Τρεις γενιές Ελλήνων συνέδεσαν το όνομά του με τη ρετσίνα και ειδικά με τη θρυλική τηλεοπτική και ραδιοφωνική διαφήμιση των ’70s:
- ― Χταποδάκι.
- ― Και Κουρτάκη!
- ― Γιουβετσάκι.
- ― Και Κουρτάκη!
- ― Σαγανάκι.
- ― Και Κουρτάκη!
Πράγματι, η Ρετσίνα Κουρτάκη, η «εκλεκτή, εύγευστη και από τα ίδια πάντα αμπέλια», συγκαταλέγεται εδώ και δεκαετίες στα πιο γνωστά και οικεία brand names στη χώρα μας. Όμως ο δημιουργός της, Βασίλης Κουρτάκης, πρόεδρος της εταιρείας «Ελληνικά Κελλάρια Οίνων», που έφυγε από τη ζωή τον περασμένο Σεπτέμβριο σε ηλικία 85 ετών, παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό «άγνωστος». Λίγοι πέρα από τους ανθρώπους του οινικού κλάδου γνώριζαν το εύρος των δραστηριοτήτων και των ενδιαφερόντων του και, κυρίως, το μέγεθος της προσφοράς του στο ελληνικό κρασί.
ΤΟ ΓΟΝΙΔΙΟ ΤΟΥ ΟΙΝΟΥ
Ο παππούς του, Βασίλειος Κουρτάκης, ήταν ο πρώτος διπλωματούχος οινολόγος στην Ελλάδα. Εκείνος δημιούργησε τον κλάδο – «γιατρό» τον αποκαλούσαν στην εποχή του. Το 1905 έφτιαξε το δικό του οινοποιείο, στο Μαρκόπουλο Αττικής. Εκπρόσωπος της τρίτης γενιάς, ο συνονόματος εγγονός του δεν μπόρεσε να ξεφύγει από τις καταβολές του. Αν και όνειρό του ήταν να σπουδάσει πυρηνικός φυσικός, τελικά το αμπέλι και το κρασί είχαν τον πρώτο λόγο στον επαγγελματικό προσανατολισμό του: πήρε πτυχίο Οινολογίας στην Ντιζόν της Γαλλίας, όπως και ο πατέρας του, Δημήτρης, παρέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση το 1965 και έκανε τη ρετσίνα αδιαμφισβήτητο best seller.
Όσοι τον γνώρισαν τον περιγράφουν ως άνθρωπο δίκαιο και ευγενή, με χιούμορ και αυτοσαρκασμό, που δεν μασούσε τα λόγια του. Όσοι βρέθηκαν πιο κοντά του, στον στενό προσωπικό και επαγγελματικό κύκλο του, μιλούν για έναν γενναιόδωρο μέντορα, για έναν αφοσιωμένο φίλο, για έναν άψογο επαγγελματία που ήξερε με λεπτομέρεια τα πάντα «για κάθε μικρό ή μεγάλο εργαλείο της δουλειάς του, από το χαρτί της ετικέτας έως τις φυγόκεντρες δυνάμεις στις καμπύλες των σωληνώσεων», όπως λέει ο επίτιμος πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου, Άγγελος Ρούβαλης. Ο Βασίλης Κουρτάκης ήταν «τελειομανής και πολύ avant-garde για την εποχή του» –έτσι θα τον θυμάται η αμπελουργός και οινοποιός Ρωξάνη Μάτσα– και ενέπνεε τους νέους ανθρώπους με τις γνώσεις και το πάθος του, όπως επιβεβαιώνει η συνεργάτις του στον ΣΕΟ Σοφία Πέρπερα.
Από τη δική μου συνάντηση μαζί του, τη δεκαετία του 2010, κρατώ την αγωνία του για την επέλαση –λόγω κρίσης, τότε– του χύμα κρασιού. «Οι Έλληνες δεν έχουν μάθει ακόμα να πίνουν και γι’ αυτό ευθυνόμαστε σε μεγάλο βαθμό εμείς, οι επαγγελματίες του χώρου. Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, κάναμε κούφια πρόοδο. Το κρασί, ιδιαίτερα το ακριβό, συνδέθηκε με το κοινωνικό status, πήγαινε “πακέτο” με το πολυτελές αυτοκίνητο και τα ακριβά ρούχα. Επιβλήθηκε από το lifestyle. Κάναμε επιλογές για φιγούρα. Και στην πρώτη δυσκολία τα μηδενίσαμε όλα και γυρίσαμε στο χύμα», είχε παραδεχτεί. Στη μνήμη μου έχουν επίσης εντυπωθεί η ευγένεια και η εγκαρδιότητά του, η αύρα του κοσμοπολίτη που τον χαρακτήριζε και το πάθος του για τα αγωνιστικά αυτοκίνητα. «Τρέχετε ακόμα;» τον είχα ρωτήσει. «Μα, οι μεγάλες αγάπες δεν χάνονται», είχε απαντήσει γελώντας ο Βασίλης Κουρτάκης. «Τρέχω καμιά φορά, αλλά μόνος. Να φάω εγώ τα μούτρα μου, όχι άλλοι!»
Η ΡΕΤΣΙΝΙΑ ΤΗΣ ΡΕΤΣΙΝΑΣ
Γεννήθηκε στην Αθήνα. Τελειώνοντας το Γυμνάσιο, έφυγε για την Οξφόρδη, για να σπουδάσει Πυρηνική Φυσική. Τα βρήκε δύσκολα, όπως παραδεχόταν, ένιωσε να ασφυκτιά και αποφάσισε να πάει στη Γαλλία, για σπουδές Οινολογίας στην Ντιζόν. Συμφοιτητής και συγκάτοικός του ήταν ο Μιγκέλ Τόρες, ο «πατριάρχης» του ισπανικού αμπελώνα. Και μολονότι ο νεαρός Κουρτάκης δεν του έκανε το χατίρι να παντρευτεί την αδελφή του, τη Μιραμάρ, όπως εκείνος ήθελε, γιατί ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε μια Γαλλίδα, παρέμειναν φίλοι για δεκαετίες. Η επιστροφή στην Ελλάδα δεν ήταν στα σχέδιά του εκείνα τα χρόνια. Εργαζόταν, άλλωστε, ως οινολόγος σε ένα μεγάλο οινοποιείο στην καρδιά της Βουργουνδίας – «έναν τόπο μαγικό», όπως έλεγε. Όμως, εκκρεμούσε η στρατιωτική θητεία του κι έτσι βρέθηκε ξανά στην πατρίδα, να υπηρετεί ένα προϊόν που δεν συμπαθούσε καν: τη ρετσίνα.
Είναι αλήθεια ότι στην αρχή της καριέρας του ο Βασίλης Κουρτάκης σχεδόν περιφρονούσε τη ρετσίνα, «γιατί ήταν ένα ιδιότυπο προϊόν, που δεν σου άφηνε περιθώρια να δημιουργήσεις ένα μεγάλο κρασί. Κι εγώ είχα διαφορετικά βιώματα, ερεθίσματα και φιλοδοξίες μετά το πέρασμά μου από τη Γαλλία». Παρ’ όλα αυτά, στα χέρια του η Ρετσίνα Κουρτάκη όχι μόνο επιβλήθηκε ως εμφιαλωμένη –καθοριστική στιγμή για το ελληνικό κρασί γενικότερα–, αλλά και γνώρισε μεγάλες δόξες. Όταν ανέλαβε την επιχείρηση, έπεισε τον πατέρα του να επενδύσουν στο εμφιαλωμένο κρασί, όχι στο χύμα, και ρίχτηκε με όλες τις δυνάμεις του στην προώθησή της. Η ανάπτυξη της εταιρείας ήταν περίπου 30% τον χρόνο. Οι πωλήσεις έφτασαν σε απίστευτους αριθμούς: 65 εκατομμύρια φιάλες τον χρόνο! Για ένα διάστημα η Ρετσίνα Κουρτάκη ήταν το πέμπτο πιο εμπορικό brand name στον κόσμο. Αργότερα, από περιόδους «δημιουργικής ανησυχίας» του προέκυψαν το Apelia, που συγκαταλέγεται ακόμα στα πρώτα κρασιά σπιτικής κατανάλωσης, και ο Kouros, που έφτασε να πωλείται στα τρένα-εξπρές της Ιαπωνίας (400.000 φιάλες τον χρόνο).
Με αυτόν τον τρόπο, όμως, ο Βασίλης Κουρτάκης έγινε δέσμιος της ίδιας του της επιτυχίας. Αισθάνθηκε ότι η ρετσίνα ήταν βαρίδι-τροχοπέδη που δεν τον άφηνε να προχωρήσει, να εξελιχθεί. «Προσπάθησα πολλές φορές να ξεφύγω και να δημιουργήσω άλλα κρασιά, αλλά μου είχε κολλήσει η ρετσινιά», μου είχε εκμυστηρευτεί σ’ εκείνη τη συνέντευξη. «Στην Ελλάδα αγαπάμε τις ταμπέλες. Κάποτε ο Μεταξάς προσπάθησε να βγάλει στην αγορά δικό του ούζο. Δεν έκανε τίποτα. Ο Καλογιάννης του Ούζου 12, από την άλλη, επιχείρησε να κάνει μπράντι – ήταν η ίδια αποτυχία. Εμείς κάναμε έρευνες που κατέδειξαν ότι δεν υπήρχε περίπτωση να έχουμε μέλλον σε άλλου τύπου κρασιά με το όνομα Κουρτάκης – ήταν “σημαδεμένο”». Έτσι πήρε μια απόφαση τολμηρή –αποκοτιά τη χαρακτήρισαν κάποιοι–, να αλλάξει το όνομα της εταιρείας σε «Ελληνικά Κελλάρια Οίνων». Και τα υπόλοιπα είναι πια Ιστορία…
Το όνομα της εταιρείας του άλλαξε, λοιπόν, αλλά η φιλοσοφία πάνω στην οποία στηριζόταν η λειτουργία της έμεινε ίδια. Για τον Βασίλη Κουρτάκη, ο σεβασμός στο αγοραστικό κοινό ήταν θεμελιώδης αξία: «Όποιος δίνει στον κόσμο κακής ποιότητας προϊόντα σε εξωφρενικές τιμές, θα χάσει την εμπιστοσύνη του. Ο καταναλωτής είναι προστάτης όλων μας».
ΤΡΕΙΣ ΦΙΛΟΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΤΟΥ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΗ ΚΟΥΡΤΑΚΗ
ΑΓΓΕΛΟΣ ΡΟΥΒΑΛΗΣ Οινολόγος ― Οινοποιός
Έχαιρε ήδη μεγάλης φήμης όταν αποφάσισε να σβήσει το όνομά του από τον χάρτη, γιατί η τεράστια επιτυχία της εμφιαλωμένης ρετσίνας του «θόλωνε» την υπόλοιπη δημιουργικότητά του – και την προσωπικότητά του. Ο Βασίλης Κουρτάκης ήταν ένας λαϊκός άνθρωπος, με λιτότητα στην καθημερινή ζωή του και ευκολία επικοινωνίας με τους άλλους. Όμως δεν ήταν πάντα έτσι, δεν ήταν μόνο έτσι! Νέος απέκτησε πολύπλευρες εμπειρίες σε πολλούς τομείς, ανθρώπινους, επιστημονικούς και τεχνικούς, που του προσέδωσαν σοφία, χιούμορ και αποτελεσματικότητα. Οι γνώσεις του ήταν εξαιρετικά λεπτομερείς για κάθε μικρό ή μεγάλο εργαλείο της δουλειάς του, από το χαρτί της ετικέτας έως τις φυγόκεντρες δυνάμεις στις καμπύλες των σωληνώσεων. Μου διηγιόταν πώς κάποτε μέσα στη φούρια του τρύγου, καθώς συνέβη μια βλάβη στο πιεστήριο του οινοποιείου στη Μαντινεία και όλοι περίμεναν τον τεχνικό της αντιπροσωπείας για να λύσει το πρόβλημα, εκείνος έφτασε incognito από την Αθήνα στο οινοποιείο και επισκεύασε τη ζημιά μέσα στη νύχτα, με αποτέλεσμα ο τεχνικός το επόμενο πρωί να αναρωτιέται τι έγινε και όλα ήταν εντάξει! Οι γνώσεις του για τον ελληνικό αμπελώνα και τους οινοποιούς ήταν ανεξάντλητες. Δοκίμαζε τακτικά κρασιά, τα δικά του και του «ανταγωνισμού», και η σχέση ποιότητας – τιμής ήταν μόνιμη έγνοια του, καθώς πίστευε ότι η αγορά δεν μπορεί να ξεφύγει, σε γενικές γραμμές, από αυτή τη νομοτέλεια. Εν κατακλείδι, όπως θα έλεγε και ο ίδιος χωρατεύοντας, «η ζημιά είναι ανυπολόγιστη ως μη δυνάμενη να μετρηθεί»! Όσο θα περνάει ο καιρός, τόσο θα τον εκτιμούμε και θα τον σεβόμαστε περισσότερο.
ΡΩΞΑΝΗ ΜΑΤΣΑ Αμπελουργός ― Οινοποιός
Τον γνώριζα από μικρή, μια και οι οικογένειές μας διατηρούσαν φιλικές σχέσεις και ο κύριος Μίμης, ο πατέρας του, μας βοήθησε όταν κυκλοφορήσαμε το πρώτο μας κρασί, το 1967. Γνωρίζοντάς τον όμως στον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου, τη δεκαετία του ’90, εκτός του ότι τον αγάπησα πολύ, άρχισα και να τον θαυμάζω απεριόριστα. Από εκεί και πέρα, ο Βασίλης Κουρτάκης καθόρισε τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνομαι την πορεία του ελληνικού κρασιού. Γνώριζε τον αμπελοοινικό τομέα και τη σχετική νομοθεσία σε βάθος. Κατανοούσε πώς μια μικρή αλλαγή σε ένα σημείο στίξης μπορούσε να αλλάξει όλο το νόημα ενός νομοθετικού διατάγματος. Είχε μυαλό-ξυράφι, ήταν κοσμοπολίτης και χαριτωμένος. Ταυτόχρονα, όμως, δύσκολος, τελειομανής έως και στριμμένος. Γοητευτικός, όμως, πάντα. Σίγουρα πολύ avant-garde για την εποχή του. Εκείνος έβγαλε στην αγορά το πρώτο εμφιαλωμένο κρασί ευρείας κατανάλωσης τη δεκαετία του ’70, τη Ρετσίνα Κουρτάκη. Οι παλιοί θα θυμούνται τις εκπληκτικές διαφημίσεις της στην τηλεόραση αλλά και τις γιγαντοαφίσες που άφησαν εποχή. Η εταιρεία του συντηρούσε –και εξακολουθεί να συντηρεί– τη μισή Ελλάδα αμπελουργικά, αφού παίρνει εκατοντάδες χιλιάδες τόνους σταφύλια. Ήταν εργασιομανής και τα Σαββατοκύριακα τα περνούσε μόνο με αγαπημένους αμπελουργούς σε κάποιες από τις οινικές περιοχές από τις οποίες προμηθευόταν σταφύλια. Ο Κουρτάκης ήταν ένας από τους πιο παρεξηγημένους οινοποιούς της χώρας και δεν είμαι σίγουρη αν ο κλάδος μας έχει συνειδητοποιήσει πόσα πολλά του χρωστάει για την προσφορά του στο ελληνικό κρασί και την καθοριστική παρουσία του ως προέδρου, για οκτώ χρόνια, στην Comité Européen des Entreprises Vins.
ΣΟΦΙΑ ΠΕΡΠΕΡΑ
Σύμβουλος Συνδέσμου Ελληνικού Οίνου
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Βασίλη Κουρτάκη στον Σύνδεσμο Ελληνικού Οίνου, όπου προσλήφθηκα όταν εκείνος ήταν πρόεδρος (ο μακροβιότερος, για δώδεκα χρόνια). Με εντυπωσίασε από την πρώτη στιγμή. Ήταν πολυσχιδής προσωπικότητα, ευφυής, καλλιεργημένος, κοσμοπολίτης και αφοπλιστικά ευγενής. Με ενέπνεε ο τρόπος που έγραφε: ο λόγος του μπορούσε να είναι ήπιος και την ίδια στιγμή αιχμηρός σαν ξυράφι. Ήταν από τους πιο έξυπνους και παθιασμένους ανθρώπους που έχω γνωρίσει, απίστευτα εργασιομανής και τελειομανής. Διέθετε ατέλειωτες ώρες κάθε μέρα προσπαθώντας να επιλύσει θέματα του κλάδου σε εθνικό ή διεθνές επίπεδο. Του άρεσε πολύ να περνάει χρόνο με αμπελουργούς σε διάφορες οινοπαραγωγούς περιοχές της Ελλάδας, ενώ οι υπάλληλοί του τον λάτρευαν γιατί ήταν δίκαιος και τους πρόσεχε. Γνώριζε πολύ καλά τον παγκόσμιο αμπελώνα και τις διεθνείς τάσεις και υπήρξε ο μόνος Έλληνας που διετέλεσε επί οκτώ χρόνια πρόεδρος της κορυφαίας ευρωπαϊκής οργάνωσης Comité Européen des Entreprises Vins, η οποία εκπροσωπεί 23 εθνικές οργανώσεις και 7.000 οινοπαραγωγούς εταιρείες σε όλη την Ευρώπη. Έμαθα πολλά από εκείνον. Πίστεψε σ’ εμένα και με βοήθησε να ανοίξω τα φτερά μου. Για χρόνια προσπαθούσε να ξεφύγει από τη ρετσινιά της ρετσίνας, αφού η επιτυχία της Ρετσίνας Κουρτάκη ταύτισε στη συνείδηση των καταναλωτών το όνομά του με το συγκεκριμένο προϊόν. Έτσι, δεν δίστασε ακόμα και να αλλάξει το όνομα της εταιρείας του σε «Ελληνικά Κελλάρια Οίνων». Συχνά αναρωτιέμαι αν οι νέοι οινοποιοί γνωρίζουν πόσο πολλά του χρωστούν… •