανδρέα – η μοναδική απόγονός τους που ασχολείται σήμερα με το κρασί, συνεχίζοντας την οικογενειακή παράδοση. Το 1851, όταν ο Ανδρέας Καμπάς γεννήθηκε στην Αθήνα, η Ελλάδα προσπαθούσε να ξανασταθεί στα πόδια της έπειτα από 400 χρόνια τουρκικού ζυγού, με πόλεις και χωριά κατεστραμμένα και με εκατοντάδες χιλιάδες στρέμματα γης καμένα. Εκείνος με τον αδελφό του Αλέξανδρο είχαν στάβλους στο κέντρο της Αθήνας. Ταυτόχρονα, νοίκιαζαν εκτάσεις για να τις καλλιεργούν. Τότε στην Αττική υπήρχαν μόνο ελιές και σπαρτά. Οι δύο νεαροί είδαν ότι στην Κάντζα η γη ήταν εύφορη και τα αμπέλια απέδιδαν περισσότερο από το σιτάρι. Το 1875, λοιπόν, αγόρασαν ένα πρώην τσιφλίκι –μια τεράστια έκταση, που ξεκινούσε από τον Άη Γιάννη τον Κυνηγό στον Υμηττό και έφτανε μέχρι το Αστεροσκοπείο της Πεντέλης!– και άλλα 3.500 στρέμματα κοντά στα Σπάτα.
Σύντομα, όμως, συνειδητοποίησαν ότι είχαν διαφορετικούς στόχους. Ο Αλέξανδρος ήταν ασφαλιστής και δεν ήθελε να λοξοδρομήσει από τη στρωμένη καριέρα του. Ο Ανδρέας είχε μέσα του τη φωτιά της φιλοδοξίας. Καλλιέργησε τα αμπέλια, έφερε Γάλλο χημικό και γεωλόγο, είχε καλή παραγωγή. Και επειδή τα αποθέματα ήταν πολλά, άρχισε να τα αποστάζει και να φτιάχνει και κονιάκ. Το 1880, οι λιγοστοί κάτοικοι της Μεσογαίας είδαν με έκπληξη να καταφτάνει από το Μπορντό ένας τεράστιος αποστακτήρας Maresté. Δύο χρόνια αργότερα, οι εγκαταστάσεις είχαν ολοκληρωθεί και το πρώτο ελληνικό κονιάκ ωρίμαζε στα υπόγεια της Κάντζας. Η αποδοχή του ήταν τόσο ενθουσιώδης, που ο Καμπάς όχι μόνο αύξησε την παραγωγή, αλλά και άνοιξε στο πατρικό σπίτι του, στην οδό Φιλελλήνων, ένα πρατήριο για τα προϊόντα του. Το 1889, το κονιάκ του έκανε επίσημη είσοδο στη βασιλική αυλή και παρουσιάστηκε σε εκθέσεις στην Αθήνα και στο Παρίσι, σαρώνοντας τα μετάλλια. Ως σήμα κατατεθέν του οίκου Καμπά ο ιδρυτής του είχε επιλέξει έναν κόκκινο σταυρό, ο οποίος δέσποζε στην είσοδο του εργοστασίου. Ωστόσο, το 1929, όταν εκείνος δεν ζούσε πια, το ίδιο σήμα καθιερώθηκε ως παγκόσμιο σύμβολο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού και η εταιρεία το αντικατέστησε με ένα τριφύλλι. Το 1924, ο Ανδρέας Καμπάς έφυγε από τη ζωή, έχοντας πραγματοποιήσει σχεδόν όλα όσα είχε ονειρευτεί. Η επιχείρηση, χάνοντας τον ιθύνοντα νου της, μπήκε σε πορεία παρακμής και το 1932, έπειτα από την πτώχευσή της, ο έλεγχός της πέρασε στην Εθνική Τράπεζα. Πολύ αργότερα, το 1991, ο Όμιλος Μπουτάρη απέκτησε το 67% των μετοχών της. Σήμερα, ο Ανδρέας Καμπάς θεωρείται πάντα «ο πατριάρχης της Μεσογαίας». Όλοι συμφωνούν ότι χωρίς εκείνον η ιστορία του ελληνικού κρασιού δεν θα ήταν ίδια. Ήταν ο άνθρωπος που οδήγησε τη χώρα μας στην οινική ενηλικίωσή της.
Ιωάννης Μπουτάρης
Όπως συνήθως συμβαίνει στα success stories, εδώ όλα ξεκίνησαν από έναν άνθρωπο με ακόρεστη όρεξη για ζωή και δημιουργία: τον Ιωάννη Μπουτάρη. Η μοίρα τού επεφύλαξε βαριά χτυπήματα. Tο 1912 έχασε και τα τρία παιδιά του, από διφθερίτιδα και ευλογιά. Αν και ήταν εξήντα ετών, έβαλε σκοπό του να ξαναφτιάξει την οικογένειά του και την επόμενη χρονιά γεννήθηκε ο γιος του, Στέλιος.
Ο Ιωάννης Μπουτάρης καταγόταν από το Νυμφαίο Φλώρινας, από όπου έφυγε για να αναζητήσει την τύχη του στη Νάουσα. Εκεί δούλεψε με την αδελφή του, η οποία εμπορευόταν άλευρα. Όμως, ήθελε να αποκτήσει τη δική του δουλειά. Άνοιξε ένα οινοποιείο και ήταν από τους πρώτους που εμφιάλωσαν κόκκινο κρασί, το 1879. Οι ντόπιοι τον αγαπούσαν και τον σέβονταν. Όταν κάποτε έπεσε θύμα δολιοφθοράς –άγνωστοι μπήκαν στο οινοποιείο, άνοιξαν τα βαρέλια και όλο το κρασί χύθηκε στους δρόμους–, την επομένη όλοι οι παραγωγοί τού πρόσφεραν μέρος από το στοκ τους για να συνεχίσει να δουλεύει. Σύντομα η εταιρεία άνοιξε παράρτημα στη Θεσσαλονίκη. Τα προϊόντα της, εκλεκτά κρασιά και ούζο, άρχισαν να αποκτούν μεγάλη φήμη. Κυκλοφορούσαν, μάλιστα, με ετικέτες στα ελληνικά, στα τουρκικά και στα εβραϊκά – ας μην ξεχνάμε τον πολυεθνοτικό χαρακτήρα της πόλης στα χρόνια του Μεσοπολέμου. Ταυτόχρονα, έγιναν οι πρώτες εξαγωγές. Όταν ο Ιωάννης Μπουτάρης έφυγε από τη ζωή, τη σκυτάλη παρέλαβε για λίγο ο αδελφός της γυναίκας του, «ο θείος Κωστάκης», και το 1935, ο γιος του, ο 22χρονος Στέλιος, πήρε τα ηνία, δίνοντας με την ορμή της νιότης του νέα ώθηση στην επιχείρηση. Όνειρό του ήταν να κάνει την εταιρεία εθνική. Τον πρόλαβε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Στη Θεσσαλονίκη οι αλλαγές ήταν κοσμογονικές. Το εβραϊκό στοιχείο αφανίστηκε, η κοινωνική δομή της πόλης διαφοροποιήθηκε. Με τη λήξη του πολέμου, ξεκίνησε σταδιακά η ανάκαμψη. Ο Στέλιος Μπουτάρης, έχοντας στο πλευρό του πολύτιμη αρωγό τη σύζυγό του Φανή, επεξέτεινε τις δραστηριότητές του στην Αθήνα και στο εξωτερικό: Αυστρία, Αίγυπτο, Ιαπωνία. Άνοιξε και δεύτερο οινοποιείο στη Νάουσα. Στο μεταξύ, είχε αποκτήσει δύο γιους, τον Γιάννη και τον Κωνσταντίνο, που από τα μέσα της δεκαετίας του ’60 ανέλαβαν δράση δίπλα του.
Αρχική » ΟΙ ΠΡΩΤΟΠΟΡΟΙ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΟΙΝΟΥ
Εκείνα τα χρόνια, πατέρας και γιοι πήραν δύο σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον της επιχείρησης. Πρώτον, να εγκαταλείψουν την παραγωγή ούζου, αν και ήταν πολύ επικερδής. «Θέλαμε να επικεντρωθούμε στο κρασί», λένε. Και δεύτερον, να αναπτυχθούν παραγωγικά και πέραν της Νάουσας. «Δεν μπορείς να είσαι μεγάλος κρασάς αν δεν έχεις καλή γνώση όλων των περιοχών όπου παράγεται κρασί», εξηγούν. Ξεκίνησαν από τη Γουμένισσα, ο αμπελώνας της οποίας παρουσίαζε συρρίκνωση εξαιτίας νέων καλλιεργειών (ροδάκινα, μήλα). Ενθάρρυναν τους γεωργούς να φυτέψουν αμπέλια, Ξινόμαυρο και Νεγκόσκα. Βρήκαν μια έκταση στο Γιαννακοχώρι και τη μετέτρεψαν σε αμπελώνα. Ήταν επένδυση πρωτοποριακή για την εποχή της. Πολλοί μίλησαν για «τρέλα». Έτσι, όμως, στήθηκε ένας πρότυπος αμπελώνας με Ξινόμαυρο. Το 1967 χτίστηκε το οινοποιείο στη Στενήμαχο Νάουσας και το 1984 ένα ακόμα, στη Γουμένισσα. Το 1989 ξεκίνησε η λειτουργία του πολυβραβευμένου για την αρχιτεκτονική του οινοποιείου στη Σαντορίνη και αργότερα εκείνου στο Σκαλάνι, λίγο έξω από το Ηράκλειο – ένα κόσμημα στην αμπελουργική ζώνη Αρχάνες. Το 1991, με την αγορά της ιστορικής οινοποιίας Καμπά, ο Όμιλος Μπουτάρη επεξέτεινε την παρουσία του στη Μαντινεία, αλλά και στην Αττική, με το Κτήμα Μάτσα. Το 1995, ο Γιάννης και ο Κωνσταντίνος Μπουτάρης αποφάσισαν να ακολουθήσουν καθένας τον δρόμο του. Η εταιρεία χωρίστηκε στα δύο: στην Κυρ-Γιάννη (την οποία διευθύνει ο Στέλλιος, γιος του Γιάννη) και στην Μπουτάρη Οινοποιητική (ιδιοκτησίας του Κωνσταντίνου). Και οι δύο παράγουν εξαιρετικά κρασιά και έχουν σημαντική εξαγωγική δράση. Το αμπέλι, άλλωστε, είναι βαθιά ριζωμένο στη ζωή αυτής της οικογένειας.
Γουστάβος Κλάους
Πέτρινα κτίρια πνιγμένα στο πράσινο, εκπληκτική θέα στην Πάτρα από υψόμετρο 500μ., τεράστιες αποθήκες, στάβλοι κι ένα εντυπωσιακό κελάρι (όχι μόνο για τα ελληνικά, αλλά και για τα διεθνή δεδομένα) με ξυλόγλυπτα βαρέλια, αληθινά έργα τέχνης, που φέρουν τις υπογραφές διάσημων επισκεπτών του: του Παύλου Κουντουριώτη, του Ελευθέριου Βενιζέλου, του Γερμανού καγκελάριου Ότο φον Βίσμαρκ, του «πατέρα της πενικιλίνης» Αλεξάντερ Φλέμινγκ, της αυτοκράτειρας της Αυστρίας Σίσι, του Αριστοτέλη Ωνάση, του θρυλικού ηθοποιού Ομάρ Σαρίφ, της Μελίνας Μερκούρη και δεκάδων άλλων. Όλα αυτά στην παλαιότερη –και ακόμη εν λειτουργία– ελληνική οινοβιομηχανία: την Αχάια Κλάους, που ίδρυσε στα μέσα του 19ου αιώνα ο Βαυαρός Γουστάβος Κλάους. Οι εγκαταστάσεις της –μοιάζουν με καστροπολιτεία– στέκουν ακόμα επιβλητικές στους πρόποδες του Παναχαϊκού όρους.
Ο Κλάους έφτασε στην Πάτρα το 1854 ως στέλεχος μιας από τις μεγαλύτερες γερμανικές εταιρείες, της Fels & Co, που δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο της κορινθιακής σταφίδας. Στην κοσμοπολίτικη τότε πρωτεύουσα της Αχαΐας έμελλε να ερωτευτεί παράφορα και… διπλά: μια νεαρή καλλονή, τη Δάφνη, αλλά και το αχαϊκό τοπίο. Ο πρώτος έρωτας, δυστυχώς, δεν ευδοκίμησε. Η Πατρινή αρραβωνιαστικιά του αρρώστησε βαριά και έφυγε από τη ζωή πριν καν προλάβει να ντυθεί νύφη. Ο δεύτερος έρωτας τον οδήγησε στην αγορά, το 1859, μιας έκτασης 60 στρεμμάτων στην περιοχή Ριγανόκαμπος. Εκεί έχτισε τη θερινή κατοικία του, στην οποία φρόντισε να φυτέψει και αμπέλια. Την ονόμασε Gutland – αντιστροφή της γερμανικής λέξης «Landgut», που σημαίνει «κτήμα». Το 1861, όταν ο Κλάους είχε πλέον παντρευτεί τη Θωμαΐδα Καρβούνη (κόρη του υπασπιστή του Όθωνα) και είχαν αποκτήσει μία κόρη, την Αμαλία, η Gutland έγινε μόνιμη κατοικία της οικογένειας και ιδρύθηκε η Αχάια Κλάους. Το 1872 η εταιρεία του μετατράπηκε σε μετοχική και το 1873 εμφιαλώθηκε για πρώτη φορά η γλυκιά Μαυροδάφνη (μέχρι σήμερα παράγεται από κόκκινα σταφύλια, με την ίδια «μυστική» συνταγή). Οι ρομαντικοί θα πιστέψουν τη φήμη ότι το κρασί ονομάστηκε έτσι σε ανάμνηση της μαυρομάτας Δάφνης. Οι μη ρομαντικοί θα πουν ότι το όνομα παραπέμπει απλώς στο μαύρο χρώμα των σταφυλιών και στα αρώματά του – δάφνης, κυρίως, αλλά και δαμάσκηνου, σταφίδας, σύκου, καφέ, σοκολάτας, κανέλας και καρυδιού. Και οι δύο πλευρές θα συμφωνήσουν ότι πρόκειται για έναν από τους πιο εμβληματικούς ελληνικούς επιδόρπιους οίνους. Δεν γνωρίζουμε πολλά για τη ζωή του Γουστάβου Κλάους. Ξέρουμε όμως ότι διατηρούσε φιλική σχέση με τον Χαρίλαο Τρικούπη, τον οποίο συχνά επισκεπτόταν στην Αθήνα για να τον συμβουλεύσει για το σταφιδικό ζήτημα, και ότι, ως λάτρης των τεχνών και ειδικά της όπερας, υπήρξε ένας από τους χρηματοδότες του δημοτικού θεάτρου «Απόλλων» της Πάτρας. Ο ιδρυτής της Αχάια Κλάους πέθανε το 1908. Η οινοποιία του το 1920 πέρασε στα χέρια του κραταιού σταφιδεμπόρου Βλάση Αντωνόπουλου. Η Μαυροδάφνη εξακολουθεί μέχρι σήμερα να ωριμάζει στα κελάρια ενός Βαυαρού που αγάπησε την Πάτρα ίσως πιο πολύ κι από την πατρίδα του, κι όλα είναι πια ιστορία… g