O Κωνσταντίνος Λαζαράκης Master of Wine , γεννήθηκε, μεγάλωσε και…
Αν αυτό το κείμενο ήταν ταινία του Netflix και το είχατε ξεχάσει ανοιχτό γιατί πιάσατε το τηλέφωνο και έβγαζε διαφήμιση, οι τρεις χαρακτηρισμοί στην κάτω αριστερή γωνία θα ήταν:
Dark * Dystopian * Slow Burn (ειδικά το τελευταίο, όπως έχετε καταλάβει, είναι η ειδικότητά μου).
«Αυτό αξίζει τουλάχιστον ένα άρθρο Taboo»!
Η ατάκα έπεσε από τον Νίκο Λουκάκη, κάποια στιγμή μέσα στο καλοκαίρι του 2020. Εκεί που ήταν το μάτι του κυκλώνα, αλλά που δεν είχαμε καταλάβει ακόμη ότι ήταν το μάτι του κυκλώνα. Βρισκόμαστε στην κατάμεστη αυλή του Noah, του καινούργιου μαγαζιού του Νίκου (και εδώ δηλώνω τοποθέτηση προϊόντος). Γύρω μας, υπέροχος κόσμος, μουσικάρες, μια διάθεση που θα ανέβαζε και τον Καβάφη, αλλά… ελάχιστες φιάλες κρασί στο όλο σκηνικό… Ο Νίκος το είπε πολύ εύστοχα και με λίγες λέξεις, όπως πάντα: «Το κρασί κάπου έχασε τη χαρά». Εγώ θα το έλεγα με αρκετές παραπάνω λέξεις, όπως πάντα.
Φανταστείτε μια παρέα από άτομα 25 έως 40 ετών. Βρίσκονται σε έναν κήπο, σε ένα τεράστιο σαλόνι, σε μια παραλία. Η μουσική βαράει αλύπητα, κάθε πρόσωπο κοσμείται με ένα τεράστιο χαμόγελο, ο κόσμος χορεύει, μιλάει, φλερτάρει, τραγουδά. Η ερώτηση-κλειδί είναι: Στα ποτήρια που κρατούν τι ποτό υπάρχει; Είμαι σχεδόν σίγουρος πως η απάντηση «κρασί» δεν θα ήταν υψηλά στα charts. Tο κοκτέιλ ναι. Η μπίρα ναι. Ίσως ακόμη και ο καφές. Από τα κρασιά, η σαμπάνια και τα αφρώδη μάλλον ναι. Ίσως και κανένα ροζέ. Αλλά, γενικά, το κρασί θα δυσκολευόταν να φιγουράρει στο συγκεκριμένο περιβάλλον. Ας κρατήσουμε, όμως, το κρασί για λίγο και ας πάμε διαφορετικά. Κλείστε τα μάτια και φανταστείτε ένα μέρος γεμάτο κρασί. Πώς είναι αυτό το μέρος; Πώς είναι τα άτομα που το καταναλώνουν; Σαφέστατα δεν είναι η μόνη επιλογή, αλλά το σύνολο «μεσήλικες++ σε εστιατόριο με λινό τραπεζομάντιλο και τη σάλτσα του κρέατος να τη σερβίρει ο σερβιτόρος από σαλτσιέρα» θα εμφανιζόταν ψηλά στις επιλογές.
Μπορεί ο συλλογισμός να είναι μαζί μου από το 2000 τουλάχιστον, αλλά η συγγραφή αυτού του άρθρου ξεκίνησε από την κουβέντα μου με τον Νίκο και ίσως έχει νόημα να επιστρέψω σε αυτόν και στην πορεία του. Ο Νίκος Λουκάκης είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ανθρώπους στον χώρο της ελληνικής οινοχοΐας, αν όχι του ελληνικού κρασιού. Δεν είναι το ότι βρέθηκε να είναι ένας από τους πρώτους sommeliers στη χώρα μας ή το ότι βοήθησε και βοηθά την Πανελλήνια Ένωση Οινοχόων τα μάλα και άλλα πολλά. Είναι το ότι μέσα στην πορεία του ποτέ δεν απομακρύνθηκε από τη σάλα – από το σημείο όπου ο κόσμος πάει για να φάει, να πιει και να περάσει όμορφα. Για την πορεία του Νίκου, εντελώς τυχαία, μίλησε σε αυτό το τεύχος και ο τιτανοτεράστιος Λευτέρης Λαζάρου. Μόνο και μόνο οι κουβέντες του Λευτέρη για τον Νίκο βάζουν το στίγμα εκεί που πρέπει.
Ο Νίκος, εδώ και τρεις δεκαετίες, έχει περάσει από πολλά εγχειρήματα του χώρου εστίασης, άλλες φορές ως στέλεχος, άλλες ως ιδιοκτήτης. Κάθε προσπάθεια είχε τον δικό της χαρακτήρα, αλλά ο ισοκράτης ήταν το κρασί, που βρισκόταν πάντα front and centre, που λένε και στα θέατρα. Όλες αυτές οι προσπάθειες είχαν επιτυχία, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Όμως, η με διαφορά μεγαλύτερή του επιτυχία ήρθε όταν έβαλε τους οινικούς του συναισθηματισμούς στην άκρη, δεν έβγαλε το κρασί στον εξώστη, αλλά σίγουρα το έβαλε στο επάνω θεωρείο και είπε «πάμε να κάνουμε ένα μαγαζί να περνάει ο κόσμος καλά». Όταν πήγα για πρώτη φορά στο Noah και περίμενα στη σειρά να μπω μαζί με άλλα πενήντα άτομα, ένιωσα αυτό που κάποιοι λένε χαρμολύπη. Μεγάλο επίτευγμα για τον Νίκο, τεράστια ήττα για το κρασί. Βέβαια, δεν πρέπει να ξεχάσουμε την επανάσταση των wine bars. Για κάποιους είναι μόδα, για μένα είναι κίνημα που φέρνει το ποιοτικό εμφιαλωμένο κρασί κοντά σε κόσμο που αλλιώς δύσκολα θα το πλησίαζε. Έχω μιλήσει και από αυτές τις σελίδες για το πώς τα wine bars κατάφεραν πλήγμα στη «δικτατορία των 750 ml», και θα πρέπει κάθε Έλληνας που βάζει ψωμί σπίτι του από το κρασί να πίνει κάθε μέρα στην υγεία των ανθρώπων πίσω από αυτά. Έφεραν τα wine bars τον νέο κόσμο κοντά στο κρασί; Σαφέστατα. Έδωσαν ένα σημαντικότατο σημείο πώλησης σε όλους τους οινοπαραγωγούς, από τον πιο γνωστό μέχρι τον μικρότερο; Δεν μπορεί να το αρνηθεί κανείς έχων σώας τας φρένας. Έδωσαν στη γενική εικόνα του κρασιού μια νότα φρεσκάδας και νιότης που ομολογουμένως τη χρειαζόταν; Και ο Πάπας είναι καθολικός. Όμως, έφεραν τη χαρά στο κρασί; Εκεί δεν ξέρω. Φυσικά και υπάρχουν wine bars που είναι η επιτομή του «περνάω καλά», όπως και να ορίζεται αυτό. Δεν ξέρω όμως αν αυτές οι περιπτώσεις είναι οι εξαιρέσεις. Για μένα τα wine bars στο μεγαλύτερο ποσοστό τους λειτουργούν ως «το Τρίτο Μέρος όταν πια δεν θέλουμε άλλο καφεΐνη». Κάτι που το έχουμε ανάγκη, αλλά ίσως λίγο εκτός του θέματος σε αυτό το άρθρο.
Ακόμα και η Τόνια, η σύντροφός μου για πάνω από τρεις (sic) δεκαετίες, μου είχε πει τον περασμένο Δεκέμβρη, δηλαδή πριν από την Covid-19: «Τι καλά που θα ήταν αν κάναμε λιγότερα επτάωρα δείπνα των δεκαπέντε πιάτων και ρίχναμε και κανένα γλέντι πού και πού». Με άλλα λόγια, το κορίτσι μου με κέρασε ένα «όχι πια γκουρμέ, μόνο χαρά». Μα για καθίστε μια στιγμή. Το κρασί δεν ήταν μέρος τρελών γλεντιών σε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια, σε υπέροχες ταβέρνες, σε αυθεντικά ρεμπετάδικα, σε επικές φοιτητικές μαζώξεις; Ναι, ήταν. Αλλά σε μορφές που οι πιο πολλοί νεο-οινολάτρες αποτάσσονται ως τον Σατανά: ρετσίνες σε μπουκάλια μπίρας, χύμα κρασί από καρτούτσο και μουσταρδοπότηρα απ’ άκρη σ’ άκρη του τραπεζιού. Λες και όλη η μεταστροφή που έχει γίνει γύρω από το κρασί εδώ και τρεις δεκαετίες μάς έδωσε λόγους να ενθουσιαστούμε από αυτό, αλλά μας πήρε τη χαρά…
Μήπως αυτό έχει να κάνει με το τι είναι πια το κρασί σε ένα εστιατόριο; Μήπως έχει να κάνει με το πώς εμείς οι κολλημένοι με το κρασί προωθούμε αυτό στους μη κολλημένους;
Με το πρώτο ερώτημα θα ασχοληθούμε στο επόμενο Taboo. Με το δεύτερο στο τρίτο μέρος. Είπαμε, Slow Burn! g