Αφού πέρασε 15 χρόνια σε στούντιο ειδήσεων ασκώντας “σοβαρή δημοσιογραφία”…
Ο Όσκαρ Ουάιλντ είχε πει «να φοβάσαι τις γυναίκες που λένε την ηλικία τουςν». Η Μαρία Ναυπλιώτου, ωστόσο δεν έχει κανένα λόγο να κρύψει την ηλικία της αφού πνεύμα, ομορφιά και καταγωγή δημιουργούν ένα εκρηκτικό χαρμάνι, για να μιλήσουμε και με όρους κρασιού. Στο Villa Grigio, μιλήσαμε για κρασιά, ιστορίες από την Κρήτη αλλά και την εμμονή του Έλληνα με τα μπουζούκια.
To καλοκαιρινό μας τεύχος έχει ένα πολύ μεγάλο κομμάτι αφιερωμένο στην Κρήτη. Η καταγωγή σου είναι από εκεί. Πόσο κρητικιά είσαι;
Η Κρήτη έχει πολλή δύναμη. Και εγώ κουβαλάω πολλή Κρήτη μέσα μου, το άλλο μου μισό είναι από τις Κυκλάδες. Η μητέρα μου ήταν από ένα χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη. Δεν ξεχνώ τον παππού μου τον Νίκο να γυρνά το μεσημέρι από τα χωράφια, να βάζει μαζί με το φαγητό του τον μαρουβά –έτσι τον έλεγε νομίζω–, ένα κρασί άλλοτε θολό, άλλοτε πιο καθαρό, το οποίο όμως ήταν πάρα πολύ γευστικό. Το κρασί αυτό το έφτιαχναν στα σπίτια τους και δεν ήταν πολυτέλεια, αλλά καθημερινότητα, είδος πρώτης ανάγκης όπως είχαν και το ελαιόλαδο. Ήταν ένα ποτό που αφορούσε και τη θρέψη, έπινε ο παππούς μου ένα ποτηράκι μικρό με το φαγητό του για να πάρει δύναμη να συνεχίσει, ήταν απαραίτητο για τη ζωή τους. Ήταν όμως και συντροφιά το κρασί αυτό όταν μαζεύονταν όλοι μαζί για να πούνε τα τραγούδια τους και να διασκεδάσουν.
Ποια είναι η σχέση σου με το κρασί;
Το κρασί το λατρεύω. Ωστόσο κρατάω τη σχέση μας σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Πεθαίνω όμως για τις βραδιές που κάνω τον οινογνώστη βοηθώντας τους φίλους μου –τον Δημήτρη και την Ειρήνη που άνοιξαν αυτό το μαγαζί το Villa Grigio– να διαλέξουν το καλύτερο Merlot. Mου αρέσει να δοκιμάζω τα πάντα, αν και έχω καταλήξει στο ποια κρασιά μου αρέσουν περισσότερο. Από τα λευκά μου αρέσουν πολύ τα Saunignon Blanc, τα Ασύρτικα της Σαντορίνης ή το Βιδιανό από την Κρήτη. Από κόκκινα μου αρέσουν πολύ τα Μerlot και τώρα τελευταία έχω αρχίσει να ανακαλύπτω τα ροζέ. Πριν από δύο χρόνια είχα πάει στην Αβινιόν για να παρακολουθήσω το διάσημο φεστιβάλ θεάτρου που γίνεται εκεί. Πήγα με έναν καλό μου φίλο και σκηνοθέτη Γάλλο. ‘Ολοι οι Γάλλοι ξέρουν να πίνουν κρασί, είναι τρομερό. Με μύησε λοιπόν στο γαλλικό ροζέ, ένα πολύ φίνο κρασί και από τότε έχω εθιστεί …
Ακριβό ή φθηνό κρασί έχει διαφορά;
Κακά τα ψέματα. Όσο πίνει καλά κρασιά κάποιος καλομαθαίνει, παρόλο που είμαι ερασιτέχνης. Το καταλαβαίνεις αμέσως, από το πως σκάει στον ουρανίσκο σου. Όμως θέλω να σου πω ότι και στην Κρήτη, στο απλό αυτό κρασί που φτιάχνει ο καθένας σπίτι του, οι γεύσεις δένουν με τα προϊόντα του τόπου, τις μυρωδιές της φύσης. Εκεί, καμιά φορά δεν σηκώνει να ανοίξεις ένα ακριβό κρασί. Δεν είναι ωραίο. Δεν πάει με τη μυζήθρα, με τις ελιές.
Στήνεις σκηνικά για να ανοίξεις ένα καλό μπουκάλι κρασί;
Βεβαίως. Ένα σκηνικό είναι όταν, όπως σου είπα. ο φίλος μου ο Δημήτρης πρέπει να διαλέξει τα κρασιά του, τις ετικέτες. Αυτό είναι μία καταπληκτική στιγμή για μένα. Ως δήθεν τάχα μου ειδικός, παίρνω μέρος σε αυτές τις οινογνωσίες. Επίσης, λατρεύω να μαγειρεύω και να πίνω ένα ποτήρι κρασί την ώρα που μαγειρεύω. Είναι και αυτό ένα σκηνικό.
Μαγειρεύεις;
Ναι, μαγειρεύω πολύ και έχω αρχίσει να καταλαβαίνω και λίγα πράγματα από τη σχέση κρασιού και φαγητού. Πώς μπορεί να δένει αλλά και πώς μπορεί να κοντράρει μερικές φορές. Είναι κάποιες φορές που δεν κατεβαίνει. Αγαπώ επίσης πολύ κάποια σοβαρά περιοδικά που σου προτείνουν πάντα το κατάλληλο κρασί για τη συνταγή που φτιάχνεις.
Αγαπημένος καλοκαιρινός προορισμός;
Αγαπώ πολύ το Αιγαίο. Αγαπώ πολύ την ξεραΐλα, την αγριάδα και τη γαλήνη της θάλασσας. Αυτά τα τρομερά μπουρίνια που ξεσπούν και μετά, το ίδιο ξαφνικά, είσαι μόνο εσύ και ο θεός. Επίσης αγαπώ πολύ τη Γαλλία και την Ιταλία.
Ο Τάσος Μπουλμέτης στο προηγούμενο τεύχος μας μίλησε για τη βουλιμικότητα της ελληνικής κοινωνίας που καταβροχθίζει τα πάντα. Είχες τις προϋποθέσεις και ως πολύ καλή χορεύτρια και ηθοποιός να φύγεις. Γιατί δεν το έκανες;
Δεν μπορώ σε καμία περίπτωση να ζήσω εκτός Ελλάδας. Σίγουρα τα πράγματα είναι δύσκολα τώρα με την κρίση, αλλά πιστεύω ότι ακόμα χειρότερη περίοδος ήταν η δεκαετία του ’90. Τότε που όλοι καταβρόχθιζαν –όπως λέει ο Τάσος Μπουλμέτης– ασύστολα και χωρίς φειδώ τα πάντα, για μένα τότε ήταν η πλέον τραγική στιγμή της Ελληνικής κοινωνίας. Τότε που χωρίς καμία υποδομή, χωρίς καμία παιδεία και καλλιέργεια θεωρήσαμε ότι είμαστε κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είμαστε. Σαφώς, δεν εννοώ ότι αυτή την περίοδο της κρίσης που η ελληνική κοινωνία ευτελίζεται και εξευτελίζεται οικονομικά, και όχι μόνο, είναι εύκολη. Διάβαζα ότι καταργούνται οι θεατρολόγοι από τα σχολειά, σε λίγο θα καταργηθούν και οι γυμναστές – θα γίνουμε ένα κράτος φτωχών και απαίδευτων. Παρόλο τον τεράστιο πόνο των ανθρώπων όμως που έχουν φτάσει όχι στα όρια αλλά στην φτώχεια, κρύβεται μία ευκαιρία, αν την καταλάβουμε, να χαράξουμε έναν καινούργιο δρόμο. Δεν είμαι πολλή αισιόδοξη ότι θα το κάνουμε, λέω ότι υπάρχει εκεί η ευκαιρία.
Πού το βλέπεις αυτό το φως στο τούνελ στον δικό σου χώρο;
Να κάτι πολύ ελπιδοφόρο για μένα. Έκλεισαν τα μπουζούκια λόγω κρίσης και οι άνθρωποι έρχονται στο θέατρο. Αυτό είναι γεγονός και είναι απίστευτο ότι τα θέατρα είναι γεμάτα. Και δεν έχω τίποτα με τα μπουζούκια ή με το λαϊκό τραγούδι, όμως το να καταναλώνεται ένας λαός μόνο σε αυτό το πράγμα τον κάνει εμμονικό, μανιακό κάτι τρέχει. Δεν μπορεί να κάνεις μόνο ένα πράγμα. Δεν μπορούν μόνο τα μπουζούκια να γεμίζουν όλη την ανάγκη σου για ψυχαγωγία. Άσε που και κτιριακά τα μπουζούκια γίνονται τώρα θέατρα.
Σχέδια επαγγελματικά;
Τώρα θα κάνω μία ταινία που θα σκηνοθετήσει ο Θοδωρής Αθερίδης και το χειμώνα θα κάνω το Ημέρωμα της Στρίγγλας με τον Βασίλη Χαραλαμπόπουλο σε σκηνοθεσία Γιάννη Κακλέα.
Πώς είναι να κουβαλάς τον τίτλο της ομορφότερης Ελληνίδας;
Παλαιότερα με ενοχλούσε πολύ. Σκεφτόμουν, τόσο κόπο έκανα γιατί δεν λένε κάτι για την υποκριτική μου. Μετά ωστόσο άρχισα να σκέφτομαι ότι η ομορφιά δεν είναι μονοδιάστατη και μπορούν να βλέπουν και κάτι άλλο, όχι μόνο τα ωραία μάτια. Και αυτό αν το σκεφτείς δεν είναι καθόλου κακό. Επίσης, όσο μεγαλώνω λέω και ευχαριστώ όταν μου λένε ότι είμαι όμορφη. Έμαθα πια στα 47 μου χρόνια να λέω ευχαριστώ πολύ – εξάλλου για πόσο ακόμα θα μου το λένε… g