Γεννήθηκε στο Χαλάνδρι, τέλη της δεκατίες του ‘80. Σπούδασε με…
Ιστορίες κρασιού και όχι μόνο. Ο Νώντας Παππάς, συνιδιοκτήτης του Loggia Wine Bar στη Σίφνο και μουσικός –μόλις κυκλοφόρησε ένα νέο σόλο άλμπουμ–, μιλάει μπροστά από ένα μπουκάλι κρασί με τον φίλο του Γιάννη Παππά.
Γιάννης Παππάς: Έχουμε πιει τόσα κρασιά παρέα σε διάφορες μαζώξεις, αλλά είναι η πρώτη φορά που βρισκόμαστε οι δυο μας να τα πούμε ήρεμα κι ωραία.
Νώντας Παππάς: Ισχύει! Τι κάνεις; Πώς πέρασες το καλοκαίρι;
ΓΠ: Τον Ιούλιο έκανα δύο ταξίδια. Τέσσερις μέρες στην αγαπημένη μου Κεφαλονιά, για οινοτουρισμό και λίγα μπάνια, και μία βδομάδα στην Αμοργό, όπου χαλάρωσα πραγματικά. Εσύ δεν θα ρωτήσω. Φαντάζομαι ότι μέχρι τώρα ήσουν σερί στη Σίφνο, να πίνεις κρασιά στο Loggia, σωστά;
ΝΠ: Ναι, μόνο που δεν πίνουμε και τόσο. Πιο πολύ θα το περιέγραφα ως «έχω χάσει οκτώ κιλά μέσα σε τρεις μήνες από την τόση δουλειά». Πλάκα πλάκα, μπορείς να παραγγείλεις ένα κρασί να πιούμε;
ΓΠ: Έχω ήδη παραγγείλει. Θα πιούμε το ροζέ Mountcloud από το οινοποιείο Navitas στο Λιτόχωρο!
ΝΠ: Δεν σε είχα να πίνεις ροζέ.
ΓΠ: Κακώς. Δεν σνομπάρω καμία κατηγορία κρασιού. Ειδικά τα ροζέ μου αρέσουν πάρα πολύ. Εσένα σου αρέσουν;
ΝΠ: Πολύ, ειδικά τα λίγο πιο funky, λίγο πιο γεμάτα. Τα πιο ελληνικού στιλ, ας το πούμε. Θυμιόπουλος, Τάτσης, Κίκονες. Αλλά πίνω πολύ ευχάριστα και τα στιλ Προβηγκίας. Για πες τελικά, είμαστε μακρινοί συγγενείς;
ΓΠ: Χλωμό. Παλιά, όταν γνώριζα έναν Παππά, το έψαχνα λιγάκι. Όταν όμως κατάλαβα πόσοι Παππάδες υπάρχουν, σταμάτησα να ασχολούμαι. Πώς είναι το νησί;
ΝΠ: Φέτος ήταν ένα εξαιρετικό καλοκαίρι για το νησί γενικότερα, αλλά και για το Loggia ειδικότερα. Έχουμε δημιουργήσει μια πολύ όμορφη ομάδα με το υπόλοιπο προσωπικό, και ο κόσμος νιώθουμε ότι μας εμπιστεύεται πολύ στο τι θα πιει. Ακούν και δοκιμάζουν ό,τι τους προτείνουμε και σχεδόν πάντα βλέπεις χαμόγελα και ενθουσιασμό.
ΓΠ: Κι αυτό είναι πολύ ωραίο συναίσθημα στη δουλειά μας. Το να σε εμπιστεύεται ο πελάτης για να δοκιμάσει κάτι καινούργιο, κάτι που μπορεί να πηγαίνει κόντρα στα μέχρι τώρα γούστα του. Νιώθεις ότι πιάνει τόπο το διάβασμα και τα χιλιάδες κρασιά που έχεις πιει. Η αγάπη με το κρασί πώς προέκυψε;
ΝΠ: Πάντα μου άρεσε το κρασί. Πάντα έπινα όταν έβγαινα για φαγητό ή σε καλέσματα σε σπίτια φίλων κ.λπ. Απλώς, κατά τη διάρκεια της καραντίνας μού δόθηκε η ευκαιρία να το εξερευνήσω περισσότερο. Με τον Ορέστη και τον Νίκο, δύο πολύ καλούς μου φίλους, έχουμε κάνει πολλά τραπεζώματα. Εκείνοι μαγείρευαν κι εγώ διάλεγα τα κρασιά. Ένα βράδυ, μας ήρθε η ιδέα να ανοίξουμε ένα μαγαζί. Θέλαμε να εκφράσουμε την αγάπη μας για το κρασί και τη μουσική. Κι έτσι έγινε το Loggia.
ΓΠ: Τι κρασί σερβίρετε;
ΝΠ: Έχουμε κυρίως ελληνικό αμπελώνα, αλλά υπάρχουν και μερικές επιλογές από εισαγόμενα. Προτιμάμε κρασιά ήπιας, φυσικής οινοποίησης, αλλά χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα δουλέψουμε ένα κρασί που μας αρέσει πολύ, αλλά έχει ζύμες εμπορίου.
ΓΠ: Συμφωνώ. Γενικά, τα natural wines αρέσουν στον κόσμο;
ΝΠ: Οι περισσότεροι πελάτες μας είναι Γάλλοι τουρίστες. Εκείνοι είναι πολύ εξοικειωμένοι με τα φυσικά κρασιά. Έχω την αίσθηση ότι στην Ελλάδα τα έχουμε πάρει με κακό μάτι, κάτι που δεν συμβαίνει τόσο στο εξωτερικό.
ΓΠ: Ναι, αν θέλεις την άποψή μου, αυτό συμβαίνει. Στην Ελλάδα, τώρα έχουμε αρχίσει να τα κατανοούμε και να τα δέχεται η παλέτα μας. Κι αυτό φαίνεται πολύ από τη στροφή που έχουν κάνει πολλοί Έλληνες οινοποιοί. Από παντού ξεπετάγονται orange wines, αμφορείς, τσιμεντένια αυγά κ.λπ. Όλο και περισσότερες ετικέτες κρασιών αναγράφουν όρους όπως «wild ferment», «άγριες ζύμες» και άλλα πολλά παραδείγματα.
ΝΠ: Καλά, εγώ θυμάμαι και αρκετό κόσμο της γαστρονομίας που παλαιότερα τα χαρακτήριζε δημόσια στα social media ως «πορτοκαλάδες» και τώρα πια τους βλέπεις να πίνουν μόνο Οικονόμου και Λίγα. Μερικές φορές, όταν κάτι μας είναι άγνωστο, το φοβόμαστε τόσο που το πολεμάμε αντί να του δώσουμε μια ευκαιρία.
ΓΠ: Εντάξει, για να πούμε και του στραβού το δίκιο, κυκλοφορούν πολλά κρασιά εκεί έξω που κρύβουν τα ελαττώματά τους κάτω από τον όρο «φυσικό κρασί». Αλλά επανέρχομαι σ’ αυτό που λέγαμε προηγουμένως, γι’ αυτό είμαστε εμείς εδώ και πρέπει να μας εμπιστευτεί ο κόσμος.
ΝΠ: Ακριβώς. Δεν θέλω να ευλογήσω τα γένια μας, αλλά στο Loggia δοκιμάζουμε καθημερινά. Είτε ανοίγουμε μια φιάλη που δεν έχουμε δοκιμάσει είτε κάνουμε τυφλές δοκιμές για εξάσκηση, γίνονται πραγματάκια. Παραγγέλνω δύο πίτσες, γιατί με τόση ένταση πείνασα!
ΓΠ: Ναι αμέ. Κι εγώ θα διαλέξω να πιούμε ένα κοκκινάκι να ταιριάζει με την πίτσα. Πώς και είσαι στην Αθήνα αρχές Σεπτέμβρη και δεν είσαι στη Σίφνο; Τι μας κρύβεις;
ΝΠ: Δεν το κρύβω, ίσα ίσα. Μόλις επέστρεψα από ένα τρελό Σαββατοκύριακο στη Βενετία. Είχα πάει για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου.
ΓΠ: Πώς κι έτσι;
ΝΠ: Έχω γράψει τους στίχους για τη μουσική της νέας ταινίας του Ρομέν Γαβρά, που λέγεται «Αθήνα», και πήγαμε όλοι μαζί για το φεστιβάλ. Εκεί να δεις ένα dinner που μας έκανε η εταιρεία παραγωγής. Σε ένα ιταλικό εστιατόριο με ένα αστέρι Michelin, ήπιαμε ένα Montrachet του 1997.
ΓΠ: Ωραίο;
ΝΠ: Ουφφφ, ασύλληπτο. Ακόμα πολύ ζωντανό, είχε εξελιχθεί σε ξηροκάρπια, μέλι και κηρήθρα, αλλά είχε και μια πολύ ωραία φρεσκάδα. Δεν ξέρω αν ταίριαζε με αυτά που τρώγαμε ή αν εγώ ήμουν τόσο ενθουσιασμένος με το κρασί, πάντως ο συνδυασμός με το φαγητό ήταν το κάτι άλλο.
ΓΠ: Με τη μουσική πόσα χρόνια ασχολείσαι;
ΝΠ: Από πολύ μικρός. Έπαιζε ο παππούς μου πιάνο παλιά κι εγώ τον κοιτούσα και τον θαύμαζα. Αυτός ήταν ο κύριος λόγος που τα χνάρια μου βάδισαν προς τη μουσική. Έμαθα μόνος μου κιθάρα στα 14, είχα κάποιες μπάντες στο Γυμνάσιο-Λύκειο όπου έπαιζα τρομπόνι και μετά που πήγα για σπουδές στο Λονδίνο, άρχισα να γράφω ηλεκτρονική μουσική. Εκεί άρχισα να πηγαίνω σε κλαμπ με τέτοιου είδους μουσική, γι’ αυτό και έχω τέτοιες επιρροές. Στη συνέχεια ξεκίνησα τους Acid Baby Jesus, οι οποίοι μετράνε ήδη 11 χρόνια ζωής! Σταματήσαμε να παίζουμε λόγω Covid, αλλά τώρα αισθάνομαι ότι θα μας ξανάρθει.
ΓΠ: Και οι Noda & the Pappas;
Αρχική » WINE BUDDIES, ΝΩΝΤΑΣ ΠΑΠΠΑΣ
ΝΠ: Noda & the Pappas είναι ένα νέο solo project. Τον Μάιο του 2022, μάλιστα, κάναμε το πρώτο μας live στο Ρομάντσο.
ΓΠ: Είχες ξαναβρεθεί στη σκηνή του Ρομάντσου, δύο μήνες πριν.
ΝΠ: Πολύ σωστά. Στις «Βάκχες 2.0.», στο κλείσιμο της έκθεσης. Έχω ξαναπαίξει στο Ρομάντσο και είναι ένας χώρος που μου αρέσει πολύ.
Τι πίνουμε τελικά;
ΓΠ: Ένα ερυθρό από το Marche της Ιταλίας. Είναι ένα μικρό οικογενειακό οινοποιείο που κρατάει από το 1970 και λέγεται Aurora. Είναι Montepulciano και Sangiovese. Σου αρέσει;
ΝΠ: Πάρα πολύ ωραίο. Εσένα;
ΓΠ: Δεν ξέρω. Δεν καταλαβαίνω. Έκαψα τη γλώσσα μου με την πίτσα.
ΝΠ: Μπέμπης…
ΓΠ: Τι να κάνω; Πεινούσα. Δεν πειράζει, το έχω ξαναπιεί.
ΝΠ: Πάντως, το ερυθρό ταίριαξε πολύ ωραία με την πίτσα. Πολύ καλή επιλογή.
ΓΠ: Ευχαριστώ, φίλε. Θα σε ξαναδώ την επόμενη φορά που θα έρθεις στην Αθήνα.
ΝΠ: Μπορεί και νωρίτερα, αν αξιωθείς να κατέβεις στη Σίφνο τώρα τον Σεπτέμβρη.
ΓΠ: Χμμμ, δεν είναι κακή ιδέα! Καλή επιστροφή να έχεις, φίλε. Σε ευχαριστώ για απόψε.
ΝΠ: Εγώ ευχαριστώ.