Όταν ολοκλήρωσε τον επαγγελματικό της κύκλο στην εφημερίδα Καθημερινή, και…
Το κρασί για τον εικαστικό Διαμαντή Αϊδίνη αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας καθημερινότητας που αποκτά νόημα μέσα από τις μικρές απολαύσεις της ζωής.
Aπό τα 40 του και μετά, δεν έχει περάσει ούτε μία ημέρα που να μην έχει βάλει έστω και μία γουλιά στο στόμα του. Άνθρωπος εξωστρεφής, αλλά και μοναχικός ταυτόχρονα, με πάθος για τη ζωή, την τέχνη του και τη φύση. «Μετροπολιτάνος» εκατό τοις εκατό, πιτσιρικάς ζήλευε τους συμμαθητές του που πήγαιναν στο χωριό που εκείνος δεν είχε –αφότου ο πατέρας του έριξε μαύρη πέτρα στον τόπο καταγωγής του– μέχρι που η μοίρα τον έφερε στην Εύβοια και έκτοτε άρχισε η σχέση πάθους με τη γη. «Όταν περνά το τρακτέρ στο κτήμα και το χώμα γίνεται σκόνη, μου έρχεται να κάνω ντους με χώμα», εξομολογείται. Πιστεύει πως «όλα τα παιδιά της πόλης νομίζουν ότι είναι λίγο υπεράνθρωποι, ότι οι άνθρωποι της πόλης ζουν προστατευμένοι σε ένα κουτί. Όταν βγαίνεις έξω από αυτό το κουτί, μόνο καταστροφές μπορείς να κάνεις, περπατάς και σπρώχνεις μια πέτρα και χαλάς μια μυρμηγκοφωλιά, ξεπαστρεύεις μια φυλή και δεν το καταλαβαίνεις. Στην πόλη, βγαίνεις έξω, απλώνεις το χέρι, σταματάς ένα λεωφορείο 10 τόνων, μπαίνεις μέσα και σε πάει στην άλλη μεριά. Μετά πατάς ένα κουμπί, ανεβαίνεις στον έβδομο όροφο, όλα είναι εύκολα. Στη φύση τίποτα δεν είναι εύκολο, όλα είναι δύσκολα…»
Η σχέση του με το κρασί ξεκίνησε στην Ιταλία, εκεί όπου έγιναν και οι πρώτες καλλιτεχνικές του αναζητήσεις ως «μάχιμου δημιουργού κόμικς στο ένδοξο, πρωτοποριακό Frigidaire», παρέα με μεγάλα ονόματα, όπως ο Στέφανο Ταμπουρίνι και ο Φίλιπο Σκότσαρι. «Στην Ιταλία δεν υπήρχε τραπέζι, ακόμη και καθημερινό, χωρίς κρασί. Στην Ελλάδα όπου μεγάλωνα εγώ, το κρασί ήταν ανύπαρκτο στις παρέες. Θυμάμαι μόνο τον πατέρα μου, ο οποίος ήταν της καλοπέρασης, να έχει πάντα στο τραπέζι μια μοσχαρίσια μπριζόλα και ένα μπουκάλι Νάουσα Μπουτάρη». Η σχέση του με τη γαστρονομία ξεκίνησε νωρίς, αφού ο πατέρας του, ιδιοκτήτης παλαιών αθηναϊκών εστιατορίων –Πάνθεον, Ελληνικό– όπου έβρισκε κανείς το κλασικό αθηναϊκό πιάτο, σφυρίδα με μαγιονέζα, έστελνε φαγητό στο σπίτι. Ζήλευε τους συμμαθητές του που έτρωγαν κλασικά σουτζουκάκια, ντολμάδες και φακές, και αισθανόταν περίεργα όταν στην κλασική ερώτηση «Τι φαγητό έχετε σήμερα;» απαντούσε: «Συκωτάκια πουλιών με σος μαδέρα».
Συγκρίνοντας την Ελλάδα με την Ιταλία σήμερα, γιατί πιστεύεις ότι εμείς δεν έχουμε καταφέρει να προβάλουμε τη γαστρονομική μας παράδοση όπως οι Ιταλοί;
Πιστεύω πως έχουμε τεράστια απόσταση από την Ιταλία, έχουμε πολύ μεγάλες διαφορές στην παράδοση. Πρόκειται για μια χώρα με πολύ διαφορετική κουλτούρα. Εμείς έχουμε βέβαια ένα πολύ μεγάλο πλεονέκτημα, διαθέτουμε πολύ καλή πρώτη ύλη, την οποία όμως δεν αξιοποιούμε σωστά. Το ελληνικό κρασί έχω τη γνώμη ότι είναι από τα καλύτερα του κόσμου, θεωρώ όμως ότι είναι πολύ ακριβό. Καταλαβαίνω γιατί, αφού κι εγώ ως καλλιτέχνης λειτουργώ με τη λογική της υπεραξίας. Όμως στην Ελλάδα εξακολουθούμε και κάνουμε κάποια πράγματα λάθος.
Το ελληνικό κρασί, ωστόσο, είναι από τα προϊόντα που έχουν πάει πολύ καλά, ακόμη και μέσα στην κρίση…
Συμφωνώ, και μάλιστα έχω μεγάλο θαυμασμό για τους οινοπαραγωγούς, τους θεωρώ ήρωες. Και μόνο που έχουν επιλέξει αυτό το επάγγελμα πάει να πει ότι είναι καλοί άνθρωποι. Γενικά, είμαι λίγο αυστηρός με τους Έλληνες, αλλά τουλάχιστον στον χώρο του κρασιού καταλαβαίνω ότι έχουν κάνει μεγάλα βήματα. Κάποτε, όταν βρέθηκα με λίγα παραπάνω χρήματα στην τσέπη, αγόρασα στην Εύβοια, τέρμα Θεού, ένα κτήμα με τη λογική να φτιάξω κρασί. Το παλαιό όνομα του κτήματος ήταν Καλογερικό Αμπέλι, θεώρησα λοιπόν ότι ο τόπος αυτός θα βγάλει και καλό κρασί. Πήγα στην Ιταλία, στους φίλους μου που έκαναν κρασί, κι όλο χαρά τούς είπα: «Είμαι κι εγώ στο κλαμπ». Κι ένας από τους καλύτερούς μου φίλους μου είπε τότε: «Υπάρχουν τρεις τρόποι για να χάσεις τα λεφτά σου. Ο πρώτος είναι να τα παίξεις στα χαρτιά, ο δεύτερος να τα επενδύσεις σε γυναίκες και ο τρίτος, και χειρότερος, να φτιάξεις κρασί!». Όποιος κάνει σήμερα κρασί είναι ήρωας!
Πώς βλέπεις τη νέα τάση που έχει αρχίσει να επικρατεί εδώ και κάποια χρόνια στο εξωτερικό, τη δημιουργία χώρων τέχνης μέσα στα οινοποιεία, την εγκατάσταση έργων τέχνης στα αμπέλια. Θα έβλεπες ίσως δικά σου έργα να εκτίθενται σε κάποιο οινοποιείο;
Πρόκειται για δύο χώρους ιερούς. Η Αμπελουργία και η Τέχνη όσο ανοίγονται προς τα έξω τόσο το καλύτερο. Έχω πάει σε κελάρια, έχω επισκεφτεί οινοποιεία στην Ιταλία που είναι αρχιτεκτονικά αριστουργήματα. Καλό θα ήταν να γινόταν το ίδιο και στην Ελλάδα. Καταλαβαίνω ότι οι εποχές είναι δύσκολες, υπάρχουν όμως καλλιτέχνες που θα ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν. Προσωπικά, θα ήταν τιμή μου, θα το έκανα με μεγάλο καμάρι. Άλλωστε το κρασί είναι μια καθημερινή μου συνήθεια!
Αγαπημένα κρασιά;
Έχω αρκετά. Πίνω κυρίως λευκό, μου αρέσει η Μαλαγουζιά, τα Sauvignon Blanc, γενικά προτιμώ τα όξινα λευκά. Μου αρέσει να πίνω κρασί με το φαγητό, μου αρέσει όμως να το πίνω και ως απεριτίφ. Όταν διαβάζω ένα βιβλίο, όταν ακούω μουσική, όταν κοιτώ έναν πίνακα, καμιά φορά όταν δουλεύω. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο βέβαια, να πίνεις μόνος, όμως για μένα είναι και το πιο απολαυστικό. Δεν μου αρέσει να περιορίζω τον εαυτό μου ως προς τις μικροαπολαύσεις, δεν μου αρέσει να βάζω τον εαυτό μου σε ράγες, ειδικά όταν σκέπτομαι ότι ίσως κάποια στιγμή αναγκαστώ να το κάνω… Μου αρέσουν και τα κόκκινα, δεν καταλαβαίνω όμως την υπεραξία τους. Θεωρώ ότι στα κρασιά, όπως και στην τέχνη, υπάρχει μεγάλη υποκειμενικότητα, καταλαβαίνω γιατί κάποια είναι πολύ ακριβά, αλλά για μένα η γεύση του κρασιού είναι κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Θεωρώ ότι είναι καθαρά υποκειμενικό πράγμα.
Αρχική » ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΑΪΔΙΝΗΣ
Θυμάσαι να έχεις ανοίξει ποτέ κάποιο ιδιαίτερο κρασί;
Κάποτε άνοιξα ένα Αντινόρι γλυκό του 1979 με έναν φίλο, ο οποίος θεωρούσε ότι ήξερε τα πάντα γύρω από το κρασί. Μου είπε ότι ήταν χαλασμένο. Είχαμε, βέβαια, ήδη πιει αρκετά. Στενοχωρήθηκα, το ήπια μετά όλο μόνος μου και ήταν πραγματικά εκπληκτικό! Όταν είδα δε και την τιμή του, τρελάθηκα! Άλλη στιγμή που θυμάμαι χαρακτηριστικά ήταν στην Ιταλία. Έκανα πολλή παρέα με τον Πάμπλο Ετσάουρεν, γνωστό καλλιτέχνη, γιο του Ρομπέρτο Σεμπάστιαν Μάτα, του απόλυτου σουρεαλιστή μετά τον Νταλί. Χιλιανός καλλιτέχνης, ζούσε μόνιμα στην Ιταλία σε έναν μεγάλο πύργο. Ένα μεσημέρι μας έβαλε να φάμε μαζί του στο τραπέζι. Τον θυμάμαι να ανοίγει πανάκριβα κρασιά και να μας λέει πόσο κάνουν. Φρικιά εμείς τότε, τα είχαμε χάσει. Σε εμάς, βέβαια, σέρβιρε… Ματέους. Εγωκεντρισμός άνευ προηγουμένου! Εκεί κατάλαβα και πώς με έβλεπε ως καλλιτέχνη…
H σχέση σου με την κουζίνα;
Μαγειρεύω, αλλά για μένα το απόλυτο φαγητό είναι το σνίτσελ. Το καλύτερο γεύμα: σνίτσελ με λίγο αρακά ή πουρέ και ένα ωραίο παγωμένο κρασί! g