ΣΚΗΝΕΣ ΓΑΛΗΝΗΣ ΣΤΗΝ ΑΣΤΥΠΑΛΑΙΑ

Θάλεια Καρτάλη

Σκηνικό βγαλμένο από τη δεκαετία του ’50, στη μακρινή Αστυπάλαια.

Η Ρομπέρτα κοιτάει γύρω της με απορία. Μια φωνή από μέσα της φωνάζει: «Πάρε, παιδί μου, το μπλοκάκι και σημείωνε». Το βλέμμα της πλανάται στον μικρό μαυροπίνακα με τα εδέσματα· εξακολουθεί να μην καταλαβαίνει. «Είναι self service», προσπαθώ να της εξηγήσω, αλλά εκείνη εξακολουθεί να με κοιτάει με απορία: «I am Italian, I don’t understand». Οκ, καλά θα πάει αυτό, σκέφτομαι μέσα μου… καθώς προσπαθώ κι εγώ να καταλάβω πώς δουλεύει το σύστημα.
Καλώς ορίσατε στη «Γαλήνη» – ή αλλιώς, η ταβέρνα της κυρα-Μαρίας, όπως την ξέρουν οι ντόπιοι. Το σκηνικό; Απολύτως σουρεάλ. ‘Ενας δρόμος ασφαλτοστρωμένος που σταματά απότομα και γίνεται χωματόδρόμος σα να τελείωσαν τα λεφτά, σκεπτόμαστε, μας φέρνει σε αυτόν τον μικρό οικισμό. Το τοπίο γύρω κάπως άγριο, πέτρες και εγκαταλελειμμένα κτίσματα. Που και που κανένα σπιτάκι με κάποιο σημείο ζωής.
Στην άκρη του κόλπου Βαθύ – όνομα και πράγμα – ένα κτίσμα στολισμένο με γλάστρες και, μπροστά, ένας μώλος. Γύρω γύρω μικρότερα κτίσματα: άλλα ημιτελή, άλλα με τις αναμονές να… αναμένουν το πανωσήκωμα. Τίποτα όμως δεν προδίδει καμία τέτοια διάθεση. Στον μώλο μια μικρή ψαρόβαρκα, ακίνητη, δίνει μια υπέροχη πινελιά σε αυτό το αδιανόητα γαλήνιο σκηνικό.

Καθώς ανεβαίνουμε τα λιγοστά σκαλιά της εισόδου, η επιγραφή στον μαυροπίνακα μας προειδοποιεί: Ανοιχτά 14:00–19:00. Οκ, έχουμε φθάσει την κατάλληλη ώρα για ένα μεσημεριανό ουζάκι.
Μας υποδέχεται πρόσχαρη η κ. Μαρία.
«Καλώς ήρθατε, καλώς ήρθατε!»
«Είστε ανοιχτά;» ρωτάμε διστακτικά, μιας και τίποτα – εκτός από το απορημένο ζευγάρι των Ιταλών – δεν προδίδει κάποια κινητικότητα.
«Φυσικά, φυσικά, καθίστε».
Τα υπόλοιπα τα βρίσκουμε μόνοι μας, υπό την καθοδήγηση της κ. Μαρίας. Λίγα λόγια: «Έλα μέσα να πάρεις τη λαδόκολλα. Ποτήρια αριστερά, πάγος δεξιά. Ό,τι θέλεις να πιεις, στο ψυγείο». Μάλιστα.
Στον τοίχο, κρεμασμένοι οι μικροί μαυροπίνακες που εκτελούν χρέη καταλόγου, και από κάτω τα μπλοκάκια με τα στυλό για να σημειώσουμε.
«Έλα να σου πω», ακούω τη φωνή της κ. Μαρίας. «Πριν σημειώσεις, μόλις έβγαλα τα γεμιστά.Δεν έχω προλάβει να τα γράψω στον πίνακα. Και θα σου τηγανίσω και κεφτέδες, αν θέλεις». Τι άλλο να ζητήσει ο άνθρωπος… Οκ, να προσθέσω και τη ντοματοσαλάτα.
«Το όνομά σου να γράψεις και να το αφήσεις εδώ, στον πάγκο».
Η κ. Μαρία εξαφανίζεται στην κουζίνα της. Η μυρωδιά από τους κεφτέδες που τηγανίζονται μας έχει ανοίξει την όρεξη και σε λίγο φωνάζει για να διαλέξουμε τι θέλουμε να μας βάλει από τα γεμιστά: ντομάτα, πιπεριά, κολοκύθι, μελιτζάνα… Απίθανες γεύσεις. Εκείνες που θα ήθελες να συναντάς σε κάθε ταβέρνα των νησιών, αντί για πολύπλοκα πιάτα μιας κουζίνας που θέλει να ονομάζεται «μεταμοντέρνα ελληνική» (ας μην επεκταθούμε…).
«Κορίτσι, για έλα δω ξανά μία, σε σηκώνω πάλι…», ακούω τη γνώριμη πια φωνή και σκέφτομαι: «Ωχ, τι δεν έκανα καλά;». Πλησιάζω στον πάγκο, και εκεί με περιμένει ένα πιάτο ολόφρεσκες πατάτες τηγανητές – από εκείνες που όλοι ψάχνουμε αλλά ποτέ δεν βρίσκουμε:
«Πάρε να ευχαριστηθείς πατάτα, προσφορά του καταστήματος».
Πώς να πεις όχι; Τις καταβροχθίζουμε χωρίς καμία ενοχή.
Καθώς ακουμπάω τον δίσκο με τα πιάτα μας στον πάγκο, ρωτώ την κ. Μαρία τι χρωστάμε.
«Ε, καλά, δεν έκανες την πρόσθεση; Εγώ θα σου πω; Πρόσθεση ξέρεις, δεν είναι;»
Καθώς κατεβαίνουμε τα σκαλοπάτια, η κ. Μαρία βγάζει το κεφάλι της από το παράθυρο και μας φωνάζει:
«Βρε παιδιά, δεν σας έβγαλα γαλακτομπούρεκο! Τώρα τώρα, φρέσκο, μόλις το κατέβασα!»
Αντιστεκόμαστε με δυσκολία στον πειρασμό.
Την επόμενη φορά, κυρία Μαρία.
Να είσαι καλά και να μη χάσεις την αυθεντικότητά σου.
Στο επανιδείν.

TAGS

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Με την εγγραφή σας στη λίστα των παραληπτών θα λαμβάνετε το newsletter του grape!

ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Νέες Ετικέτες

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Με την εγγραφή σας στη λίστα των παραληπτών θα λαμβάνετε το newsletter του grape!