εννήθηκα στις 11.10.1974 στον Πειραιά . Είμαι κάτοχος του Wine…
Βρέθηκα πριν λίγες εβδομάδες στη Vinitaly, το ετήσιο ραντεβού των αγοραστών, οινοχόων, οινόφιλων του πλανήτη που δραστηριοποιούνται στον Ιταλικό αμπελώνα.
Πρόκειται για ένα τεράστιο εκθεσιακό χώρο στη Βερόνα με χιλιάδες εκθέτες – παραγωγούς κρασιού από κάθε γωνιά της γειτονικής χώρας. Ακούγεται διασκεδαστικό (hard to believe it’s business όπως έλεγε το σλόγκαν της έκθεσης κάποια χρόνια πριν) και όντως έτσι είναι σε μεγάλο βαθμό, με τη διαφορά πως αναχωρώντας από τη Βερόνα κάθε συνεπής αγοραστής θα πρέπει να κουβαλάει στις αποσκευές του σωστά συμπεράσματα και επικερδείς συμφωνίες.
Στη δική μου περίπτωση, η προδιάθεση να δοκιμάσω κρασιά από περιοχές όπως η Απουλία, η Καλαβρία, η Καμπανία, το Αμπρούτσο, η Σικελία, η Σαρδηνία έκανε τα πράγματα πραγματικά δύσκολα.
Πιο συγκεκριμένα δοκίμασα εκατοντάδες κρασιά που ευγενικά και με ιδιαίτερα επιεική διάθεση θα χαρακτήριζα συμπαθητικά – ενδιαφέροντα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν θα καιγόμουν να τα έχω στο κελάρι μου. Σας θυμίζω πως συμπαθητικό – ενδιαφέρον είναι η έκφραση που χρησιμοποιούμε όλοι οι επαγγελματίες ως ένδειξη τακτ μπροστά σε μέτρια και καθόλου αξιομνημόνευτα κρασιά.
Όσο οι ώρες περνούσαν, η απογοήτευση και οι συμβιβασμοί υποχωρούσαν σε αντίθεση με πιο ψύχραιμα και ασφαλή συμπεράσματα που έβαλα στις αποσκευές μου.
Η εξήγηση κρύβεται στο γεγονός πως όλες οι περιοχές που αναφέρθηκα είναι ακραία τουριστικές που σημαίνει πως ο τοπικός οινοποιός μπορεί να επαναπαυτεί στις άμεσες πωλήσεις των κρασιών του αποκλειστικά και μόνο επειδή είναι τοπικά. Αναπόφευκτα δεν θα κοπιάσει ώστε να δημιουργήσει κάτι το ανταγωνιστικό και αξιομνημόνευτο σε μια πιο ευρεία κλίμακα από το μικρόκοσμο της περιοχής του. Από μια άλλη σκοπιά οι τουρίστες πολύ λογικά σκεπτόμενοι, διψάνε για οτιδήποτε το local, κάτι που κάνει την ποιοτική βαθμίδα των κρασιών πολύ δύσκολα μεταβλητή.
Για να είμαι ειλικρινής το φαινόμενο που αναφέρω δεν είναι αποκλειστικά Ιταλικό , το συναντάμε έντονα στον Ισπανικό Νότο, στις αντίστοιχες τουριστικές περιοχές της Γαλλίας, στην Πορτογαλία και σίγουρα σε αρκετούς τουριστικούς προορισμούς της Ελλάδας.
Ένα εύλογο ερώτημα που μπορεί να γεννηθεί είναι πως η Σαντορίνη, ένα νησί που δέχεται ορδές τουριστών σε ετήσια βάση κατάφερε όχι μόνο να διαφυλάξει την ποιότητα των κρασιών της αλλά να παράγει τα κορυφαία λευκά της χώρας μας.
Αρχικά πιστεύω πως η Σαντορίνη εγκαθιδρύθηκε οινικά πολύ πριν εγκαθιδρυθεί τουριστικά , ενώ η ιδιαιτερότητα του εδάφους και του μικροκλίματος πιο γενικά δημιουργούν ένα τόσο έντονο, χαρακτηριστικό, μοναδικό κρασί που δεν υποκύπτει σε εμπορικούς συμβιβασμούς. Σίγουρα η οινική ταυτότητα του νησιού θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν υπήρχε η οικογένεια Μπουτάρη και οι γηγενείς παραγωγοί τη μακρινή δεκαετία του 80 να προστατέψουν τα αμπέλια από την οικοδομική λαίλαπα.
Αρχική » ΤΟ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΟ ΠΑΡΑΔΟΞΟ
Το δίλημμα της συζήτησης για όλους εμάς είναι αν πρέπει να φοράμε το μανδύα της τοπικής κατανάλωσης ή να κινούμαστε πιο επιλεκτικά στις τουριστικές μας εξορμήσεις. Είναι λογικό αν π.χ βρεθώ στη Χώρα των Βάσκων να πιω Txakolina ή μήπως είναι βλασφημία να ζητήσω ένα δραματικά πιο ενδιαφέρον λευκό από το γειτονικό Rias Baixas.
Πιστεύω πως η τουριστική ανάπτυξη κάθε περιοχής μπορεί να αναδειχθεί σε ευχή και κατάρα ανάλογα με τον τρόπο που θα διαχειριστεί το φαινόμενο η εκάστοτε τοπική κοινωνία. Πολλά μέτρια κρασιά μπορούν να αναδειχτούν πρόσκαιρα ως σπουδαία στα χέρια των επιδέξιων περιγραφοποιών της τοπικής γαστρονομικής σχολής , το ζητούμενο είναι να μην ξεθωριάσει η μπογιά τους πριν καν μπουν στις αποσκευές των επισκεπτών.