Μικρές και μεγάλες εταιρείες δραστηριοποιούνται στην αγορά του εισαγόμενου κρασιού στην Ελλάδα, μια αγορά που δείχνει να κερδίζει συνεχώς έδαφος. Η αύξηση της τιμής του ελληνικού κρασιού ενισχύει τις εισαγωγές και αυτό, όπως φαίνεται, το αντιλαμβάνονται όλο και περισσότεροι έμποροι-διανομείς κρασιού που στρέφονται και στο κομμάτι των εισαγωγών.
Όταν ξεκινήσαμε να αναζητούμε τις εισαγωγικές εταιρείες, δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι, εκτός από τις 5–6 μεγάλες και καταξιωμένες που έχουν σχεδόν το 80% του μεριδίου της αγοράς, θα βρίσκαμε περίπου άλλες 20 — και πάλι χωρίς να είμαστε σίγουροι ότι τις έχουμε εντοπίσει όλες. Άλλωστε, όπως έχουμε πει ξανά, στην Ελλάδα είναι αρκετά δύσκολο «να βρίσκεις όταν ψάχνεις», καθώς οι οργανωμένες και φροντισμένες βάσεις πληροφορίας είναι ελάχιστες.
Οι μικρότερες εταιρείες αναζητούν τη θέση τους στην αγορά χωρίς να αποσκοπούν σε τεράστιους τζίρους, ενώ οι μεγαλύτερες θέλουν να αυξήσουν τα μερίδιά τους για να παραμείνουν στις ηγετικές τους θέσεις. Πώς όμως μπορεί να συμβαίνει αυτό σε μια αγορά που, σύμφωνα με τα παγκόσμια δεδομένα — καθώς ελληνικά δεν υπάρχουν — συρρικνώνεται; Δίνουν οι εταιρείες που διαθέτουν στην αγορά ελληνικά και ξένα κρασιά εξίσου χώρο και στα δύο;
Είναι μερικά από τα ερωτήματα που μας οδήγησαν σε αυτό το ρεπορτάζ. «Οι εισαγωγικές εταιρείες τρίβουν τα χέρια τους» — από αυτή τη φράση, σε μια κουβέντα που έγινε στη διάρκεια οινογνωσίας, γεννήθηκε η ιδέα για το παρόν ρεπορτάζ πριν από περίπου ενάμιση έτος. Ήδη, οι τιμές του ελληνικού κρασιού είχαν αρχίσει να σκαρφαλώνουν λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά και της κλιματικής αλλαγής που πλήττει κατά διαστήματα τους αμπελώνες.
Άρα οι εμπορικές εταιρείες εισάγουν κρασιά που είναι φθηνότερα από τα ελληνικά;
Αυτή ήταν μια πρώτη σκέψη. Οι περισσότερες εταιρείες δείχνουν εξειδίκευση σε συγκεκριμένες χώρες, κάποιες μάλιστα εισάγουν από μία μόνο.
Τα βασικά συμπεράσματα του ρεπορτάζ είναι:
⦁ Οι περισσότερες από τις μεσαίες και μικρές εισαγωγικές του ρεπορτάζ κάνουν το 100% του κύκλου εργασιών τους από προϊόντα αμπέλου.
⦁ Οι εταιρείες που διαμορφώνουν ίσως και το 80% της αγοράς εισαγωγών προϊόντων αμπέλου έχουν συνολικό τζίρο 177 εκατ. ευρώ, χωρίς όμως να είναι σαφές το ποσοστό που αφορά αποκλειστικά τις εισαγωγές.
⦁ Όλες οι εταιρείες του ρεπορτάζ εισάγουν αποκλειστικά εμφιαλωμένο κρασί. Συνεπώς, η εισαγωγή χύμα κρασιού γίνεται από εταιρείες που δεν έχουν αναγνωρισμένο brand.
⦁ Στη λιανική οδεύει ένα σημαντικό ποσοστό, σε κάποιες περιπτώσεις και έως 40% των εισαγόμενων προϊόντων αμπέλου.
⦁ Το non-alcohol παραμένει σχεδόν ανύπαρκτο στις λίστες των εισαγωγέων.
⦁ Η σταθερότητα και αξιοπιστία στη συνεργασία είναι πιο σημαντική από το περιθώριο κέρδους.
⦁ Οι μεγάλες αλυσίδες λιανικής κάνουν συχνά δικές τους απευθείας εισαγωγές.
Το ενδιαφέρον της αγοράς για το εισαγόμενο επαληθεύτηκε με τη συμμετοχή εκατοντάδων επαγγελματιών που επισκέφθηκαν την έκθεση Orbis Vini της Vinetum, στην οποία συμμετείχαν αποκλειστικά εισαγωγείς ως εκθέτες. Εκεί παρουσιάστηκαν κρασιά από τις μεγάλες και γνωστές οινοπαραγωγικές ζώνες του κόσμου, αλλά και από χώρες που μέχρι πρόσφατα δεν είχαν παρουσία στην ελληνική αγορά.
Μια γνωριμία με τους εισαγωγείς κρασιών
Από τις 5 μεγάλες εταιρείες που εισάγουν κρασιά και διαμορφώνουν το 80% της αγοράς, τρεις δέχτηκαν την πρόσκλησή μας και απάντησαν στις ερωτήσεις μας. Με βάση τους πιο πρόσφατους ισολογισμούς, τους οποίους μας διέθεσε η ICAP CRIF, ο συνολικός κύκλος εργασιών των 5 μεγαλύτερων εταιρειών διαμορφώνεται στα 177 εκατομμύρια ευρώ, τα οποία επιμερίζονται στην Καρούλιας (92,2 εκατ.), Trinity (38,5 εκατ.), Αίολος (20 εκατ.), Deals (18,6 εκατ.) και ΓΕΝΚΑ (7,6 εκατ.).
Ωστόσο, στους ισολογισμούς των τριών από αυτές τις εταιρείες περιλαμβάνονται και πωλήσεις που δεν αφορούν προϊόντα αμπέλου. Επίσης, οι εταιρείες αυτές, εκτός από εισαγωγείς, είναι και διανομείς ελληνικών κρασιών, οπότε είναι πολύ δύσκολο να βγάλουμε συμπεράσματα για το ποσοστό του τζίρου που αφορά τις εισαγωγικές τους δραστηριότητες.
Αίολος
Το 30% του κύκλου εργασιών της εταιρείας — ο οποίος είναι κοντά στα 20.000.000 ευρώ — προέρχεται από εισαγόμενα κρασιά, εκ των οποίων το 70% οδεύει στη HORECA. Γαλλία και Ιταλία, με ποσοστό λίγο πάνω από το 50%, αποτελούν τις βασικές χώρες εισαγωγής, ενώ η εταιρεία εισάγει επίσης από Αμερική, Νότια Αφρική, Ισπανία και άλλες χώρες. Η Καλιφόρνια αναμένεται να έχει μεγαλύτερη παρουσία στις εισαγωγές τα επόμενα χρόνια.
Δεδομένου ότι η Αίολος είναι μια από τις 5 εταιρείες που — όπως είπαμε — διαμορφώνουν ίσως και πάνω από το 80% της αγοράς εισαγωγών προϊόντων αμπέλου, συζητήσαμε με τον Κωνσταντίνο Λαζαράκη MW και CEO της εταιρείας κάποια ζητήματα που επηρεάζουν την αγορά.
Γιάννης Μουρατίδης: Ποιος είναι ο μέσος όρος τιμής των κρασιών που εισάγετε;
Κωνσταντίνος Λαζαράκης: Για να σας απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση, θα ήθελα να τονίσω ότι η Αίολος προσφέρει στην αγορά αρχικές τιμές που δεν είναι φουσκωμένες, ώστε στη συνέχεια να τις χαμηλώσει με μεγάλη έκπτωση. Μπορεί η διαφορά ανάμεσα στις φουσκωμένες τιμές να μην επηρεάζει τον ενδιάμεσο, γιατί τελικά στην ίδια τιμή θα αγοράσει, αλλά επηρεάζει τον τελικό αγοραστή, ο οποίος θα αγοράσει ένα κρασί αρχικής τιμής 20 ευρώ στα 50 ή 60 ευρώ.
Δεδομένου ότι το 70% του κύκλου εργασιών μας γίνεται από ελληνικά κρασιά, προσπαθούμε οι εισαγωγές μας να είναι συμπληρωματικές του ελληνικού αμπελώνα. Αυτό σημαίνει ότι δεν θα εισάγουμε ένα Chardonnay στα 6 ευρώ, όταν μπορούμε στην ίδια τιμή να προσφέρουμε ένα εξαιρετικό ελληνικό Chardonnay. Με βάση αυτή τη νοοτροπία, η αρχική τιμή των κρασιών που εισάγουμε είναι συνήθως κοντά στα 20 ευρώ.
ΓΜ: Η εισαγωγή κρασιού έχει γίνει ευκολότερη σε σχέση με το παρελθόν;
ΚΛ: Ναι, έχει γίνει πολύ ευκολότερη, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι σχεδόν 140 εταιρείες κάνουν εισαγωγές — ακόμη και μικρές, όπως εστιατόρια που εισάγουν δικά τους κρασιά. Παράλληλα, περισσότεροι παραγωγοί βλέπουν την Ελλάδα ως αγορά, οπότε υπάρχει μεγαλύτερη προσφορά. Βέβαια, αυτό έχει δημιουργήσει και πρόβλημα, αφού έρχονται στην Ελλάδα κρασιά που δεν έχει νόημα να μπουν, καθώς στη θέση τους θα μπορούσαν να υπάρχουν εξαιρετικά ελληνικά.
ΓΜ: Η Ελλάδα είναι αξιόλογη αγορά για τους προμηθευτές του εξωτερικού;
ΚΛ: Ειδικά για το 2024 και τη φετινή χρονιά, όλες οι αγορές είναι σημαντικές, καθώς τα οινοποιεία παγκοσμίως περνούν δύσκολες στιγμές. Ακόμη και πριν από αυτή την κατάσταση όμως, η Ελλάδα θεωρούνταν αξιόλογη αγορά.
ΓΜ: Πόσο κοστίζει να γίνει γνωστό ένα κρασί που εισάγετε;
ΚΛ: Εξαρτάται από την αναγνωρισιμότητα του οινοποιείου. Υπάρχουν κρασιά που έχουν φύγει πριν καν μπουν στις αποθήκες μας και άλλα που χρειάζονται προώθηση. Για αυτό υπάρχει ένας «κουμπαράς» marketing, περίπου στο 3% του κύκλου εργασιών μας, από τον οποίο χρησιμοποιούμε πόρους όπου χρειάζεται.
Trinity Wines
Η Trinity Wines κάνει το 88% του κύκλου εργασιών της από προϊόντα αμπέλου και απ΄αυτά το 30% είναι από εισαγωγές. Σχεδόν το 50% των κρασιών οδηγείται στη HORECA, ενώ το υπόλοιπο ποσοστό μοιράζεται σε κάβες, χονδρεμπόρους και μαζική λιανική. Σύμφωνα με τον Ντίνο Πετρόγιαννη, συνιδιοκτήτη της Trinity Wines, η κερδοφορία για το εισαγόμενο κρασί είναι κατά κανόνα μεγαλύτερη σε σχέση με το ελληνικό.
Οι χώρες που έχουν τη σημαντικότερη παρουσία στη λίστα εισαγωγών της εταιρείας είναι η Γαλλία με 60%, η Ιταλία λίγο κάτω από 30% και από εκεί και πέρα υπάρχουν με μικρά ποσοστά σχεδόν όλες οι οινοπαραγωγικές χώρες. Για το μέλλον, ο Ντίνος Πετρόγιαννης βλέπει μια δυναμική από την Ισπανία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την τρέχουσα εικόνα της λίστας. Το non-alcohol αν και υπάρχει, δεν έχει ακόμα σημαντική παρουσία στη λίστα της Trinity Wines, παρουσιάζει όμως μια αυξητική τάση. Τέλος, ο Ντίνος Πετρόγιαννης θεωρεί ότι, ξεκάθαρα σε σχέση με το παρελθόν, η Ελλάδα είναι πλέον μια αξιόλογη αγορά για τους προμηθευτές, ειδικά για τα ακριβά προϊόντα.
Γιάννης Μουρατίδης: Σε ποιες κατηγορίες τιμής έχετε επιλέξει να εστιάσετε τον μεγαλύτερο όγκο εισαγωγών σας και από ποιες χώρες;
Ντίνος Πετρόγιαννης: Θεωρητικά, πριν απαντήσουμε σε αυτήν την ερώτηση, θα έπρεπε να καθορίσουμε ποιες είναι οι κατηγορίες τιμής των προϊόντων αμπέλου. Εμείς στοχεύουμε κυρίως σε premium κρασιά, αλλά και πάλι παραμένει το ερώτημα: σε ποια τιμή ένα κρασί θεωρείται premium; Μην ξεχνάμε ότι αυτήν την περίοδο ο κύριος όγκος εμφιαλωμένου κρασιού που πωλείται στην Ελλάδα είναι, μαζί πλέον και με τον πληθωρισμό, γύρω στα 6 ευρώ. Μάλιστα, αν βάλουμε μέσα και το σούπερ μάρκετ, τότε ο μέσος όρος μειώνεται ακόμα περισσότερο. Οπότε, μέσα από αυτό το πρίσμα, ο μέσος όρος των εισαγόμενων κρασιών μας είναι πάνω από 15 ευρώ.
ΓΜ: Η εισαγωγή κρασιού έχει γίνει ευκολότερη σε σχέση με το παρελθόν;
ΚΠ: Η εισαγωγή είναι πολύ ευκολότερη σε σχέση με το παρελθόν και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να γίνονται εισαγωγές αμφίβολης ποιότητας και νομιμότητας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το κρασί είναι σε καθεστώς φόρου κατανάλωσης — αν και έχει μηδενικό φόρο — οπότε θα έπρεπε να είναι πολύ πιο αυστηρός ο έλεγχος που γίνεται, όπως συμβαίνει με το αλκοόλ, τον καπνό και τα καύσιμα. Μπορεί αυτή η ευκολία σε κάποιες περιπτώσεις να μας γλιτώνει από διαδικασίες, αλλά παράλληλα δημιουργεί προβλήματα στην αγορά που τη στρεβλώνουν.
ΓΜ: Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να κάνετε γνωστό ένα νέο κρασί στους καταναλωτές;
ΚΠ: Τα κρασιά που έχουν πολύ μεγάλη ζήτηση και πολύ μικρή προσφορά, επομένως είναι εύκολη η πώλησή τους, αποτελούν το μικρότερο μερίδιο. Το σύνηθες είναι ένα κρασί να θέλει “κόπο” για να μπει στην αγορά και γι’ αυτό είναι μια διαδικασία που μπορεί να κρατήσει μέχρι και δύο χρόνια. Άλλωστε, η HORECA, που είναι ένας μεγάλος πελάτης, δεν αλλάζει λίστες κάθε μέρα. Τα μικρά οινοποιεία δεν διαθέτουν συνήθως προϋπολογισμό για την προώθηση των κρασιών τους, ενώ οι προϋπολογισμοί για τα μεγάλα οινοποιεία είναι ένα κλάσμα των προϋπολογισμών που διαθέτουν οι προμηθευτές των αλκοολούχων ποτών. Άρα συνήθως χρειάζεται να στηρίξουμε και άμεσα με προωθητικές ενέργειες ένα νέο κρασί, αλλά και έμμεσα με μια πολύ δυνατή ομάδα πωλήσεων, η οποία θα πρέπει να γνωρίζει τον πελάτη και να έχει διάθεση να τον εξυπηρετήσει και μετά την πώληση. Σε αυτήν την προσπάθεια, εμείς μέχρι τώρα έχουμε πολλές επιτυχίες και, ευτυχώς, λίγες αποτυχίες.
Awesomm Imports
Με έδρα την Αθήνα, η εταιρεία κάνει το 100% του κύκλου εργασιών της από εισαγωγές κρασιού. Η λίστα αποτελείται από Γαλλία (46%), Ιταλία (33%), Ισπανία (6%) και Νότια Αφρική. Για τα επόμενα χρόνια, η Λίλλυ Χαλικιά, διευθύντρια της εταιρείας, βλέπει κάποια δυναμική από Αργεντινή, Αυστραλία και Αμερική, αλλά όχι σε βαθμό που θα αλλάξει την παρούσα εικόνα. Το non-alcohol δεν έχει θέση στη λίστα.
Όσον αφορά τους προμηθευτές του εξωτερικού, η Λίλλυ Χαλικιά έχει παρατηρήσει μεγάλες διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη χώρα και τις πωλήσεις, με αποτέλεσμα ορισμένες χώρες — όπως η Ελλάδα — να λαμβάνουν από ελάχιστες έως και καθόλου φιάλες.
Brix Wines
Η εταιρεία εδρεύει στα Καλύβια Θορικού και το 90% του κύκλου εργασιών της προέρχεται από εισαγωγές. Σύμφωνα με τον Γιάννη Παπαδάκη, εκπρόσωπο πωλήσεων, το εισαγόμενο κρασί δίνει μεγαλύτερο ποσοστό κερδοφορίας. Οι βασικές χώρες εισαγωγής είναι Γαλλία (50%), Ιταλία (10%), Χιλή (10%) και Γερμανία (20%). Το επόμενο διάστημα αναμένεται ενίσχυση της Γερμανίας στη λίστα.
Κατά τον ίδιο, χαρακτηριστικό στις συμφωνίες με το εξωτερικό είναι η σταθερότητα και η αξιοπιστία. Το non-alcohol δεν βρίσκεται στη λίστα, αλλά υπάρχουν σκέψεις προσθήκης.
DK Wines
Το 100% του κύκλου εργασιών της εταιρείας γίνεται από προϊόντα αμπέλου, με αφρώδη στο 10%. Η DK ειδικεύεται στις εισαγωγές από Χιλή, όπου παρότι το κόστος παραγωγής είναι μικρότερο, το περιθώριο κέρδους — όπως παρατηρεί η Δέσποινα Κωνσταντινίδου — είναι μικρότερο από το ελληνικό, γι’ αυτό και τα χιλιανά κρασιά εμφανίζονται τόσο ανταγωνιστικά στην τιμή. Το non-alcohol δεν αποτελεί επιλογή για τη λίστα. Στους προμηθευτές υπάρχει σταθερότητα στη συνεργασία με την Ελλάδα.
Down Under
Το 100% του κύκλου εργασιών της εταιρείας προέρχεται από κρασί, το οποίο κατευθύνεται κατά 70% στη HORECA και 30% στη λιανική. Όπως αναφέρει ο Βασίλης Γκόγκος, συνιδρυτής, «η εξειδίκευσή μας είναι στα κρασιά της Αυστραλίας (τα ⅔) και της Νέας Ζηλανδίας (το ⅓)».
Η εταιρεία αναζητά νέες δυναμικές στο Νότιο Ημισφαίριο, χωρίς να την απασχολεί επί του παρόντος η τάση του non-alcohol. Για την Ελλάδα ως εξαγωγικό προορισμό σημειώνει: «Σε πολύ premium προϊόντα που διατίθενται κυρίως σε αγορές όπως η Μ. Βρετανία, η Κίνα και οι ΗΠΑ, υπάρχει οριοθέτηση αποθεμάτων (allocation), αλλά όχι εξαίρεση της Ελλάδας».
HEBE Wines
Με έδρα την Αθήνα, η εταιρεία κάνει το σύνολο του κύκλου εργασιών της από το κρασί και έχει αποκλειστική χώρα εισαγωγής την Αργεντινή. Γι’ αυτό και ο Μανώλης Λεονάρδος βλέπει ότι η δυναμική της Αργεντινής θα συνεχίσει να διαμορφώνει τη λίστα και τα επόμενα χρόνια.
Για τους Αργεντινούς προμηθευτές, η Ελλάδα αποτελεί σημαντική αγορά, και έτσι η HEBE δεν έχει λάβει ποτέ μικρότερες ποσότητες από αυτές που έχει ζητήσει. Το non-alcohol βρίσκεται εκτός ραντάρ.
INU Wine
Το 100% του κύκλου εργασιών της εταιρείας προέρχεται από εισαγωγές. Το 60% κατευθύνεται στη HORECA και το 40% στη λιανική. Η Νέα Ζηλανδία διαμορφώνει το 70% της λίστας και ακολουθούν Χιλή (15%), Αυστραλία (10%) και Γερμανία (5%).
Η τάση του non-alcohol δεν επηρεάζει προς το παρόν τις επιλογές, αλλά σύμφωνα με τον ιδρυτή Παύλο Τριλυράκη, αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον. Παρατηρείται επίσης αυξημένη ζήτηση για κρασιά μικρών παραγωγών, που οδηγεί ευκολότερα σε sold-out.
Mr. Vertigo
Η εταιρεία, με έδρα την Αθήνα, κάνει το 20% του κύκλου εργασιών της από εισαγόμενο κρασί, το οποίο διοχετεύεται κυρίως στη λιανική. Σύμφωνα με τον ιδρυτή Γιάννη Σιγανό, η διαφορά ανάμεσα στο εισαγόμενο και το ελληνικό κρασί δεν βρίσκεται στην κερδοφορία αλλά στη σταθερή υπεραξία, την ασφάλεια και τον επαγγελματισμό — στοιχεία που θεωρεί πως λείπουν από πολλά ελληνικά οινοποιεία.
Γαλλικά και ιταλικά κρασιά διαμορφώνουν κυρίως τη λίστα της εταιρείας, καθώς η Γαλλία προσφέρει πολλές επιλογές οινοποιείων και η Ιταλία μεγάλους όγκους value for money και sparkling. Για τα επόμενα χρόνια βλέπει ευκαιρίες σε Πορτογαλία, Ισπανία, Βαλκάνια και Ανατολική Ευρώπη. Το non-alcohol είναι εκτός ραντάρ.
Premium Trade
Η εταιρεία, με έδρα τη Ρόδο, πραγματοποιεί μεγάλο ποσοστό του τζίρου της από κρασί. Ο ιδρυτής Μιχάλης Σαρλής ασχολείται με εισαγωγές από το 1992 και με εισαγωγές κρασιού από το 2019. Το 50% της λίστας κρασιών είναι εισαγόμενα.
Για τη διαφορά κερδοφορίας ανάμεσα σε ελληνικά και εισαγόμενα κρασιά, ο Μιχάλης Σαρλής σημειώνει ότι πιο σημαντική είναι η σταθερότητα που προσφέρουν οι ξένοι προμηθευτές. Από Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία προέρχεται σχεδόν το 100% των εισαγωγών. Το non-alcohol επηρεάζει κυρίως τουριστικές περιοχές.
Retrogusto
Με έδρα την Παιανία, η εταιρεία εισάγει μεγάλη ποικιλία ειδών που αφορούν την εστίαση και τη ζαχαροπλαστική, μεταξύ των οποίων και κρασί, το οποίο αντιστοιχεί στο 12% του κύκλου εργασιών της. Το 70% των εισαγόμενων κρασιών κατευθύνεται στη HORECA και το υπόλοιπο στη λιανική.
Σύμφωνα με τον Σταμάτη Σαγκριώτη, brand manager της Retrogusto, το εισαγόμενο κρασί έχει παρόμοιο περιθώριο κέρδους με τα ελληνικά, που αντιστοιχούν στο 40% της λίστας. Το υπόλοιπο 60% προέρχεται από Ιταλία (45%) και Γαλλία (15%).
Για τα επόμενα χρόνια, η εταιρεία βλέπει ενδιαφέρον σε Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία, Αργεντινή και Χιλή. Η τάση του non-alcohol έχει ακόμη μικρή επίδραση.
Sofeast
Ο κύκλος εργασιών της εταιρείας βασίζεται αποκλειστικά σε εισαγωγές κρασιού, με τα αφρώδη να φτάνουν το 15%. Το 70% προέρχεται από Γερμανία, το 15% από Νέα Ζηλανδία και τα υπόλοιπα από Νότια Αφρική και Αμερική σε ίσα ποσοστά.
Η Κατερίνα Τσότσος θεωρεί ότι Γερμανία και Νότια Αφρική έχουν μεγάλη δυναμική και θα συνεχίσουν να διαμορφώνουν τις εισαγωγές. Είναι η μόνη εταιρεία από όσες ρωτήσαμε που δήλωσε ότι το non-alcohol είναι σημαντική τάση, με αυξημένη ανταπόκριση το τελευταίο διάστημα.
Η Sofeast διατηρεί σταθερές συνεργασίες με τους προμηθευτές της, οι οποίοι βλέπουν την Ελλάδα εμπορικά ισότιμη με άλλες αγορές.
Η εικόνα της αγοράς
Κι ενώ όλοι αυτοί που αναφέραμε και πολλές εταιρείες ακόμα δραστηριοποιούνται είτε ως μέρος της δραστηριότητάς τους είτε αποκλειστικά, στην εισαγωγή επώνυμου εμφιαλωμένου κρασιού, υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος και στο εισαγόμενο που δουλεύει με το χύμα. Είτε με τους επώνυμους ασκούς, είτε με αυτά που “φωνάζει” η αγορά αλλά ποτέ δεν ονοματίζει. Τις μαύρες συναλλαγές που μαθαίνουμε μόνο από το αστυνομικό δελτίο και τους ελέγχους στα τελωνεία ή σε εταιρείες και οινοποιεία που διακινούν παράνομες ποσότητες κρασιού.
Τι συμβαίνει και αυτό που θεωρούμε το “πιο εκλεκτό”, τα ξένα κρασιά που πίνουμε έφτασαν να είναι μέχρι και χύμα κρασί που εισάγεται από χώρες με τεράστιες παραγωγές, με τιμές που μπορεί να πέφτουν και κάτω από το 1 ευρώ το λίτρο;
Όπως αναφέρει η έκθεση της ΚΕΟΣΟΕ, φθηνό κρασί από Βουλγαρία, Ισπανία και Ιταλία έχει κατακλύσει την ελληνική αγορά ήδη από την περασμένη χρονιά και ειδικά τα αστικά κέντρα, όπου σύμφωνα με εκτιμήσεις η κατανάλωση σε κρασί “χύμα” φτάνει σε μεγάλα ποσοστά επί του συνόλου. Πραγματικά και τεκμηριωμένα στοιχεία για το συνολικό νούμερο δεν υπάρχουν.
Αυτό που ξέρουμε είναι ότι για πρώτη φορά την περσινή χρονιά, οι εισαγωγές κρασιού φαίνεται να ξεπερνούν τις εξαγωγές. Συγκεκριμένα, το 2024, οι εισαγωγές κρασιού ήταν αυξημένες κατά 40% περίπου σε σχέση με το 2023, φτάνοντας στους 25.000 τόνους περίπου, εκ των οποίων οι 20.000 τόνοι έχουν εισαχθεί από τις 3 χώρες που προαναφέραμε. Ένα δεύτερο ενδιαφέρον στοιχείο της ίδιας έκθεσης είναι ότι η μέση τιμή εισαγωγής ανά κιλό ήταν 33% χαμηλότερη το 2024 σε σχέση με το 2023. Το κρασί που εισάγαμε από Βουλγαρία είχε μέση τιμή περίπου 0,4 ευρώ ανά κιλό, ενώ αυτό από τις άλλες 2 χώρες είχε μέση τιμή 2,7 ευρώ ανά κιλό σε σχέση με 4 ευρώ ανά κιλό το 2023.
Αντιθέτως, όσον αφορά τις τρίτες χώρες έχουμε μείωση στις εισαγωγές οίνου σε αξία, η οποία διαμορφώθηκε από τα 3,6 εκατομμύρια ευρώ το 2023 σε 3,1 εκατομμύρια ευρώ το 2024. Μεγάλη μείωση παρουσιάζουν και οι ποσότητες των εισαγωγών από 363 τόνους το 2023 σε 282 τόνους το 2024, το οποίο μεταφράζεται σε περίπου 108.000 φιάλες των 750 ml. Άρα το εισαγόμενο κρασί από τρίτες χώρες ακρίβυνε και από 9,9 ευρώ ανά κιλό το 2023, πήγε στα 11 ευρώ ανά κιλό το 2024.
Στο σύνολο της, η αξία εισαγωγών το 2024 είναι μειωμένη κατά 6,2% το και διαμορφώθηκε στα 71.8 εκατομμύρια ευρώ έναντι 76,6 εκατομμύρια ευρώ.
Που διοχετεύεται το εισαγόμενο “χύμα” κρασί;
Η ευκολότερη απάντηση είναι στην εστίαση, καθώς είναι και η αγορά που παρά την
αύξηση της τουριστικής κίνησης, συνεχίζει να διακινεί το χύμα κρασί σε πρώτη
προτεραιότητα. Οπότε, ο μέσος τουρίστας στην Ελλάδα θα γυρίσει σπίτι του, έχοντας στη μνήμη του μια γεύση “χύμα” κρασιού, με ότι αυτό σημαίνει. Παραμένει όμως το ερώτημα.
Θα έχει πιει ελληνικό “χύμα” κρασί, βουλγάρικο, ιταλικό ή ισπανικό; Σύμφωνα με μια πρόχειρη έρευνα που κάναμε με επιχειρηματίες στο κέντρο της Αθήνας, που δεν θα μιλήσουν επώνυμα, ο επισκέπτης θα έχει πιεί μάλλον βουλγάρικο κρασί ή πολύ νερωμένο ελληνικό. Δεδομένου ότι οι ασκοί είναι σπάνια ορατοί στον πελάτη, η πρόσμιξη του κρασιού γίνεται πολύ απλά και χωρίς κανένα κίνδυνο ελέγχου, αφού θα πρέπει ο ελεγκτής να λύσει εξισώσεις για να αποδείξει πόσα λίτρα κρασί αγόρασε το σημείο εστίασης, αν το έχει αγοράσει με παραστατικό και πόσα λίτρα κρασί με νερό πούλησε.
Ένα ακόμα αναπάντητο ερώτημα είναι σε ποιο ποσοστό το χύμα εισαγόμενο κρασί καταλήγει σε εμφιαλώσεις που φέρουν το χαρακτηρισμό “ελληνικό προϊόν”. Όπως
αναφέρει ο Παρασκευάς Κορδοπάτης, γενικός διευθυντής της ΚΕΟΣΟΕ, “Ουδέποτε εφαρμόστηκε η νομοθεσία που επιβάλλει στα σημεία εστίασης να αναφέρουν στον
κατάλογο τους την προέλευση του κρασιού που πουλάνε”. Όσον αφορά τις εμφιαλώσεις, θεωρητικά η ιχνηλάτηση είναι ευκολότερη, αλλά και πάλι το κράτος δεν έχει δείξει ότι διαθέτει τους απαραίτητους μηχανισμούς ελέγχου, οπότε πρακτικά, η εξυγίανση της αγοράς θα πρέπει να γίνει με αυτορρύθμιση.









