Ο Γιώργος Βελισσάριος σπούδασε στο ΕΜΠ, το Imperial College και…
Αναμφισβήτητα, ο οινοτουρισμός αποτελεί έναν κλάδο που πληγώθηκε βαθιά από την πανδημία τα τελευταία δύο χρόνια. Ειδικά στη χώρα μας, όπου αυτό το είδος τουρισμού εξακολουθεί να βρίσκεται σε στάδιο πολύ πρώιμης ανάπτυξης, η πανδημία έριξε τη σαρωτική σκιά της πάνω του και σίγουρα επέβαλε ένα βίαιο και –δυστυχώς σε αρκετές περιπτώσεις– καθοριστικό πισωγύρισμα σε κάποιες πρωτοβουλίες και δράσεις που είχαν αρχίσει διστακτικά να αναπτύσσονται. Ας κοιτάμε όμως μπροστά και ας κρατήσουμε στη φαρέτρα μας, ήδη, μια σχετική ανάκαμψη στη φετινή τουριστική σεζόν, που ακολούθησε – με κάποια υστέρηση– τη σημαντική ανάκαμψη που παρατηρήθηκε στο κεντρικό τουριστικό προϊόν της χώρας μας. Κι ενώ όλοι προσδοκούμε μια ολική επαναφορά του ελληνικού τουρισμού το 2022 και αντίστοιχα και ο οινοτουρισμός δικαιούται να ευελπιστεί, τουλάχιστον στο μερίδιο της εισαγόμενης πίτας που του αναλογεί, θα ήθελα να θέσω τον προβληματισμό μήπως έχει έρθει η ώρα να στρέψουμε το βλέμμα και στον εσωτερικό τουρισμό και, με αιχμή του δόρατος τον οινοτουρισμό, να αναδείξουμε σημαντικές, ενίοτε τουριστικά όχι ανεπτυγμένες περιοχές της χώρας μας.
Προκειμένου να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, ας επιχειρήσουμε να αναδείξουμε πτυχές της ψυχολογίας των εσωτερικών τουριστών της χώρας μας, κρίνοντας εν πολλοίς εξ ιδίων τα αλλότρια. Αυτό που με σιγουριά μπορούμε να ισχυριστούμε είναι ότι οι εσωτερικοί τουρίστες θέλουν να συνεχίσουν την τάση που εγκαινίασαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, να (ξανα)ανακαλύψουν την Ελλάδα και τις ομορφιές της, και στο πλαίσιο αυτό να επισκέπτονται μέρη με λιγότερο κόσμο, πιο κρυμμένα, πιο ανεξερεύνητα. Σαν επέκταση αυτού, θεωρώ ότι μπορούμε να προσδιορίσουμε τρεις νέες τάσεις που είναι ικανές να χαρτογραφήσουν ένα νέο τοπίο στον εσωτερικό οινοτουρισμό. Ας ονομάσουμε κωδικοποιημένα την πρώτη «επιστροφή στις ρίζες» ή, επί το αγγλικότερον, «back to basics». Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πολλοί από εμάς ανακάλυψαν τη χαρά των μικρών απολαύσεων, από την οικιακή μαγειρική έως τις κοντινές εκδρομές που συνδυάζονται με απλές δραστηριότητες, όπως η πεζοπορία. Ταυτόχρονα, η ανάγκη για ασφάλεια και η οικονομική αβεβαιότητα επαναπροσδιόρισαν τη στόχευση των ταξιδιών και τα περιόρισαν σε πολλές περιπτώσεις σε κοντινούς προορισμούς. Επίσης, η «επιστροφή στις ρίζες» συνάδει με το διαρκώς αναπτυσσόμενο κίνημα του «slow living», που πρεσβεύει την επιβράδυνση των εξαντλητικών ρυθμών της καθημερινότητας με κύριο αντίβαρο μικρές καθημερινές απολαύσεις. Σε αυτό το πλαίσιο ο εσωτερικός οινοτουρισμός προβάλλει ως εξαιρετική πρόταση διαδραστικής εμπειρίας.
Η δεύτερη τάση μπορεί να κωδικοποιηθεί ως «εκτιμώ τον τόπο μου και καθετί ντόπιο». Ένα σχεδόν οικουμενικό συμπέρασμα είναι ότι η πανδημία ενεργοποίησε ισχυρά τοπικιστικά αντανακλαστικά και επανέφερε στο προσκήνιο την εκτίμηση για τη χώρα μας, τα προϊόντα της, την ύπαιθρό της, ακόμη και γι’ αυτούς που επέλεξαν να ζουν και να δημιουργούν μακριά από τα αστικά κέντρα. Η τρίτη τάση, που είχε ήδη αρχίσει να εδραιώνεται στη χώρα μας, αλλά σίγουρα η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης στην κατεύθυνση αυτή, μπορούμε να την προσδιορίσουμε ως «αναζήτηση των τροφών που μας κάνουν καλό». Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι περισσότεροι από εμάς προσπαθήσαμε να ενημερωθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο για το ποιες τροφές μάς κάνουν καλό, βοηθούν τον οργανισμό μας να ενισχύσει τις άμυνές του και με ποιον τρόπο. Η συνετή κατανάλωση κρασιού βρέθηκε στο επίκεντρο αυτής της συζήτησης. Ταυτόχρονα, με τη σταδιακή επιστροφή μας στην κανονικότητα, πολλοί από εμάς, θέλοντας να διατηρήσουμε τις καλές διατροφικές συνήθειες που αποκτήσαμε, εξακολουθούμε να ενδιαφερόμαστε για την ποιότητα των τροφών που καταναλώνουμε και θα θέλαμε να επισκεφτούμε τον τόπο παραγωγής τους και να γνωρίσουμε τους παραγωγούς, με πρώτο ίσως άξονα τα οινοποιεία.
Συμπερασματικά, και καθώς σταδιακά ανακτούμε τις συνήθειές μας, ο οινοτουρισμός μπορεί, θεωρώ, να αποτελέσει πόλο έλξης και μονοπάτι για την επιστροφή μας στη φύση, ώστε να ανακαλύψουμε καλά κρυμμένες, παρθένες και ανεξερεύνητες περιοχές της όμορφης πατρίδας μας, αλλά και να εντρυφήσουμε σε μυστικά της πρωτογενούς παραγωγής, καθώς και της παράδοσης και της λαογραφίας του τόπου μας. •