Ο Νίκος Λουκάκης είναι Αριστούχος απόφοιτος του WSET® Advanced Certificate…
Μπορεί το όνομά του με τη δύσκολη προφορά να βασανίζει τους τουρίστες, η γεύση του όμως έρχεται να τους αποζημιώσει…
Το ελληνικότατο Μοσχοφίλερο, με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του και τα πολλά και διαφορετικά του πρόσωπα, συνοδεύει εξαιρετικά τα ελληνικά πιάτα – και όχι μόνο.
Το συναντάμε –στη συντριπτική πλειονότητα– στο οροπέδιο της Μαντινείας, που από μόνο του δηλώνει μια μεγάλη διαφορετικότητα σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές ΠΟΠ της Ελλάδας. Δεν έχει καμία επίδραση από τη θάλασσα, καθώς βρίσκεται σε υψόμετρο που κυμαίνεται από τα 500 έως τα 600 μέτρα, ενώ περιβάλλεται από βουνά. Εδώ λοιπόν το κλίμα πηγαίνει περισσότερο προς το ημι-ηπειρωτικό, με κρύους χειμώνες και λιγότερο έντονα καλοκαίρια. Το κλίμα έχει δύο σημαντικές επιρροές στο στιλ του κρασιού: Η πρώτη είναι ότι επιτρέπει στο Μοσχοφίλερο να είναι όψιμο, να φτάνει στον Οκτώβριο για να ωριμάσει. Η δεύτερη είναι ότι διατηρεί την υψηλή οξύτητα του σταφυλιού, χωρίς όμως να φτάνει σε υψηλά επίπεδα αλκοόλης.
Το Μοσχοφίλερο στη Μαντινεία είναι ΠΟΠ από το 1970, καθώς είχε αναγνωριστεί η διαφορετικότητά του. Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, το στιλ του περιοριζόταν σε ένα συγκεκριμένο μοτίβο, που επικρατεί ακόμα και σήμερα, καθώς είναι πολύ αγαπητό στο ελληνικό οινόφιλο κοινό. Είναι ξηρό, με υψηλή οξύτητα, χαμηλό ή μέτριο αλκοόλ, ελαφρύ ή μέτριο σώμα και έντονα αρωματικό, με αρώματα εσπεριδοειδών, πράσινων φρούτων, ανθικά και βοτανικά.
Αυτό το στιλ είναι ιδανικό για το ελληνικό καλοκαιρινό διαιτολόγιο, με τα θαλασσινά, όπως καλαμαράκια τηγανητά, γαύρος ή αθερίνα, και τα λαδερά πιάτα, όπως φασολάκια και μπριάμ. Είναι δροσιστικό, με χαμηλό αλκοόλ, κάτι που βολεύει επίσης στις μεγάλες ζέστες, καθώς δεν κουράζει με την κατανάλωση. Από το 2010 και μετά, αρχίζουμε και βλέπουμε αρκετές παραλλαγές στο στιλ του Μοσχοφίλερου, που έχουν να κάνουν περισσότερο με τις επιλογές του παραγωγού και στην αναζήτηση για τη βελτίωση της ποιότητάς του.
Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε μια σειρά, ανάλογα με τις τεχνικές που χρησιμοποιούνται. Κατ’ αρχάς, σε αφρώδη εκδοχή. Έχουμε παραδείγματα με παραδοσιακή μέθοδο, με το Μοσχοφίλερο να τρυγιέται νωρίτερα για να έχει υψηλή οξύτητα και χαμηλότερο αλκοόλ, που θα ανέβει με τη δεύτερη ζύμωση στη φιάλη. Διατηρεί τον αρωματικό χαρακτήρα της ποικιλίας και τον δροσιστικό του χαρακτήρα, αποκτώντας μεγαλύτερη πολυπλοκότητα από τα αρώματα της αυτόλυσης. Θα το βρούμε σε λευκή και ροζέ εκδοχή.Οι επιλογές εδώ στο φαγητό διαφοροποιούνται ελαφρώς, καθώς μπορούμε να πάμε σε πιο αλμυρές και έντονες γεύσεις. Για παράδειγμα, αχινός με λεμόνι, όστρακα ωμά, αυγοτάραχο και πιο αλμυρά τυριά.
Η δεύτερη εκδοχή είναι με τη μέθοδο της κλειστής δεξαμενής, που διατηρεί όλα τα χαρακτηριστικά της ποικιλίας. Μια πολύ ενδιαφέρουσα, εμπορικά, εκδοχή κρασιού αν δούμε την περίπτωση του Prosecco. Ιδανικό για απεριτίφ, με καλοκαιρινά φρούτα, δροσερές σαλάτες και μαριναρισμένα ψάρια.
Το Μοσχοφίλερο είναι μια ποικιλία που δεν είναι η κλασική λευκή, αλλά έχει λίγο χρώμα στη φλούδα του, κάνοντάς το να έχει ροδίζουσες αποχρώσεις. Αυτό επηρεάζει το χρώμα όταν έχουμε επαφή με τη φλούδα κατά τη διάρκεια της οινοποίησης. Παράλληλα με την επιρροή στο χρώμα, έχουμε και αλλαγή στον αρωματικό χαρακτήρα, με αρώματα ροδοζάχαρης και λουκουμιού. Συχνά, αυτά τα κρασιά με την πάροδο του χρόνου αποκτούν ένα πιο «χάλκινο» χρώμα, έχουν πιο πλούσιο σώμα από τα προηγούμενα μοντέλα, αλλά και πιο πολύπλοκα αρώματα. Εδώ στο φαγητό θέλει πιο ξεκάθαρες γεύσεις, όπως είναι το σούσι και ειδικά τα nigiri με λευκά ψάρια, ceviche και ταρτάρ θαλασσινών.
Η υψηλή οξύτητα του Μοσχοφίλερου και τα φρέσκα αρώματα το καθιστούν ιδανικό για την παραγωγή ροζέ κρασιών, με ελάχιστο χρώμα και τανίνες, και με ελαφρύ, δροσιστικό στόμα. Όλο και πιο συχνά βλέπουμε Μοσχοφίλερα ροζέ, που είναι ιδιαίτερα ευχάριστα και σε πολύ ανταγωνιστικές τιμές. Είναι κρασιά που διατηρούν τη φρεσκάδα τους και μπορούν να συνδυαστούν εύκολα με φαγητό, όπως μακαρονάδες με σάλτσα τομάτας, πιάτα με curry, όχι όμως καυτερά, με θαλασσινά, sashimi σολομού και τόνου.
Στις πιο προχωρημένες εκδοχές, όπου έχουμε εκχύλιση για μεγάλο χρονικό διάστημα αλλά και πίεση στο καπέλο στο τέλος, βλέπουμε ένα Μοσχοφίλερο κόκκινο. Διατηρεί την οξύτητά του, έχει πιο πλούσιο σώμα, ελαφριές τανίνες, έντονο αρωματικό χαρακτήρα με πιο ώριμο φρούτο και είναι πιο έντονα βοτανικό. Πολύ ευχάριστο με πιατέλα αλλαντικών και με ψητά κοκκινωπά ψάρια, όπως ξιφίας, σολομός και τόνος.
Στην πορεία οι παραγωγοί προχώρησαν σε επιλογή από τα καλύτερα αμπελοτόπια τους, όπου το Μοσχοφίλερο ωρίμαζε σε έναν καλύτερο βαθμό. Εδώ βλέπουμε ίσως την ποιοτική και πολύπλοκη εκδοχή του Μοσχοφίλερου, με τις τεχνικές να διαφέρουν, καθώς η προσπάθεια είναι να γεμίσει το σώμα. Μπορεί να συνδυαστούν οινοποιητικές εκδοχές, όπως η εκχύλιση, η παραμονή με τις ζύμες, για να αποκτήσει το κρασί μεγαλύτερο πάχος και πολυπλοκότητα. Θα βρούμε και παραδείγματα όπου όλα αυτά γίνονται σε βαρέλι, με μεγάλη προσοχή όμως, ώστε να μην επηρεαστεί ο πρωτογενής χαρακτήρας της ποικιλίας. Συνήθως τα βαρέλια είναι μεγάλα και όχι καινούργια. Εδώ το σώμα είναι πιο γεμάτο, διατηρείται η υψηλή οξύτητα, το αλκοόλ πλησιάζει το 13% abv και έχουμε μεγαλύτερη πολυπλοκότητα και ένταση αρωματική, που συνδυάζεται και με πιο μακρά επίγευση. Αυτά είναι κρασιά πιο γαστρονομικά, ταιριάζουν με μεγαλύτερη γκάμα φαγητού και –αυτό που βλέπουμε σιγά σιγά– έχουν μεγαλύτερη ικανότητα διατήρησης και εξέλιξης στον χρόνο. Στο φαγητό αναζητούν πολυπλοκότητα και λεπτότητα στις γεύσεις. Ασιατικά πιάτα stir fry με θαλασσινά και λαχανικά, ζυμαρικά με σάλτσα pesto, sushi rolls πιο σύνθετα γευστικά, ψάρια πλακί στον φούρνο.
Τέλος, έχουμε τις γλυκές εκδοχές, όπου η φυσική οξύτητα του Μοσχοφίλερου ισορροπεί εξαιρετικά με τα σάκχαρα, χωρίς να γίνεται κουραστικό ή να λιγώνει. Θα το βρούμε περισσότερο σε ροζέ και λιγότερο σε λευκές εκδοχές. Είναι εξαιρετικό με γλυκά όπως το cheesecake με κόκκινα φρούτα και crème brûlée.
Συνοψίζοντας, το Μοσχοφίλερο είναι ένα κρασί αρκετά εμπορικό, καθώς οι τιμές του είναι χαμηλές για την ποιότητα που προσφέρει, πολλές φορές πολύ ανώτερη από αμφιβόλου αξίας εισαγόμενα κρασιά. Παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία σε στιλ, κάτι που το κάνει αρκετά ελκυστικό σε μεγάλη γκάμα καταναλωτών σε συνδυασμό με τις ανταγωνιστικές τιμές του. Είναι μια εξαιρετική επιλογή για τους καλοκαιρινούς μήνες, με τη δροσερή του οξύτητα, και είναι ένας καλός μπαλαντέρ όταν επιλέγουμε ένα κρασί για να συνοδεύσουμε όλο το γεύμα μας.
Από την άλλη, σε μενού γευσιγνωσίας μπορεί να σταθεί στα πιο ελαφριά και απλά πρώτα πιάτα, καθώς δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει σε επίπεδα δομής και όγκου ενός Ασύρτικου από τη Σαντορίνη. Όπως όλα τα κρασιά δεν είναι τα ίδια, η θέση του Μοσχοφίλερου είναι η πιο ελαφριά και δροσιστική πλευρά του κρασιού σε ιδανική σχέση ποιότητας και τιμής, που την κερδίζει επάξια.