Oινογράφος, γευσιγνώστης, απόφοιτος αρχικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στη…
Το εξωτικό, αυθεντικό και επιβλητικής ομορφιάς νοτιοανατολικό άκρο της Πελοποννήσου, που όλοι γνωρίζουμε με την ονομασία Λακωνία, είναι πασίγνωστο στους επισκέπτες του για τη Σπάρτη, τον Μυστρά, τα Σπήλαια Διρού, τη Μονεμβάσια, το Γύθειο και την Ελαφόνησο. Η Λακωνία είναι επίσης ονομαστή για τα ψηλά βουνά της Ταΰγετο και Πάρνωνα, τον ποταμό Ευρώτα, αλλά και τις προσωπικότητες που γεννήθηκαν και έζησαν εδώ από τα αρχαία χρόνια μέχρι τις μέρες μας. Ο νομοθέτης της Σπάρτης Λυκούργος, ο βασιλιάς της Λεωνίδας, ο στρατηγός Παυσανίας, η γνωστή οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων, αλλά και οι πιο σύγχρονοι Κωνσταντίνος Δαβάκης, Γιάννης Ρίτσος, Νικηφόρος Βρεττάκος, Σταύρος Νιάρχος, Τζαννής Τζαννετάκης και άλλοι.
Η Λακωνία κάποτε υπήρξε η μεγαλύτερη και σημαντικότερη παραγωγός κρασιού της Πελοποννήσου, με τον φημισμένο Μαλβαζία Οίνο να εξάγεται στα σημαντικότερα κέντρα της βενετικής αυτοκρατορίας. Η οθωμανική κυριαρχία και αργότερα η φυλλοξήρα συνέβαλαν καθοριστικά στη βίαιη συρρίκνωση των αμπελώνων και μοιραία στην παρακμή του κρασιού της Λακωνίας. Έκτοτε, απέραντες εκτάσεις με λιόδεντρα αλλά και πορτοκαλεώνες κυριάρχησαν στην περιοχή ως οι βασικές καλλιέργειες, με την ελάχιστη παραγωγή κρασιού μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1980 να κινείται ανάμεσα σε ερασιτεχνικό και ημι-επαγγελματικό επίπεδο.
Το κρασί της Λακωνίας, με σύγχρονη Σταχτοπούτα τη λευκή Κυδωνίτσα, αλλά και –ίσως σπουδαιότερη– την επίσης λευκή ποικιλία Μονεμβασιά, μπήκε τα τελευταία χρόνια δυναμικά στις οινικές ζωές μας χάρη στην εξαιρετική δουλειά τριών οικογενειών. Οι οικογένειες Τσιμπίδη, Θεοδωρακάκου και Βατίστα επανατοποθέτησαν τη Λακωνία στον οινικό χάρτη με την περίπου τριαντάχρονη εργασία τους, ενώ τα κρασιά τους έχουν κινήσει το ενδιαφέρον ολόκληρου του οινόφιλου κοινού για την περιοχή, τις ποικιλίες της, τις παραγωγικές μεθόδους, αλλά και την ιστορία της.
Πρέπει να τονιστεί ότι η ποικιλία Μονεμβασιά δεν έχει καμία γενετική σχέση με την ποικιλία Malvasia –η χρήση του ονόματος της τελευταίας μπερδεύει, καθώς η λέξη «Malvasia» είναι η ιταλική απόδοση της Μονεμβασιάς– ούτε με κάποια από τις παραλλαγές της (di Candia Aromatica, Bianca, Negra κ.λπ.). Η ποικιλία Μονεμβασιά είναι ποικιλία δομής, λιγότερο αρωματική και κατάγεται από τη Λακωνία, ενώ καλλιεργείται μόνο εδώ και –παραδόξως ακόμα πιο εκτεταμένα– στην Πάρο. Εκτός από τις δύο λευκές σταρ Κυδωνίτσα και Μονεμβασιά, στη Λακωνία καλλιεργούνται οι επίσης λευκές Πετρουλιανός, Ασύρτικο και Ασπρούδες, όπως και οι ερυθρές Μαυρούδι, Αγιωργίτικο, Μανδηλαριά και Θράψα. Σε κάθε περίπτωση, η Λακωνία φαίνεται ότι είναι μια κατά βάση λευκή οινοχώρα.
Θέλοντας να ανακαλύψω τη Λακωνία και τα σύγχρονα κρασιά της, επισκέφθηκα την οικογένεια Τσιμπίδη–Οινοποιητική Μονεμβασιάς στις Βελιές Μονεμβασιάς και το Κτήμα Θεοδωρακάκου, περίπου στο μέσον της διαδρομής Σπάρτης–Γυθείου.
Οινοποιητική Μονεμβασιάς Τσιμπίδη
Έχω καταλήξει να πιστεύω ότι, πέρα από τη φύση, τις καλλιεργητικές μεθόδους, τα εδάφη και τον καιρό, ο πιο νευραλγικός παράγοντας του terroir που καθορίζει το οινικό αποτύπωμα ενός παραγωγού είναι η ίδια η συμβολή του ανθρώπου. Βλέπει κανείς οινικές περιοχές στις οποίες καλλιεργούνται τα ίδια σταφύλια, περίπου στις ίδιες κλιματικές συνθήκες, με πρόσβαση στην ίδια τεχνογνωσία από διαφορετικούς παραγωγούς, με εντελώς διαφορετικά αποτελέσματα μεταξύ τους. Θεωρώ ότι οι μεγαλύτερες αρετές ενός οινοποιού είναι η επιθυμία του για πρόσβαση στη γνώση, η ευελιξία, η δυνατότητα να αφουγκράζεται την τέχνη του, να ασκεί κριτική στον εαυτό του, να επαναπροσδιορίζει τους στόχους του. Γευματίζοντας και γνωρίζοντας ολόκληρη την οικογένεια Τσιμπίδη στο λιμάνι της Μονεμβασιάς ένα βράδυ του Αυγούστου, συνειδητοποίησα ότι εκείνοι έχουν όλα τα παραπάνω στοιχεία και επιπλέον μια υποδειγματική μεταξύ τους σχέση, η οποία διαποτίζεται από σεβασμό, επίγνωση, χαλαρότητα και φανταστικό χιούμορ.
Ο Γιώργος Τσιμπίδης και η σύζυγός του Έλλη Τσιμπίδη δεν είχαν καμία σχέση με το κρασί. Ο πρώτος, γέννημα-θρέμμα της Μονεμβασιάς, μεγαλωμένος στην όμορφη καστροπολιτεία και με σπουδές Φυσικής στην Αθήνα, όταν επέστρεψε στον τόπο του, απασχολήθηκε ως επιχειρηματίας εστίασης και διασκέδασης. Αλλά αυτό είχε ημερομηνία λήξης. Στη συζήτησή μας επανέλαβε πολλές φορές την λέξη «αποτύπωμα». «Και τι αποτύπωμα θα αφήσουμε εμείς στο πέρασμά μας;» Με αυτή την παρόρμηση, αλλά και με την αίσθηση του χρέους προς τον τόπο του, ονειρεύτηκε την αναβίωση του μεσαιωνικού οίνου Μονεμβασιά-Malvasia, μέσα από έναν μακρόχρονο γραφειοκρατικό και ακαδημαϊκό αγώνα. Και επειδή το κρασί δεν θα μπορούσε απλώς να υπάρχει στα χαρτιά, ξεκίνησε να φυτεύει αμπέλια, να παράγει κρασί, να στήνει ένα κανονικό οινοποιείο από το μηδέν. Η σύζυγός του Έλλη Τσιμπίδη, με καταγωγή από την Άρτα, μέχρι το 2005 εργαζόταν ως δασκάλα και κατόπιν αφοσιώθηκε στο οινοποιείο.
Το όραμα του Γιώργου έγινε και όραμα της Έλλης. Πούλησαν τα πάντα, ώστε να αποκτήσουν τα απαραίτητα εφόδια για την οινοποίηση. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, δεν είχαν άλλη επιλογή πέραν του να πετύχουν. Βρέθηκαν στα μέσα του πελάγους και έπρεπε να περάσουν στην απέναντι στεριά. Το ζεύγος Τσιμπίδη όμως, ακόμα περισσότερο και από την ανάδειξη του ΠΟΠ Μονεμβασιά-Malvasia, πρέπει να είναι περήφανο για τις τρεις κόρες του. Έχουν τόσο λεπτή αίσθηση του χιούμορ, αλλά και τέτοια διεισδυτικότητα, που η συζήτηση μαζί τους ρέει σαν γάργαρο νεράκι. Η μεγαλύτερη κόρη, Μαριαλένα Τσιμπίδη, είναι τελειόφοιτη στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η Αναστασία Τσιμπίδη, πτυχιούχος Χημείας, μπήκε στην ομάδα πρόσφατα. Αμφότερες είναι ενεργές στο οινολογικό και στην επικοινωνία του οινοποιείου. Μαζί μας είναι και η δεκαεξάχρονη Άρτεμις Τσιμπίδη, με ρευστά ακόμα σχέδια για το μέλλον. Ο μόλις 26 χρόνων οινολόγος Ανδρέας Ανδρεσάκης έχει ήδη αποκτήσει σημαντική εμπειρία οινοποιώντας τα κρασιά τα τελευταία χρόνια και συμπληρώνει ιδανικά την ομάδα του οινοποιείου.
Ξεκινήσαμε την επόμενη ημέρα το πρωί μαζί με τον Γιώργο Τσιμπίδη να επισκεφτούμε τα αμπέλια της οικογένειας, τα οποία βρίσκονται σε δύο περιοχές:
- Γύρω από το χωριό Βελιές, με 140 στρέμματα ιδιόκτητων και 100 στρέμματα συμβεβλημένων αμπελώνων. Εκεί καλλιεργούνται οι ποικιλίες Μονεμβασιά, Κυδωνίτσα, Ασύρτικο, Ασπρούδι και Λημνιώνα.
- Στον Άγιο Δημήτριο, με 120 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων. Εκεί καλλιεργούνται οι ποικιλίες Μονεμβασιά, Κυδωνίτσα, Ασύρτικο και Ασπρούδι.
Πέραν των παραπάνω, αγοράζονται σταφύλια των ερυθρών ποικιλιών Αγιωργίτικο και Μαυρούδι, πάντα από αυτή την περιοχή.
Το κλίμα είναι καθαρά μεσογειακό, με θερμές και ξηρές καλλιεργητικές περιόδους. Η έλλειψη νερού είναι ένα υπαρκτό πρόβλημα, καθώς το πότισμα σε μια τόσο ζεστή περιοχή είναι απαραίτητο. Επόμενος στόχος της οικογένειας είναι η συλλογή του βρόχινου νερού του χειμώνα και η αξιοποίησή του. Αξιοποιώντας την παραπάνω πρώτη ύλη, το οινοποιείο παράγει 250.000 φιάλες ετησίως στο οινοποιείο-γκαράζ που τους φιλοξενεί από το 1997. Η μετακόμιση στο ευρύχωρο και εργονομικό νέο τους οινοποιείο έχει ήδη ξεκινήσει.
ΠΟΠ Μονεμβασιά-Malvasia
Πέντε αιώνες μεσολάβησαν από την παρακμή και την εξαφάνιση του μεσαιωνικού θρυλικού Μονεμβασιά-Malvasia μέχρι τη σύγχρονη επανακυκλοφορία του. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια ιστορική στιγμή. Τα δεκατέσσερα χρόνια που μεσολάβησαν από τη σύλληψη της ιδέας μέχρι την τελική υπογραφή του νομοσχεδίου έχουν παραλληλιστεί από τον Γιώργο Τσιμπίδη με μια δύσκολη παρτίδα σκάκι, η οποία τελικά κερδήθηκε. Η σκακιέρα έχει πολύ όμορφα αποτυπωθεί στην ετικέτα της φιάλης, με τα γεωμετρικά παράθυρα να αναδεικνύουν το γοητευτικό, κεχριμπαρένιο χρώμα του κρασιού. Ήταν ένα μακρύ και δύσκολο ταξίδι. Έπρεπε να στοιχειοθετηθεί ο φάκελος με ιστορικά στοιχεία, τέσσερα διεθνή συνέδρια, να γίνουν πειραματικές οινοποιήσεις (2005 έως 2008) με σταφύλια που ο Τσιμπίδης φύτεψε όπως-όπως για να προχωρήσει η έρευνα, να οριστικοποιηθεί το πρωτόκολλο οινοποίησης του πρότυπου οίνου, οι ποικιλίες και η αναλογία τους. Και τέλος, να υποβληθεί ο φάκελος-αίτημα αναγνώρισης της ΠΟΠ Μονεμβασιά-Malvasia και να εγκριθεί δεκαεπτά μήνες αργότερα, τον Ιούλιο του 2010.
Όπως μου ανέφερε ο Τσιμπίδης, «εμείς ήμασταν απλοί στρατιώτες, η στρατηγός της προσπάθειας ήταν η Δρ. Σταυρούλα Κουράκου. Η δική της επιρροή και βαθιά γνώση της ιστορίας υπήρξε καθοριστική στη στοιχειοθέτηση του φακέλου». Δύο μήνες μετά την έγκριση του ΠΟΠ, τρυγήθηκαν τα σταφύλια για την πρώτη εσοδεία του κρασιού και το 2013, μετά από δύο χρόνια παλαίωσης στο βαρέλι, το κρασί εμφιαλώθηκε οριστικά. Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια από την ίδρυση του οινοποιείου, η πρώτη φιάλη ΠΟΠ Μονεμβασιά-Malvasia βρισκόταν στα χέρια της οικογένειας, αλλά και των απανταχού οινόφιλων. Το κρασί-θρύλος του Μεσαίωνα ζωντάνεψε και πάλι!
Για την παραγωγή του κρασιού, τα σταφύλια (60% Μονεμβασιά, 13,3% Κυδωνίτσα, 13,3% Ασύρτικο, 13,3% Ασπρούδι) τρυγιούνται ελαφρώς όψιμα και στη συνέχεια λιάζονται για δέκα έως δώδεκα μέρες με δύο τρόπους. Ο ένας είναι απλώνοντάς τα στο έδαφος, πάνω σε μια βάση από άχυρο και δίχτυ (ελαιόπανο). Η άλλη μέθοδος, που επίσης εφαρμόζεται παράλληλα, είναι το λιάσιμο σε λιάστρες. Οι λιάστρες είναι κατασκευές καθεμιά από τις οποίες αποτελείται από οκτώ πλαίσια με συρμάτινο δίχτυ, όπου απλώνονται τα σταφύλια και παραμένουν στο αμπέλι ώστε να τα βλέπει ο ήλιος. Ενίοτε τα πλαίσια αλλάζουν θέση (πάνω/κάτω), ώστε ο ήλιος να λιάσει ομοιόμορφα όλα τα σταφύλια. Στη συνέχεια τα σταφύλια οδηγούνται στον σπαστήρα και το κρασί ζυμώνεται μέχρι τους 13 βαθμούς αλκοόλ, με τη γλύκα να προκύπτει από τα υπολειμματικά σάκχαρα του κρασιού. Ακολουθεί οξειδωτική παλαίωση δύο ετών σε παλιά δρύινα βαρέλια.
Κρασιά
Είχα τη μεγάλη χαρά να δοκιμάσω δέκα εξαιρετικά κρασιά, μαζί με τη Μαριαλένα και την Αναστασία Τσιμπίδη. Τα τέσσερα λευκά μονοποικιλιακά (Ασπρούδι, Μονεμβασιά, Κυδωνίτσα και Ασύρτικο) μαζί με τα δύο χαρμάνια (ΆκραΜινώα και 300 Λευκός) αποτελούν την αιχμή του δόρατος του παραγωγού. Το Ασπρούδι είναι πολύ εκφραστικό, με ώριμα εσπεριδοειδή και αρώματα ροδάκινου, αλλά και μια χαρακτηριστική αλατότητα. Η φανταστική Μονεμβασιά, με αρώματα ώριμων φρούτων, γλυκού κουταλιού και ζυμών, αλλά και χαρακτηριστική πληθωρικότητα και πλούτο στο στόμα, εντυπωσιάζει με τις γαστρονομικές προοπτικές της. Η ορυκτή Κυδωνίτσα και το λεμονάτο Ασύρτικο, αμφότερα με έναν γοητευτικό τανικό χαρακτήρα, κινούνται σε πιο αυστηρά στιλιστικά μονοπάτια, αναζητώντας φρέσκα πελαγίσια ψάρια ή την παλαίωση για τουλάχιστον τρία έτη. Την παράσταση των ερυθρών κλέβει ο Μονεμβάσιος, ένα χαρμάνι (90% Αγιωργίτικο και 10% Μαυρούδι) από τη σοδειά του 2013, με ωρίμανση δώδεκα μηνών σε δρύινα βαρέλια. Κόκκινα φρούτα, γραφίτης, καπνός και αιμάτινος χαρακτήρας στη μύτη συμπληρώνεται με ώριμες τανίνες και συγκρατημένο αλκοόλ. Μοναδικός και ανεπανάληπτος γευστικός επίλογος με την επιδόρπια ΠΟΠ Μονεμβασιά-Malvasia, γεμάτη με αρώματα σταφίδας, αποξηραμένων σύκων, κερήθρας και νότες κακάο και ένα υπέροχα γεμάτο, γλυκό στόμα με μακρά επίγευση.
Γοητευμένος από τη δουλειά και τα επιτεύγματα της οικογένειας Τσιμπίδη, ξεκίνησα για τη Σπάρτη και το Κτήμα Θεοδωρακάκου.
Κτήμα Θεοδωρακάκου
Περίπου μία ώρα οδήγησης χρειάστηκε για να φτάσω βορειοδυτικά, στο Κτήμα Θεοδωρακάκου, 17 χιλιόμετρα έξω από τη Σπάρτη. Ο επιβλητικός πέτρινος πύργος, χτισμένος σε αυθεντικό μανιάτικο στιλ, πλαισιώνεται από όμορφους, γραμμικούς αμπελώνες αριστερά και δεξιά, με την πλειονότητά τους να βρίσκεται πίσω από το οινοποιείο. Με υποδέχεται ο Νίκος Θεοδωρακάκος και μου προτείνει μια βόλτα στους χώρους παραγωγής. Στην παραλαβή βρίσκονται στοιβαγμένα τελάρα με φρεσκοκομμένα τσαμπιά Αγιωργίτικου και δοκιμάζω δύο λαχταριστές ρώγες. Ο Νίκος μού αναφέρει ότι η λειτουργία του οινοποιείου βασίζεται σε τρεις άξονες. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η βιολογική καλλιέργεια, η οποία εφαρμόζεται απρόσκοπτα με πρώτη πιστοποίηση το 1997. Δεύτερο στοιχείο είναι η αποκλειστική χρήση πρώτης ύλης από ιδιόκτητους αμπελώνες συνολικής έκτασης 400 στρεμμάτων. Τέλος, το οινοποιείο βασίζεται αποκλειστικά σε γηγενείς ελληνικές ποικιλίες: τις τοπικές Κυδωνίτσα, Μονεμβασιά και Μαυρούδι και τις πασίγνωστες Ασύρτικο και Αγιωργίτικο. Η Κυδωνίτσα και το Μαυρούδι αποτελούν το 80% της ετήσιας παραγωγής, η οποία φτάνει τις 150.000 φιάλες, με τις μισές από αυτές να αποτελούν λευκά κρασιά, το 15% ροζέ και το 35% ερυθρά κρασιά.
Ο πέτρινος πύργος που αποτελεί την πρόσοψη του οινοποιείου έχει τη δική του ιστορία. Αρχικά χτίστηκε την περίοδο της Ελληνικής Επανάστασης, πριν από περίπου διακόσια χρόνια. Ο αρχικός πύργος αποτέλεσε βοηθητική εξοχική κατοικία της γνωστής από την πολιτική ζωή της χώρας οικογένειας Μαυρομιχάλη. Η κύρια εξοχική κατοικία βρισκόταν στην ίδια περιοχή, ενώ η κύρια κατοικία τους ήταν στη Μάνη, στο Λιμένι. Περίπου εκατό χρόνια αργότερα, η οικογένεια Μαυρομιχάλη ανέθεσε τη συντήρηση του πύργου στον προπάππου του Νίκου Θεοδωρακάκου. Και έτσι, μετά από είκοσι χρόνια ο πύργος πέρασε στην οικογένεια της μητέρας του, μαζί με τα γύρω αγροτεμάχια.
Το 1980 ο εικοσάχρονος τότε Νίκος Θεοδωρακάκος μαζί με τον πατέρα του Γιώργο άρχισαν να φτιάχνουν κρασί σε πιο επαγγελματική βάση, καθώς ο πατέρας του έφτιαχνε και παλαιότερα κρασί, με το οποίο εφοδίαζε την οικογένεια, αλλά και κάποιες ταβέρνες. Ο Νίκος ξεκίνησε φοιτώντας στο ΤΕΙ Οινολογίας και εφαρμόζοντας τις γνώσεις του στο νεοσύστατο Κτήμα. Φύτεψαν αμπελώνες γύρω από τον πύργο, τον οποίο φρόντισαν να αναστηλώσουν πάνω στα ίδια θεμέλια, με τις πέτρες της περιοχής, τους ίδιους αρμούς και την ίδια γενικότερα μανιάτικη τεχνοτροπία. Σήμερα, ο πύργος αποτελεί τα γραφεία και το πωλητήριο του οινοποιείου, ενώ στο υπόγειο μια μεγάλη αίθουσα φιλοξενεί τους επισκέπτες που θέλουν να δοκιμάσουν τα κρασιά της οικογένειας.
Δοκίμασα έξι εκφραστικά κρασιά από μια ποικιλία χρωμάτων και στιλ. Ξεκινήσαμε με την πληθωρική Κυδωνίτσα, με αρώματα από ροδάκινο, πεπόνι, μπανάνα, τροπικά φρούτα και θερμό στόμα, η οποία αποτελεί το πιο γνωστό κρασί του Κτήματος. Ο Περίβλεπτος είναι μια ποικιλιακή Μονεμβασιά με πιο γλυκά αρώματα, ροδάκινο και νότες φρέσκων σταφυλιών. Η συγκρατημένη οξύτητα και το αλκοόλ χαρίζουν στο κρασί ευελιξία στο τραπέζι. Από τα δύο ροζέ αγάπησα περισσότερο το Κυδωνίτσα-Αγιωργίτικο, το οποίο παράγεται με τη μέθοδο της αφαίμαξης και φέρνει στο ποτήρι αρώματα φράουλας, φραμπουάζ, ζαχαρωτών και τσιχλόφουσκας, που τόσο έχουν εκλείψει από την πλειονότητα των σύγχρονων ροζέ. Χαίρομαι που έστω και λίγοι παραγωγοί εκπροσωπούν ακόμα αυτό το στιλ. Το Ροζέ Κτήμα είναι ημίξηρο και έχει το δικό του φανατικό κοινό. Το ερυθρό Μαυρούδι είναι ένα κρασί πενταετίας με ώριμο κόκκινο φρούτο και γλυκά μπαχαρικά, για τους λάτρεις της ωριμότητας, ενώ την παράσταση κλέβει το Natural Sweet Wine, το οποίο παράγεται με λιαστά σταφύλια σε παρόμοια λογική με αυτή της ΠΟΠ Μονεμβασιάς-Malvasia, αν και δεν έχει τέτοια πιστοποίηση ως παραγόμενο εκτός της ΠΟΠ ζώνης. Είναι ένα χαρμάνι από Μονεμβασιά, Κυδωνίτσα και Ασύρτικο και χαρίζει αρώματα αποξηραμένων σύκων, σταφίδας, ποτ πουρί και γλυκού νεράντζι, με δύο χρόνια ωρίμανση σε βαρέλια, όγκο και διάρκεια. Ο Νίκος Θεοδωρακάκος είναι πιστός στη δουλειά που τον ανέδειξε και χάρηκα που τον γνώρισα και δοκίμασα τα κρασιά του στον τόπο καταγωγής τους.
Η Λακωνία πλέον είναι οινικός παίκτης. Το νερό έχει μπει στο αυλάκι και είμαι πεπεισμένος ότι τα κρασιά της και οι μοναδικές της ποικιλίες θα μας κρατήσουν έντονα το ενδιαφέρον τα επόμενα χρόνια. Δεν αποτελεί μια περιοχή η οποία απλώς φιλοξένησε την οικονομική επένδυση κάποιων ανθρώπων. Πέραν αυτής και εξαιτίας της εντοπιότητας των οινοποιών, στην περιοχή έχει αφιερωθεί ισάξιο συναισθηματικό φορτίο, γεγονός που χαρίζει δυναμική, χαρακτήρα και ποιότητα στο αποτέλεσμα της δουλειάς τους.
«Πέντε ολόκληρους αιώνες κράτησε η κυριαρχία του ελληνικού Μονεμβασία-Malvasia στις ξένες αγορές της Ανατολής και της Δύσης: άρχισε να παράγεται πριν από τον 13ο αιώνα στη βυζαντινή Μονεμβασιά. Κανένα άλλο κρασί δεν απόχτησε τόση φήμη κατά τον Μεσαίωνα και την Αναγέννηση και κανένα όνομα κρασιού από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει τόσο ενδιαφέρουσα ιστορία […]».
Σταυρούλα Κουράκου-Δραγώνα από το άρθρο της στην εφημερίδα «Καθημερινή» με τίτλο «Ο οίνος Μαλβαζία στη Δύση». g