ΣΤΑ ΚΡΑΣΟΧΩΡΙΑ ΛΕΜΕΣΟΥ
ΟΙΝΟΙΕΙΟ ΖΑΜΠΑΡΤΑ, ΑΓΙΟΣ ΑΜΒΡΟΣΙΟΣ
Οδηγώντας βορειοδυτικά, χρειάστηκε μισή ώρα οδήγησης από το κέντρο της Λεμεσού για να φτάσουμε στο χωριό Άγιος Αμβρόσιος και στο Οινοποιείο Ζαμπάρτα. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 500 μ., στις νότιες πλαγιές της οροσειράς του Τροόδους, με ψηλότερη κορυφή τον Όλυμπο (1.953 μ.). Είναι ξεκάθαρος από την πρώτη στιγμή ο οικογενειακός χαρακτήρας του Οινοποιείου Ζαμπάρτα.
Όλα ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1970, όταν ο Άκης Ζαμπάρτας σπούδαζε Χημεία στη Lyon και αργότερα Οινολογία στο Montpellier, όντας έτσι ένας από τους πρώτους Κύπριους οινολόγους με σπουδές στη Γαλλία. Ακολούθησε μια σημαντική καριέρα ως οινολόγος στην ΚΕΟ αλλά και μια ακαδημαϊκή έρευνα στα ’80s που έβαζε για πρώτη φορά στο μικροσκόπιο 12 σχεδόν εξαφανισμένες κυπριακές ποικιλίες. Προς το τέλος της καριέρας του, το 2006, κατάφερε να ιδρύσει το Οινοποιείο Ζαμπάρτα, με στόχο να οινοποιήσει και να διαθέσει εμπορικά τις γηγενείς ποικιλίες που για χρόνια μελετούσε.
Ο γιος του, Μάρκος Ζαμπάρτας, αποφάσισε να ακολουθήσει τα βήματά του. Σπούδασε Χημεία στο Λονδίνο και Οινολογία στην Αυστραλία, στο University of Adelaide. Εκεί γνώρισε τη μετέπειτα σύζυγό του Marleen από την Ολλανδία, με την οποία επέστρεψε μαζί στην Κύπρο. Ο Μάρκος εργάστηκε επίσης στη McLaren Vale της Αυστραλίας, στη Νέα Ζηλανδία και στη γαλλική Προβηγκία, κερδίζοντας εικόνες και εμπειρίες. Ο Μάρκος και η Marleen κρατούν σήμερα το τιμόνι του Οινοποιείου Ζαμπάρτα.
Από τις 4.500 φιάλες του 2006, το οινοποιείο σήμερα έχει φτάσει τις 120.000 φιάλες ετησίως, καλλιεργώντας βιολογικά περίπου 130 στρέμματα. Από τα λευκά κρασιά του οινοποιείου ξεχωρίζουν το λεμονάτο Ξυνιστέρι, που καλλιεργείται στα 850 μέτρα, και το Ξυνιστέρι Single Vineyard στα 900 μέτρα. Και τα δύο προέρχονται από θαμνοειδή αμπέλια, ενώ το δεύτερο προέρχεται από μεγαλύτερης ηλικίας φυτά, έχει ζυμωθεί αυθόρμητα και οινοποιείται sur lie με τις ευγενείς οινολάσπες. To λευκό Sémillon-Sauvignon Blanc παρουσιάζει μια κυπριακή εκδοχή του κλασικού λευκού Bordeaux blend, με μερική ζύμωση σε δρύινα βαρέλια και batonnage για 3 μήνες.
Το σκουρόχρωμο, μεστό Zambartas Rosé περιέχει 80% Λευκάδα (Βερτζαμί) και 20% Cabernet Franc και αποτελεί ένα υπέροχο καλοκαιρινό κρασί. Ο Μάρκος μετονόμασε σε Mataro-Γιαννούδι το ερυθρό κρασί Επικούρειος, με αρώματα μαύρων μούρων και ανθέων, που φέρνει κοντά τις δύο μεσογειακές ποικιλίες. Το Mataro είναι συνώνυμο των Mourvèdre και Monastrell, ονομασίες που χρησιμοποιούνται σε Γαλλία και Ισπανία αντίστοιχα. Το γνωστό για την υψηλή του οξύτητα και τις πληθωρικές τανίνες ερυθρό Μαραθεύτικο, αλλά και το γεμάτο από αρώματα μούρων, βύσσινων και γλυκόριζας Shiraz-Lefkada συμπληρώνουν ιδανικά τα ερυθρά κρασιά του οινοποιείου.
ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΒΛΑΣΙΔΗ, ΚΟΙΛΑΝΙ
Μόλις δέκα λεπτά χρειάστηκαν για να φτάσουμε στην πόρτα του Οινοποιείου Βλασίδη, δύο χιλιόμετρα πριν από το χωριό Κοιλάνι. Βρισκομαστε σε υψόμετρο 720 μ. και η θέα από το πανέμορφο και σύγχρονο οινοποιείο είναι μαγευτική. Ιδιοκτήτης και οινολόγος είναι ο Σοφοκλής Βλασίδης. Όλα ξεκίνησαν από τον Σοφοκλή Μεταξά –παππού του Σοφοκλή Βλασίδη από τη μητέρα– αλλά και από τον πατέρα του Φάνη Βλασίδη, ο οποίος, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές χημικού μηχανικού στη Γλασκώβη, εργάστηκε ως οινοποιός στις οινοβιομηχανίες ΚΕΟ και ΕΤΚΟ. Ο Φάνης αξιοποίησε την οικογενειακή κτηματική περιουσία στο Κοιλάνι φυτεύοντάς τη με αμπέλια, με διεθνείς ποικιλίες όπως Shiraz, Merlot, Cabernet Sauvignon και Cabernet Franc.
Κάποια χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα το 1998, ο γιος του Σοφοκλής, έχοντας σπουδάσει Οινολογία στο UC Davis στην Καλιφόρνια, επέστρεψε στην Κύπρο λειτουργώντας τόσο ως σύμβουλος όσο και ως παραγωγός. Αρχικά οι χώροι οινοποίησης και αποθήκευσης ήταν διάσπαρτοι στο χωριό Κοιλάνι, δημιουργώντας οργανωτικές δυσκολίες, και κάπως έτσι προέκυψε η ανάγκη δημιουργίας ενός οινοποιείου το οποίο θα συγκέντρωνε όλες τις δραστηριότητες.
Το 2012 η δραστηριότητα μεταφέρθηκε στο νέο οινοποιείο, μέσα σε έναν ενιαίο αμπελώνα 80 στρεμμάτων. Το οινοποιείο καλλιεργεί 210 στρέμματα σε υψόμετρο 700 έως 1.100 μ. από ιδιόκτητους και συνεργαζόμενους αμπελώνες. Οι αμπελώνες καλλιεργούνται με γραμμικά συστήματα υποστύλωσης και μόνιμα αρδευτικά συστήματα. Καλλιεργούνται οι ερυθρές ποικιλίες Shiraz, Cabernet Sauvignon, Merlot, Γιαννούδι, Αγιωργίτικο και Μαραθεύτικο και οι λευκές Ξυνιστέρι, Sauvignon Blanc, Chardonnay, Ασύρτικο και Πρωμάρα.
Τα μονοποικιλιακά Cabernet Sauvignon, Shiraz και Merlot στήνουν τον χορό των ερυθρών κρασιών, προσφέροντας έναν σαρκώδη, γεμάτο ένταση χαρακτήρα. Οι ερυθρές «σημαίες» του οινοποιείου είναι τα χαρμάνια Oroman (Γιαννούδι, Shiraz) και Opus Artis (Merlot, Cabernet Sauvignon, Shiraz), ένα κρασί που παλιότερα ήταν γνωστό με το όνομα Ιδιωτική Συλλογή. Η συλλογή των κρασιών Βλασίδη ολοκληρώνεται με τη σειρά Γρίφος (λευκός, ροζέ, ερυθρός). Το λευκό αποτελεί χαρμάνι από Ξυνιστέρι και Sauvignon Blanc, το ροζέ προέρχεται από Shiraz και Grenache, ενώ το ερυθρό από Αγιωργίτικο και Mataro.
ΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΠΙΤΣΙΛΙΑ
ΟΙΝΟΠΟΙΕΙΟ ΤΣΙΑΚΚΑ, ΠΕΛΕΝΔΡΙ
Οδηγώντας βορειοανατολικά για 14 χιλιόμετρα, φτάνουμε στο Οινοποιείο Τσιάκκα, λίγο έξω από το χωριό Πελένδρι. Βρισκόμαστε σε υψόμετρο 1.000 μ., δίπλα σε πεύκα και ορεινούς αμπελώνες, και μπροστά μας βλέπουμε απλωμένο τον πιο συχνά φωτογραφημένο αμπελώνα ολόκληρης της Κύπρου. Έναν αμπελώνα φυτεμένο σε εντυπωσιακές πεζούλες, που φέρνει στο μυαλό τους μυθικούς αμπελώνες του Douro στην Πορτογαλία. Το Οινοποιείο Τσιάκκα συλλέγει την πρώτη ύλη του κυρίως από αμπελώνες που βρίσκονται μεταξύ 1.000 και 1.500 μέτρων, μιλάμε λοιπόν για κάποια από τα υψηλότερα αμπέλια της Ευρώπης. Φυσικά ο χειρωνακτικός τρύγος αποτελεί εδώ μονόδρομο.
Η φύση είναι διαφορετική εδώ, με πιο δροσερό κλίμα, πυκνότερη βλάστηση και δασικές συνθήκες. Το πανέμορφο, φιλόξενο οινοποιείο, με την όμορφη αυλή, το ατμοσφαιρικό κελάρι και την αρχοντική σάλα δοκιμών, αποτελεί ένα εξαιρετικό ορμητήριο για κάθε οινόφιλο. Τα ποτήρια γεμίζουν με Ξυνιστέρια, Chardonnay, Γιαννούδι, Κουμανδαρίες και Ζιβανία και η συζήτηση ξεκινάει.
Ο Κώστας Τσιάκκας ακολούθησε αρχικά τραπεζική καριέρα, αλλά το 1988 αποφάσισε να ασχοληθεί με την παραγωγή, ιδρύοντας το οινοποιείο με τη σύζυγό του Μαρίνα Τσιάκκα, η οποία επίσης αποζητούσε μια ζωή πιο κοντά στη φύση, στο αμπέλι, στο κρασί και στη γαστρονομία. Κατά μία έννοια έπιασαν το νήμα της οινοπαραγωγής από εκεί που το άφησε ο παππούς του Κώστα, ο οποίος υπήρξε οινοποιός και έμπορος κρασιού. Το ζεύγος Τσιάκκα μετέφερε την παραγωγή στον σημερινό χώρο το 1994, έξι χρόνια μετά την πρώτη οινοποίηση.
Οι αμπελώνες βρίσκονται στην περιοχή Πιτσιλιά, κυρίως γύρω από το Πελένδρι, σε μια έκταση συνολικά 200 στρεμμάτων, με τα μισά από αυτά να ανήκουν στην οικογένεια και τα υπόλοιπα σε συνεργαζόμενους καλλιεργητές. Οι τελευταίοι είναι τόσο στενά συνδεδεμένοι με την οικογένεια, ώστε αναφέρονται οι ίδιοι και τα αμπέλια τους αναλυτικά στο website του οινοποιείου, πρακτική που δεν θυμάμαι να έχω δει σε άλλο οινοποιείο γενικώς. Σε αρκετές περιπτώσεις καλλιεργούνται αυτόρριζα κλήματα, ενώ τα άγονα εδάφη συντελούν στην παραγωγή συμπυκνωμένου καρπού.