Όταν ολοκλήρωσε τον επαγγελματικό της κύκλο στην εφημερίδα Καθημερινή, και…
Eύκολα θα μπορούσε κανείς να πει ότι το πιο εντυπωσιακό στοιχείο του Κτήματος Αργυρού στη Σαντορίνη είναι το οινοποιείο του. Αν και δεν επρόκειτο για την πρώτη επίσκεψη στην Επισκοπή –είχαμε βρεθεί εκεί και το 2016, όταν το οινοποιείο μόλις είχε ολοκληρωθεί–, αντικρίζοντάς το να ξεπροβάλλει με τις χαρακτηριστικές του καμάρες, το συναίσθημα ήταν το ίδιο. Όμως αυτή τη φορά, στην εντύπωση που προκαλούσε το αρχιτεκτονικώς άρτιο κτίριο ήρθε να προστεθεί η προσωπικότητα του ίδιου του οινοποιού, συμπληρώνοντας ουσιαστικά την εικόνα.
Μέσα στην τετραετία που μεσολάβησε μεταξύ των δύο επισκέψεων, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι. Οι δύο κορυφαίες ετικέτες του Κτήματος Αργυρού, Cuvée Monsignori και Cuvée Evdemon, σαρώνουν τα βραβεία εντός και εκτός Ελλάδας, και απέναντί μου κάθεται ένας άνθρωπος που εντυπωσιάζει όχι μόνο με τη σοβαρότητά του, αλλά κυρίως με τη σιγουριά και την ξεκάθαρη εικόνα που έχει για τα πράγματα. Η ημέρα της επίσκεψης είναι ιδιαίτερη, παραμονή του νέου lockdown και ημέρα του μεγάλου σεισμού στη Σάμο, τον οποίο βιώσαμε πολύ έντονα εντός του οινοποιείου, χωρίς ωστόσο ουδείς να πτοηθεί ούτε λεπτό. Στη Σαντορίνη ήμασταν άλλωστε…!
Ο Ματθαίος Αργυρός, με αφοπλιστική ειλικρίνεια και χωρίς περιστροφές, απαντά καταφατικά στην ερώτηση αν περίμενε αυτές τις διακρίσεις. «Και δεν έχουμε δει τίποτε ακόμη», μου λέει. «Είμαι από τους ανθρώπους που ψάχνω πάντα το καλύτερο, όσο καλά κρασιά και να κάνουμε. Αυτός είναι ο στόχος μου».
Εκπρόσωπος τέταρτης γενιάς οινοποιών–αμπελουργών στο νησί της Σαντορίνης, δηλώνει ότι η καρδιά του και η ψυχή του βρίσκονται στο αμπέλι. «Περνάω πολύ πιο ευχάριστα και δημιουργικά στον αμπελώνα, με ηρεμεί. Βέβαια, όταν είσαι σε αυτή τη θέση, πρέπει να είσαι παντού. Έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε εξαιρετικές ομάδες, το οινολογικό μας team είναι ό,τι καλύτερο – τρεις οινολόγοι με επικεφαλής τον Μιχάλη Προμπονά», εξηγεί. Η έμφαση στον αμπελώνα αποτελεί παράδοση της οικογένειας, ξεκινώντας από τον προπάππου Γιώργο, ιδρυτή του οινοποιείου, ο οποίος ήταν όμως και αμπελουργός. Η σκυτάλη πέρασε στον παππού Μαθιό, αμπελουργό, ο οποίος όσον αφορά την οινοποίηση στηρίχθηκε στον πατέρα του, ενώ ο πατέρας του Ματθαίου έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στο κομμάτι του οινοποιείου. Ο ίδιος μιλάει με μεγάλη υπερηφάνεια για τον αμπελώνα των 1.200 στρεμμάτων, στον οποίο έχει αφιερώσει πολύ χρόνο, κόπο και χρήμα. Ένα μεγάλο τμήμα του αποτελείται από πολύ παλιά αμπέλια, που φθάνουν και τα 250 χρόνια. Ένα επίσης μεγάλο τμήμα αναδιαρθρώθηκε, κυρίως με εμβολιασμούς. «Όλος ο αμπελώνας βρίσκεται σε εξαιρετική κατάσταση μετά από είκοσι χρόνια σκληρής δουλειάς», υπογραμμίζει.
Οι βασικές ετικέτες του Κτήματος είναι τρεις: η σειρά Ατλαντίς, το Κτήμα Αργυρού και η σειρά των Cuvée (Monsignori, Evdemon και Νυχτέρι, το οποίο δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμη στην αγορά). «Τα Cuvée είναι ξεκάθαρα κρασιά, που εκφράζουν εμένα. Το Ατλαντίς είναι πιο εμπορικό. Φτιάχνουμε ένα κρασί που αρέσει στον καταναλωτή, ένα κρασί εύκολο, κομμένο και ραμμένο στα γούστα της πλειονότητας του καταναλωτικού κοινού. Το Κτήμα Αργυρού είναι ένα κρασί που με εκφράζει, αλλά η ματιά είναι και πάλι γυρισμένη προς τον καταναλωτή. Βέβαια, αυτό που ήθελα ήταν ένα κρασί που να εκφράζει καλύτερα τον αμπελώνα. Γι’ αυτό αποφάσισα να βγάλω το Cuvée Μοnsignori, που προέρχεται από τα πιο παλιά αμπελοτόπια του νησιού, τα οποία ανήκαν στην Καθολική Εκκλησία [σ.σ.: εξ ου και η ονομασία «Monsignori»]. Επέλεξα την οινοποίηση σε ανοξείδωτη δεξαμενή γιατί το ανοξείδωτο δίνει καθαρά και μόνο τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας, και το ζητούμενο εδώ ήταν αυτό. Το Cuvée Εvdemon είναι το αγαπημένο μου και θεωρώ ότι είναι το πιο ακραίο κρασί της Σαντορίνης. Είναι δύο αμπελοτόπια όπου κάνω βιοδυναμική καλλιέργεια, βιοδυναμική όπως την καταλαβαίνω εγώ – αυτό που κοιτάω δεν είναι τα μαντζούνια ή τα κέρατα με τις κοπριές, αλλά η ενέργεια. Εδώ η οινοποίηση είναι διαφορετική, το 25% σε δρύινα γαλλικά βαρέλια και το 75% σε ανοξείδωτες δεξαμενές. Το Cuvée Νυχτέρι, τέλος, ίσως βγει το σπουδαιότερο κρασί του οινοποιείου, με τις υψηλότερες βαθμολογίες και τα περισσότερα μετάλλια. Είναι ένα κρασί από τα πολύ σπουδαία αμπελοτόπια του Πύργου και του Μεγαλοχωρίου, και εδώ η οινοποίηση γίνεται 100% σε γαλλικά βαρέλια.»
Κοινό χαρακτηριστικό και των τριών Cuvée είναι ότι μετά την εμφιάλωσή τους παραμένουν τουλάχιστον έναν χρόνο στα κελάρια, προτού κυκλοφορήσουν στην αγορά. «Θέλουμε ο καταναλωτής, όταν πάρει τη φιάλη, να είναι έτοιμη και όχι να χρειάζεται να την παλαιώσει. Υπάρχουν βέβαια και οι ψαγμένοι, που θα πάρουν ένα Cuvée Εvdemon και θα το κρατήσουν άλλη μία πενταετία. Ακόμη καλύτερα».
Πόσο εύκολη, όμως, είναι για έναν παραγωγό αυτή η προσέγγιση; Οικονομικά δεν δημιουργεί δυσκολίες; «Φυσικά και δεν είναι εύκολο να κρατάς αποθέματα στα κελάρια σου, μας ζορίζει, δεν είμαστε τράπεζα, Κτήμα είμαστε. Από την άλλη, ωστόσο, δεν μπορούμε να κάνουμε διαφορετικά». Η εμπειρία από την παλαίωση των Vinsanto, των επιδόρπιων κρασιών που παραμένουν για πολλές δεκαετίες μέσα στα βαρέλια πριν εμφιαλωθούν, έχει δώσει την κατεύθυνση και για τα ξηρά λευκά κρασιά, τα οποία βρίσκουν τον δρόμο τους στην αγορά όταν είναι απόλυτα έτοιμα προς κατανάλωση. Και αυτό, σύμφωνα με τον Ματθαίο Αργυρό, δεν είναι δυνατόν να γίνει χωρίς ιδιόκτητο αμπελώνα, ο οποίος, αντίθετα με αυτό που πιστεύουν κάποιοι, αυξάνει κατά πολύ το κόστος. «Στη Σαντορίνη, οικονομικά δεν συμφέρει να έχεις δικά σου αμπέλια, πρώτον γιατί απαιτούνται τεράστια κεφάλαια για να αγοράσεις αμπελώνες και δεύτερον οι στρεμματικές αποδόσεις είναι πολύ μικρές». Και όμως, παρά τις παραπάνω δυσκολίες, η δική του εμμονή είναι αυτή και η φιλοσοφία του Κτήματος κινείται γύρω από την παραγωγή των συγκεκριμένων κρασιών.
Πόσο έτοιμος, όμως, είναι ο Έλληνας καταναλωτής να εκτιμήσει αυτού του είδους τα κρασιά; «Παρά πολύ έτοιμος. Τα τελευταία χρόνια ο Έλληνας έχει αγαπήσει το κρασί, έχουν βγει πολύ καλοί σομελιέ, που ενημερώνουν, εκπαιδεύουν το κοινό να διαβάσει, να δοκιμάσει κρασιά όχι μόνο ελληνικά, αλλά και από όλο τον πλανήτη, να τα συνδυάσει με φαγητό, να καταλάβει τις διαφορές. Έχουν γίνει τεράστια βήματα στην Ελλάδα».
Η πορεία του Κτήματος για τον Ματθαίο Αργυρό είναι μονόδρομος, και ο ίδιος είναι σίγουρος ότι θα οδηγήσει στη δημιουργία και άλλων εξαιρετικών κρασιών. Είναι σαφές ότι ο στόχος είναι αυτός, ανεξαρτήτως κόστους. «Ο Ευδαίμων του 2016 είναι ένα εξαιρετικό κρασί, το 2017 πάει προς τα επίπεδα που το θέλω εγώ, το 2018 και το 2019 θα είναι πολύ σπουδαία κρασιά, παγκόσμιας κλάσης. Νομίζω ότι ο Ευδαίμων και το Νυχτέρι σε κάποια χρόνια από τώρα θα μπορούν να στέκονται δίπλα στα μεγαλύτερα λευκά του πλανήτη. Κρίνοντας αυτά και βλέποντας την κατάσταση του αμπελώνα, θεωρώ ότι την επόμενη δεκαετία το Κτήμα θα φτιάχνει ακόμη σπουδαιότερα κρασιά, και είναι ακριβώς αυτό που μας δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε να επενδύουμε και να παλεύουμε για την ποιότητα».
Μπορεί άραγε αυτό το οινοποιείο να λειτουργήσει ως σημαιοφόρος για τους υπόλοιπους οινοποιούς που δραστηριοποιούνται ή θέλουν να δραστηριοποιηθούν στη Σαντορίνη; «Είμαστε ένα οινοποιείο που έχει τραβήξει την πορεία του. Έχουμε επενδύσει στα αμπέλια, επενδύσαμε στο καινούργιο οινοποιείο, κάνουμε ό,τι καλύτερο μπορούμε. Μακάρι να βρεθούν κι άλλα οινοποιεία να ακολουθήσουν αυτόν τον δρόμο, γιατί, όταν είμαστε περισσότεροι, είμαστε πιο ισχυροί. Όσο περισσότερα καλά οινοποιεία υπάρχουν, όσο περισσότερες διακρίσεις, όσο περισσότερο ακούγεται το terroir της Σαντορίνης, τόσο καλύτερο για όλους μας».
Τι είναι, όμως, αυτό που λείπει αυτή τη στιγμή και εμποδίζει τη Σαντορίνη να βρεθεί πραγματικά εκεί που της αξίζει; Κατά τον Ματθαίο Αργυρό, λείπουν πολλά πράγματα. «Κατ’ αρχάς, εμείς οι οινοπαραγωγοί πρέπει μόνοι μας να επενδύσουμε πολύ περισσότερα τόσο στον αμπελώνα όσο και στα οινοποιεία. Ας επενδύσουμε λοιπόν, για να τα πάμε καλύτερα. Πολλοί με ρωτούν αν χωρούν άλλα οινοποιεία στη Σαντορίνη. Χωρούν ναι, αλλά με μια προϋπόθεση: να επενδύσουν στα αμπέλια. Το να έρχονται εδώ οινοποιεία καινούργια και να μπαίνουν στη διαδικασία δημοπράτησης του σταφυλιού δεν ωφελεί κανέναν, απλώς εκτινάσσει τις τιμές. Επιπλέον, η Σαντορίνη χρειάζεται χωροταξικό σχεδιασμό για να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα. Αυτό, σε συνδυασμό με σοβαρές επενδύσεις που θα αγκαλιάζουν τον αμπελώνα, μπορεί να οδηγήσει τη Σαντορίνη πολύ ψηλά. Έχουμε πάρει αυτόν τον δρόμο, προς τα εκεί πηγαίνουμε. Όσο πιο σοβαρά το πάρουμε, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσουμε». g