Oινογράφος, γευσιγνώστης, απόφοιτος αρχικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στη…
Πριν από λίγες ημέρες το Δάκρυ του Πεύκου έγινε η πρώτη Ρετσίνα που κατακτά το βραβείο Best in Show στα Decanter World Wine Award 2024, ξεχωρίζοντας στα πρώτα 50 κρασιά του διαγωνισμού.
Φανταστείτε ότι είναι αρχές της δεκαετίας του 1980 και είστε ένας οινοποιός που μόλις επέστρεψε στην Ελλάδα, φρέσκος από τις σπουδές σας στη Γαλλία. Πώς ήταν η ατμόσφαιρα τότε; Πολλοί Έλληνες οινοποιοί την εποχή εκείνη, θέλησαν να χρησιμοποιήσουν τη νέα αποκτηθείσα τεχνογνωσία τους για να βελτιώσουν το ελληνικό κρασί και να το μετατρέψουν από βιομηχανικό προϊόν σε αναπόσπαστο κομμάτι της σύγχρονης γαστρονομίας.
Η νέα εποχή απαιτούσε την επιλογή νέων ποικιλιών,και νέων αμπελώνων και τη θέσπιση εντελώς νέων πρωτοκόλλων στην οινοποίηση. Ποια ήταν η πιθανότητα να οραματιστεί κάποιος από αυτούς τους πρωτοποριακούς ανθρώπους να φτιάξει μια μεγάλη… ρετσίνα, το παραδοσιακό ελληνικό κρασί που συνδέθηκε με τις ταβέρνες, το καθημερινό κρασί «του λαού» που ήταν -τότε- απλώς ένα φτηνό, ευκολόπιοτο κρασί; Η απάντηση είναι «καμία», εκτός φυσικά και αν το όνομά σου τύχαινε να είναι Στέλιος Κεχρής!
Όπως και οι άλλοι οινοποιοί της γενιάς του, ο Κεχρής είχε ένα ολοκληρωμένο τεχνικό, ακαδημαϊκό και διεθνές υπόβαθρο στην οινολογία. Είχε όμως και πολλές αναμνήσεις. Είχε εκτεθεί στη ρετσίνα πριν βιομηχανοποιηθεί. Είχε δει από πρώτο χέρι τον ενθουσιασμό των ανθρώπων όταν η ρετσίνα της κάθε χρονιάς έφτανε στις αγαπημένες τους ταβέρνες. Επιπλέον, ενώ βρισκόταν στη Γαλλία, είχε παρατηρήσει πόσο περήφανοι ήταν οι Γάλλοι για τα παραδοσιακά τους προϊόντα, είτε για φαγητό είτε για κρασί.
Προστάτευαν το παρελθόν τους και προσπαθούσαν να υποστηρίξουν τα παραδοσιακά προϊόντα προσαρμόζοντας τα στις ανάγκες της σύγχρονης εποχής. Αυτό τον ενέπνευσε να θέσει στόχο ζωής να ξαναβάλει τη ρετσίνα στον οινικό χάρτη και, κυρίως, να αποκαταστήσει το καλό της όνομα, καθώς η ρετσίνα ήταν ένα σεβαστό κρασί πριν γίνει πολύ λιγότερο ελκυστική κυρίως εξαιτίας κάποιων κοινωνικών και ιστορικών παραγόντων που σχετίζονταν με τον Β’Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Εμφύλιο που ακολούθησε.
Mιά σειρά παραγόντων συνέβαλαν στην επίτευξη του στόχου που έθεσε ο Στέλιος Κεχρής. Η οικογένειά του είχε οινοποιείο και αποστακτήριο από το 1954. Η εταιρεία ξεκίνησε να εξάγει τα προϊόντα της το 1974. Το σήμα τους, το Κεχριμπάρι, είχε λανσαριστεί ακόμα νωρίτερα από αυτό, το 1939, στην παλιά οικογενειακή ταβέρνα της Θεσσαλονίκης.
Έτσι, η οικογενειακή επιχείρηση στήριξε τις νέες προσπάθειες του Στέλιου Κεχρή, ενθαρρύνοντας τον να εφαρμόσει στην πράξη ό,τι εμπειρία είχε αποκτήσει στη Γαλλία. Fast forward 40 χρόνια, και η Kεχρής είναι πλέον ένα κορυφαίο ελληνικό οινοποιείο με ετήσια παραγωγή περίπου 1,4 εκατομμυρίων φιαλών των 750 ml. Προμηθεύονται τα σταφύλια τους από περίπου 110 στρέμματα αμπελώνων που βρίσκονται κυρίως στη Γουμένισσα του Κιλκίς, στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά και συνεργαζόμενων αμπελώνων στο Αμύνταιο, την Καβάλα, τη Θεσσαλονίκη και άλλες περιοχές της Μακεδονίας. Το οινοποιείο διαθέτει επίσης έναν ιδιόκτητο αμπελώνα 10 στρεμμάτων στη Γουμένισσα.
Η συντριπτική πλειοψηφία της παραγωγής τους είναι αφιερωμένη στη ρετσίνα, με τέσσερις διαφορετικές εκφράσεις: Το «Κεχριμπάρι», που είναι και η ναυαρχίδα του οινοποιείου, μια υπέροχη ποικιλία Ροδίτη από το Αμύνταιο που ονομάζεται «Αφρός», το περίφημο «Δάκρυ του Πεύκου», ένα Ασύρτικο από τη Γουμένισα που παλαιώνει σε δρύινα βαρέλια και η ρετσίνα «Ρόζα», ένα ροζέ Ξινόμαυρο από τη Γουμένισσα.
Το «Κεχριμπάρι», στο κλασικό μπουκάλι των 500 ml σε σχήμα σταγόνας, είναι ένας Ροδίτης που προέρχεται από το Αμύνταιο Γουμένισσας και επιλεγμένους αμπελώνες της Μακεδονίας. Κρασιά όπως το « Αφρός» και το «Κεχριμπάρι», με τα υπέροχα αρώματα μέντας και βοτάνων, τον χαρακτήρα των εσπεριδοειδών, τη δροσιστική οξύτητα και τον πολύ ισορροπημένο ουρανίσκο, συνδυάζονται τέλεια με κάθε είδους τηγανητά θαλασσινά, καλαμάρια, σαρδέλες και πολλά άλλα. Είναι δηλαδή ένα είδος υγρού πασπαρτού στο τραπέζι.
Η Οινοποιεία Κεχρή παράγει επίσης 350.000 φιάλες κρασιών χωρίς ρητίνη, όχι μικρός αριθμός! Υπάρχουν δύο σειρές κρασιών, το Genesis και το Fourth Dimension, καθώς και ένα ποικιλιακό Ξινόμαυρο από τη Γουμένισσα. Το Genesis White είναι ένα λευκό blend Sauvignon Blanc από την Καβάλα και Ροδίτη από τη Γουμένισσα, ενώ το Genesis Rosé (Ξινόμαυρο και Gewürztraminer) και το Genesis Red (Ξινόμαυρο και Merlot) είναι και τα δύο από τη Γουμένισσα. Το Fourth Dimension White ακολουθεί την καθιερωμένη παράδοση του blend Ασύρτικου και Sauvignon Blanc και το Fourth Dimension Red είναι ένα χαρμάνι από Ξινόμαυρο, Merlot και Cabernet Sauvignon από τη Γουμένισσα. Όλα αυτά τα κρασιά είναι ισορροπημένα και συνδιάζονται τέλεια με φαγητό.
Πρόσφατα είχα μια κουβέντα με τον Στέλιο Κεχρή. Είναι πάντα διασκεδαστικό, αλλά και εκπαιδευτικό, να ακούς τις ιστορίες του. «Θυμάμαι η ρετσίνα ήταν καλό κρασί», μου είπε, «πριν γίνει βιομηχανικό προϊόν. Αν και η σύγχρονη τεχνολογία δεν ήταν διαθέσιμη, οι συνεχείς δοκιμές και τα σφάλματα είχαν δώσει στις παλαιότερες γενιές ανεκτίμητη τεχνογνωσία.
Τότε δεν υπήρχαν λευκά σταφύλια στη βόρεια Ελλάδα και σίγουρα όχι ο Ροδίτης. Προσθέστε σε αυτό και το γεγονός ότι οι πρόγονοί μου ήταν από την Εύβοια και έτσι, από μια αίσθηση νοσταλγίας, η οικογένεια δεν θα σκεφτόταν να αγοράσει μούστο από πουθενά εκτός από την Κάρυστο και τη Χαλκίδα στην Εύβοια ή από τη Σαντορίνη. Τα σταφύλια που προέρχονταν από αμπελώνες χαμηλών στρεμματικών αποδόσεων ήταν πάντα διαθέσιμα, καθώς αυτή ήταν η προβιομηχανική περίοδος, οινολογικά μιλώντας.
Ο μούστος μεταφερόταν στη Θεσσαλονίκη σε ξύλινα βαρέλια που μεταφέρονταν σε μικρά καΐκια. Η θάλασσα διατηρούσε τον μούστο δροσερό και, κατά την άφιξη, ο μούστος είχε ήδη ζυμωθεί. Το κρασί, ειδικά τις δύο πρώτες εβδομάδες, ήταν φρέσκο, αρωματικό και ακαταμάχητο! Ξεκινήσαμε να πουλάμε το κρασί στην ταβέρνα μας και μετά άλλες ταβέρνες άρχισαν να ζητούν ένα ή δύο βαρέλια. Κάποια στιγμή πουλούσαμε 500-600 βαρέλια γύρω από τη Θεσσαλονίκη. Αυτό συνέβη στη δεκαετία του 1960, όταν ήμουν μαθητής στο γυμνάσιο και είχα ήδη αρχίσει να ασχολούμαι με την επιχείρηση. Η αστυφιλία γρήγορα έκανε τη ζήτηση να ξεπεράσει την προσφορά αυτός ήταν και ο κύριος λόγος για την πτώση της ποιότητας. Ευτυχώς, είχα ήδη την εμπειρία της καλής ρετσίνας και ήξερα ότι δεν έφταιγε η ρετσίνα».
Το Οινοποιείο Κεχρή, μόλις 8 χλμ. από το κέντρο της Θεσσαλονίκης, είναι ανοιχτό για τους επισκέπτες. Βρίσκεται σε βιομηχανική περιοχή, χωρίς αμπελώνες. Όταν χτίστηκε το οινοποιείο, η εγγύτητα στην πόλη και η εύκολη πρόσβαση ήταν πολύ σημαντική και έτσι σήμερα ανήκει στην ευρύτερη μητροπολική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης. Αν βρεθείτε στη πόλη, μια επίσκεψη στο οινοποιείο είναι μια εξαιρετική ευκαιρία να δοκιμάσετε διαφορετικές ρετσίνες και όχι μόνο, σε ένα γοητευτικό οινοποιείο με μια φιλόξενη αίθουσα οινογευσίας. Είναι επίσης μια ευκαιρία να απολαύσετε ένα αυθεντικό παράδειγμα ενός αρχαίου προϊόντος σε μια σύγχρονη μετενσάρκωση… από τους αδιαμφισβήτητους ειδικούς αυτής της κατηγορίας κρασιών!