Όταν ολοκλήρωσε τον επαγγελματικό της κύκλο στην εφημερίδα Καθημερινή, και…
Aνεβαίνοντας αργά τον δρόμο που οδηγεί προς το Κτήμα Κοκοτού στη Σταμάτα Αττικής, σκεφτόμουν την πρώτη φορά που συναντήσαμε την Αν Κοκοτού. Ήταν λίγα χρόνια πριν, τέτοια εποχή, Σεπτέμβριος για την ακρίβεια, όταν η ομάδα του Grape είχε βρεθεί στο Κτήμα κατά τη διάρκεια του τρύγου.
Όση ώρα παρακολουθούσαμε τα σταφύλια να μπαίνουν στο πιεστήριο, μας έκανε εντύπωση η παρουσία μιας κομψής γυναίκας που μιλούσε άπταιστα ελληνικά με μια ελαφριά ξενική προφορά και συντόνιζε την όλη διαδικασία. Συστήθηκε αμέσως και γρήγορα αντιληφθήκαμε ότι πρόκειται για την κινητήρια δύναμη του Κτήματος, το οποίο δημιούργησε μαζί με τον σύζυγό της Γιώργο Κοκοτό κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’70. Η νέα μου συνάντηση με την Αν, μια φθινοπωρινή μέρα του Σεπτεμβρίου και εν μέσω τρύγου και εκδηλώσεων που δεν σταματούν στο φιλόξενο Κτήμα, μου επιβεβαίωσε την ακούραστη ενέργεια της «Αγγλίδας», όπως την αποκάλεσε χαϊδευτικά ο σύζυγός της, η οποία βρέθηκε στη μέση του πουθενά πριν από 45 χρόνια και δημιούργησε μαζί του ένα πανέμορφο Κτήμα και μια υπέροχη οικογένεια.
«Ελληνίδα να ερχόταν σε αυτό εδώ το Κτήμα στην κατάσταση που ήταν; Σε καμία περίπτωση», μου έλεγε λίγο αργότερα ο Γιώργος Κοκοτός. «Την εποχή εκείνη εδώ δεν υπήρχε τίποτε, ούτε δρόμος. Πυκνό δάσος και αλεπούδες, και μέσα σε αυτή την άγρια κατάσταση έφερα μια κοπέλα 23 ετών με ένα μωρό οκτώ μηνών». «Στην εξοχή ήμουν μαθημένη από την Αγγλία», λέει η ίδια, «αλλά εγώ δεν έχω καμία φαντασία, δεν μπορούσα να φανταστώ πώς θα ήταν τα πράγματα εδώ, ότι δεν θα είχαμε ρεύμα, νερό, δρόμο… Απλώς ακολούθησα».
Με υποδέχτηκε χαμογελαστή στην είσοδο του Κτήματος για μια περιήγηση στα φορτωμένα με σταφύλια αμπέλια που περίμεναν τη σειρά τους να τρυγηθούν, με μια μικρή αγωνία για τον καιρό, καθώς έδειχνε βροχερός. «Αν βρέξει πολύ, θα έχουμε πρόβλημα, εξαρτάται από την ποικιλία βέβαια. Το Cabernet Sauvignon δεν καταλαβαίνει τίποτα». Δύσκολες οι φετινές συνθήκες για το αμπέλι, μετά τους καύσωνες του Αυγούστου και τις πυρκαγιές στην περιοχή, οι οποίες πλησίασαν, αλλά ευτυχώς αυτή τη φορά δεν άγγιξαν το Κτήμα. «Ήμασταν πάντως έτοιμοι, ο Γιώργος, ως πολιτικός μηχανικός, έχει εγκαταστήσει ένα σύστημα με αντλίες, το οποίο στήθηκε πρώτη φορά μετά την καταστροφική πυρκαγιά του ’90. Τότε είχε ήδη εγκαταστήσει μια αντλία στην πισίνα που βρίσκεται μπροστά στο σπίτι και κατάφερε με αυτό να σώσει το σπίτι και το οινοποιείο», θυμάται.
Φθάνοντας έξω από το οινοποιείο, μου προκαλεί εντύπωση ο τρόπος με τον οποίο προχωρά η ξενάγηση και ρωτώ αν κάνει εκείνη πάντα τις ξεναγήσεις στους πολλούς ξένους επισκέπτες που περνούν κάθε χρόνο από το Κτήμα.
«Έχω διαπιστώσει ότι ο ξένος που έρχεται ζητά την εμπειρία, ζητά να καταλάβει πώς είναι να ζει κανείς στο Κτήμα, δεν τον ενδιαφέρει τόσο να μάθει με λεπτομέρεια τη διαδικασία της οινοποίησης, εκτός κι αν είναι πολύ ειδικός. Αυτό που θέλουν να ακούσουν είναι η δική μας ιστορία. Είναι πράγματι πολύ παράξενο με τους ξένους, έρχονται μία ημέρα κρουαζιέρα στην Αθήνα και αντί να πάνε στην Ακρόπολη, προτιμούν να έρθουν εδώ. Εγώ θα πήγανα κατευθείαν στην Ακρόπολη!» μου λέει γελώντας.
Μέσα στο οινοποιείο, στις δεξαμενές ζυμώνονται ήδη κάποιες από τις ποικιλίες που έχουν τρυγηθεί. Στο Κτήμα είναι φυτεμένα Cabernet Sauvignon, Merlot, Ασύρτικο, Gewürztraminer και Σαββατιανό και συνολικά παράγονται 11 ετικέτες, με το Κokotos Estate (Cabernet Sauvignon/Merlot) να αποτελεί τη ναυαρχίδα. «Τα στιλ του κρασιού αλλάζουν, είναι και λίγο μόδες. Παλαιότερα κάναμε μόνο αυτό που μας άρεσε, τώρα και το δικό μας γούστο έχει αλλάξει. Χρησιμοποιούμε λιγότερο βαρέλι και στο Estate. Προσωπικά δεν μου αρέσουν πολύ τα πληθωρικά κρασιά, τα βρίσκω λίγο… βαρετά, σε κουράζουν, ενώ το πιο διακριτικό κρασί κρατάει το ενδιαφέρον.
»Πλέον, όλα μας τα κρασιά περνούν λιγότερο χρόνο στο βαρέλι, ενώ το Estate μένει και έναν χρόνο στη φιάλη πριν βγει στην αγορά». Σε ό,τι αφορά τα λευκά, «σημαία» του Κτήματος είναι φυσικά το Σαββατιανό, το οποίο ήταν και η πρώτη εμφιάλωση και αποτελεί και την προσωπική αδυναμία της. «Βρίσκω εξαιρετικό το Σαββατιανό του ’19. Με εκνευρίζει πολύ αυτή η εμμονή με τα πολύ φρέσκα λευκά, υπάρχουν ποικιλίες όπως το Ασύρτικο αλλά και το Σαββατιανό που θέλουν να μείνουν στις οινολάσπες τους». Ο νέος επικεφαλής της ομάδας των οινολόγων του Κτήματος, Γιώργος Κοτσερίδης, ο οποίος ανέλαβε το 2019, πιστεύει πολύ στο Σαββατιανό και στις δυνατότητές του: «Οι Έλληνες μπορεί ακόμη να το σνομπάρουν, βλέπουμε όμως ότι οι ξένοι, που δεν έχουν τέτοια θέματα, το εκτιμούν πολύ».
Το ζεύγος Κοκοτού θυμάται ακόμη την πρώτη φορά που η μεγάλη κυρία του ελληνικού αμπελώνα, Σταυρούλα Κουράκου, δοκίμασε το Σαββατιανό του Κτήματος, το 1982, και… δεν πίστευε τι έπινε.
«Εκείνη την εποχή, ο τρύγος του Σαββατιανού στα Μεσόγεια άρχιζε παραδοσιακά μετά του Σταυρού. Ήταν όμως ήδη πολύ αργά, όλα τα αρώματα είχαν χαθεί από το σταφύλι. Εμείς εδώ αποφασίσαμε να τρυγήσουμε νωρίς, για να κρατήσουμε οξύτητες και αρώματα», υπογραμμίζει η Αν. Καθώς κατευθυνόμαστε προς το σπίτι, στην παρέα μας έχει προστεθεί η κόρη του ζεύγους, Ναταλία, η οποία ζει με τη δική της οικογένεια στο Κτήμα και οργανώνει εκπαιδευτικά προγράμματα για παιδιά προσχολικής ηλικίας που θέλουν να περάσουν λίγες ώρες κοντά στη φύση. Διατηρεί τον δικό της λαχανόκηπο, τον οποίο καλλιεργεί με βάση τη φιλοσοφία του permaculture. Είναι κι εκείνη, όπως και η μητέρα της, απολύτως εναρμονισμένη με τη ζωή στο Κτήμα. Ενόσω δοκιμάζουμε μερικά από τα κρασιά, η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από τις νέες ετικέτες, που είναι όλες φιλοτεχνημένες από την εικαστικό Ιόλη Ξιφαρά. Καθεμία κρύβει πίσω της και μια ιστορία, όπως η Κλέφτρα Κίσσα, το ροζέ από Cabernet Sauvignon και Merlot, που αναφέρεται στα πουλιά που έρχονται και κλέβουν τις ρώγες από τα ώριμα σταφύλια.
Αρχική » ΑΝ ΚΟΚΟΤΟΥ
Τη δοκιμή μας «διακόπτει» η φωνή του Γιώργου Κοκοτού: «Εγώ πίνω το κρασί, δεν το δοκιμάζω να φτύνω, το θεωρώ ιεροσυλία», μας λέει και γεμίζοντας ένα ποτήρι από το Εstate θυμάται πως, όταν πρωτομπήκαν στο σπίτι, υπήρχαν μόνο παράθυρα και για θέρμανση… ούτε λόγος. «Δεν υπήρχε νερό, ηλεκτρικό, τηλέφωνο, τίποτα. Παραδόξως το πρώτο που ήρθε ήταν το τηλέφωνο, το είχαμε κρεμάσει σε ένα πεύκο, και στον λογαριασμό έγραφε: Γιώργος Κοκοτός, 700 μέτρα από τη Σταμάτα».
«Δεν πίστευα ποτέ ότι θα περάσω έναν χειμώνα χωρίς ρεύμα, χωρίς θέρμανση», θυμάται η Αν. «Όταν πήραμε τελικά ρεύμα, θυμάμαι που μου έκανε εντύπωση πως έμπαινα στο δωμάτιο και έκανε ζέστη και με έναν διακόπτη είχα φως».
Κάπως έτσι ξεκίνησε η οδύσσεια, με τις πρώτες φυτεύσεις να γίνονται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και πρώτες ποικιλίες το Cabernet Sauvignon, το Μerlot και το Chardonnay μετά από συστάσεις του Ινστιτούτου Αμπέλου, που διατηρούσε την εποχή εκείνη έναν πειραματικό αμπελώνα με τις ποικιλίες αυτές σε μια απόσταση κοντινή στο Κτήμα Κοκοτού.
Η πρώτη μεγάλη αναγνώριση των προσπαθειών ήρθε το 1985 με την κατάκτηση του Χρυσού Μεταλλίου στο Μπορντό. «Με πήρε τηλέφωνο η Αν, δεν την έχω ξανακούσει τόσο χαρούμενη, και μου ανακοίνωσε ότι πήραμε το χρυσό». Πώς έχετε μοιρασμένες τις αρμοδιότητες μεταξύ σας; ρωτάω και η Αν σπεύδει να μου απαντήσει: «Ο Γιώργος σχεδιάζει, δημιουργεί, αποφασίζει, εμπνέεται». «Και η Αν το τρέχει», συμπληρώνει εκείνος. «Το τρέχει όμως τέλεια, κάθεται στο γραφείο μέχρι το βράδυ, κάνει όλη τη χαμαλοδουλειά», ενώ η δική του μεγάλη αγάπη είναι το αμπέλι. «Ο Γιώργος ασχολείται πολύ με το αμπέλι, χαίρεται να παρακολουθεί την εξέλιξή του. Καμία ημέρα δεν είναι ίδια με την προηγούμενη. Είναι πολλή δουλειά πράγματι, γιατί, όταν η δουλειά σου είναι και το σπίτι σου, δεν τελειώνει ποτέ. Όμως είναι υπέροχη η δημιουργία των κρασιών, είναι μια ασχολία πολύ δημιουργική». Δεν κρατιέμαι και ρωτώ την Αν αν έχει μετανιώσει ποτέ γι’ αυτή την επιλογή της, και εκείνη με χαμόγελο και το χαρακτηριστικό αγγλικό φλέγμα μού απαντά: «Ναι, κάθε μέρα, αλλά όχι». Τι θα συμβούλευε ένα ζευγάρι που θα ξεκινούσε σήμερα να κάνει ό,τι έκαναν εκείνοι πριν από 45 χρόνια; «Θα έλεγα ότι πρέπει να είναι απόφαση και των δύο. Αν η κυρία θέλει μαγαζιά στην πόρτα της ή να φοράει ψηλά τακούνια, δεν θα της πάει. Πρέπει να συμφωνήσουν ότι αυτός είναι ο τρόπος ζωής. Δεν σου δίνει πολλά περιθώρια για διακοπές ή ξεκούραση, αλλά είναι ένας πολύ ωραίος τρόπος ζωής. Να πάρουν συμβουλές. Και βέβαια να μην περιμένουν ότι θα κάνουν μια περιουσία. Θα ζήσεις μια ωραία ζωή, αλλά πλούσιος δεν θα γίνεις».