Όταν ολοκλήρωσε τον επαγγελματικό της κύκλο στην εφημερίδα Καθημερινή, και…
«Όλα τα πράγματα θέλουν και λίγη τύχη», μου λέει ο Βασίλης Κανελλακόπουλος καθώς βολευόμαστε στις καρέκλες του φιλόξενου Paleo, οι οποίες μας θυμίζουν κάτι από τα σχολικά μας χρόνια.
Έξω, τα μηχανουργεία της γειτονιάς κατεβάζουν τα ρολά και ο δρόμος του αγαπημένου wine bar αρχίζει να ησυχάζει. Ο πολιτικός μηχανικός που έγινε οινοποιός από ένα τυχαίο γεγονός, ξετυλίγει το νήμα της ιστορίας του Κτήματος Μερκούρη, το οποίο φέτος συμπληρώνει 160 χρόνια ζωής, μιας ιστορίας που όταν την ακούει κανείς, δεν μπορεί παρά να τη συνδέσει με τη νεότερη ιστορία της Έλλάδας: αγώνες, οικονομική ανάπτυξη, χρεοκοπίες και ξανά μπροστά…
Όση ώρα μιλάει μου έρχονται στο μυαλό οι εικόνες από το μοναδικής ομορφιάς κτήμα που είχα τη χαρά να επισκεφθώ λίγο παλαιότερα. Το μεγάλο σπίτι, αντίγραφο βίλας της Τοσκάνης, το οινοποιείο με τις μεγάλες, υπόσκαφες τσιμεντένιες δεξαμενές –φυσικά δεν χρησιμοποιούνται πια–, ο αυτόρριζος αμπελώνας του Refosco, ένα μικρό κομμάτι του πρώτου αμπελώνα που φυτεύτηκε στο κτήμα πριν από 150 χρόνια, από όπου βγαίνει και η ετικέτα Refosco Κλώνος Μερκούρη, οι ιστορικές φωτογραφίες στους τοίχους του οινοποιείου που μαρτυρούν την εξέλιξη όχι μόνο της αμπελουργίας στην περιοχή, αλλά και του εμπορίου σταφίδας, της μετανάστευσης των κατοίκων όταν έπεσε ο περονόσπορος και τα κατέστρεψε όλα… Όπου και να στρέψει κανείς το βλέμμα του, συναντά Ίστορία.
«Ναι, η ιστορία του Κτήματος ξεκινά πριν από 160 χρόνια, όταν ο ιδρυτής του Θοδωρής Μερκούρης επιστρέφει στην Πελοπόννησο μετά από πολυετή περιπλάνηση στην Ίταλία, στη Μάλτα και από εκεί στην Αλεξάνδρεια, την εποχή της άνθησης του ελληνικού στοιχείου. Τύπος με ολίγον τυχοδιωκτικό πνεύμα ήρθε σε σύγκρουση με τον βασιλιά Όθωνα και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Έλλάδα.
Φεύγοντας από το χωριό του, πέρασε από την περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα το Κτήμα, στο Κορακοχώρι Ηλείας, κάπου την κατέγραψε, στη συνέχεια πέρασε στην υπό βρετανικής κατοχής Ζάκυνθο κι από εκεί στην Ίταλία. Έκεί ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ποικιλία Refosco, η οποία έμελλε να γίνει το σήμα κατατεθέν του Κτήματος Μερκούρη. Η αύρα ευρωπαϊκής κουλτούρας που πήρε κατά την παραμονή του στην Ίταλία τον ακολούθησε σε όλη του τη διαδρομή μέχρι την επιστροφή του στην Έλλάδα μετά την αποχώρηση του Όθωνα, το 1862.
Έχοντας βγάλει κάποια χρήματα από το εμπόριο βαμβακιού στην Αλεξάνδρεια, αγόρασε από το ελληνικό κράτος την περιοχή που είχε σταμπάρει πριν φύγει και, «βάζοντας στο παιχνίδι» και κάποιους συγγενείς, κατάφερε να δημιουργήσει ένα κτήμα 600 στρεμμάτων. Φύτεψε αμπέλια σταφίδας, που ήταν τότε η κυρίαρχη καλλιέργεια, έχτισε το μεγάλο σπίτι για την πενταμελή του οικογένεια –τέσσερις γιους και μία κόρη– και ξεκίνησε.
Το 1892 έπεσε περονόσπορος που κατέστρεψε την καλλιέργεια για δύο συνεχόμενα χρόνια, το κτήμα χρεοκόπησε, περιήλθε στην Έθνική Τράπεζα και ο ιδρυτής του πέθανε από εγκεφαλικό. Ανέλαβε ο πρωτότοκος γιος Λεωνίδας, άνθρωπος με όραμα και ικανότητες, ο οποίος κατάφερε να ξεχρεώσει το κτήμα καταργώντας τη λογική της μονοκαλλιέργειας, φυτεύοντας και ελιές.
Παράλληλα αποφάσισε το 1925 να δημιουργήσει και ένα οινοποιείο για την παραγωγή κρασιού από την ποικιλία Refosco, που είχε φέρει από την Ίταλία ο πατέρας του και από την οποία είχε δημιουργήσει έναν αμπελώνα 40 στρεμμάτων. Μαζί οινοποιούσε και τα σταφύλια αμπελουργών της περιοχής. Έφτασε να οινοποιεί στις υπόσκαφες τσιμεντένιες δεξαμενές 400 τόνους κρασί, το οποίο στη συνέχεια μετέφεραν σε βαρέλια που φορτώνονταν σε ιστιοφόρα και εξάγονταν στην Τεργέστη κι από εκεί στην Κεντρική Έυρώπη.
Πεθαίνοντας, δυστυχώς, σε νεαρή ηλικία, πριν καλά καλά δει το οινοποιείο να συμπληρώνει 10 χρόνια, άφησε πίσω του τις δύο κόρες του, Μαρία και Καίτη, τη μητέρα μου και την αδελφή της, που ανέλαβαν το Κτήμα στα 19 τους χρόνια. Γυναίκες μορφωμένες και δυναμικές, το κράτησαν ζωντανό μέχρι το ξέσπασμα του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου. Μετά το τέλος του πολέμου έκαναν μια προσπάθεια να ξαναρχίσουν, αγόρασαν καινούργια μηχανήματα και εκεί ακριβώς έπεσαν πάνω στην υποτίμηση της δραχμής έναντι του δολαρίου, επί εποχής Μαρκεζίνη.
Το χτύπημα ήταν μεγάλο, βρέθηκαν να χρωστούν τα διπλά, κατάφεραν ωστόσο να ορθοποδήσουν και να ξεχρεώσουν και κάπου εκεί αποφάσι- σαν να διακόψουν τη βιοτεχνική δραστηριότητα του Κτήματος, αλλά έμειναν οι καλλιέργειες. Αλλάζοντας, ωστόσο, οι οικονομικές συνθήκες στη συνέχεια, με την εποχή της σταφίδας να έχει τελειώσει, αποφασίστηκε και η εκρίζωση των αμπελώνων και ένα μεγάλο κομμάτι του κτήματος έμεινε χέρσο». Έμειναν όμως τα 40 στρέμματα του Refosco. Ο Βασίλης Κανελλακόπουλος, γιος της Μαρίας Μερκούρη, δεν είχε κανένα σκοπό να ασχοληθεί με τα αμπέλια.
«Έίχα τελειώσει στο Πολυτεχνείο πολιτικός μηχανικός, είχα κάνει μεταπτυχιακά στο εξωτερικό και η δική μου σχέση με το αμπέλι ήταν σχέση επισκέπτη καθηγητή. Πήγαινα, τους έβλεπα, τους χαιρετούσα και έφευγα…» Η δική του εμπλοκή θα γίνει λίγα χρόνια αργότερα, γύρω στο 1986-87, χάρη στον Γεράσιμο Βασιλόπουλο, τον αείμνηστο επιχειρηματία, με τον οποίο διατηρούσε επαγγελματική συνεργασία που είχε εξελιχθεί και σε φιλία.
Θάλεια Καρτάλη Πώς ξεκίνησε η δική σας εμπλοκή με την αμπελοκαλλιέργεια και την οινοπαραγωγή;
Βασίλης Κανελλακόπουλος Ως επιβλέπων μηχανικός και τεχνικός σύμβουλος στα έργα της εταιρείας του Γεράσιμου Βασιλόπουλου, ανέβαινα στα γραφεία του στην Αθήνα τακτικά. Στο γραφείο του είχε πάντοτε κάποια δώρα για τους ανθρώπους που τον επισκέπτονταν και κάθε φορά που τον επισκεπτόμουν, μου προσέφερε κάτι. Μία από αυτές τις φορές, μου προσέφερε μια φιάλη Petrus. Έτσι ήπια και το πρώτο μου Petrus χωρίς να ξέρω και τι πίνω τότε!
Θέλησα να του το ανταποδώσω και σκέφτηκα να του πάω μερικές φιάλες από τα κρασιά που ερασιτεχνικά πια οινοποιούσαμε με τον πατέρα μου στο Κτήμα, κι ας μην έπινε ο ίδιος κρασί. Κυκλοφορούσε για φίλους μια ετικέτα Château Mερκούρη από τον αμπελώνα του Refosco. Του πάω λοιπόν ένα κιβώτιο και μέσα στο γραφείο του την επόμενη εβδομάδα μού λέει: «Βασίλη, πόσο κρασί μπορείς να κάνεις;». «Κύριε Γεράσιμε», του λέω, «ένα βαρέλι έχουμε, κι αυτό πάει στους φίλους μας». «Δεν σε ρωτάω αυτό», μου λέει, κι εγώ τον κοιτώ με απορία, πού το πάει τώρα. «Σε ρωτάω από τα αμπέλια που έχετε πόσα μπουκάλια μπορείτε να κάνετε». «Έ, 10.000-15.000 μπουκάλια με τη σημερινή παραγωγή», του απαντώ. «Κοίτα να δεις, έδωσα να το δοκιμάσουν και το βρήκαν εξαιρετικό. Έγώ λοιπόν σου δίνω το ράφι, κάτσε και φτιά- ξε κρασί και δεν θέλω τίποτα σε αντάλλαγμα». Προβληματίστηκα. Δεν είμαστε επιχειρηματική οικογένεια, όμως μου αρέσουν οι προκλήσεις και το είδα σαν πρόκληση.
Ξεκινήσαμε με τον αδελφό μου μια μικρή, πειραματική εμφιάλωση να δούμε πώς θα πάει, παραγγείλαμε ετικέτα, βρήκα και στο βιβλιοπωλείο του Πύργου τα τσιγαρόχαρτα και σκέφτηκα ότι ωραία θα ήταν να τυλίγουμε τη φιάλη. Φορτώσαμε 1.200 μπουκάλια στο αγροτικό και τα πήγαμε στο Μega ΑΒ της Γλυφάδας που μόλις είχε ανοίξει. Μέσα σε δύο μήνες το κρασί είχε ξεπουλήσει. Την επόμενη χρονιά διπλασιάσαμε την παραγωγή και κάπως έτσι ξεκινήσαμε…
ΘΚ Θα το ξανακάνατε;
ΒΚ Η απάντηση είναι όχι. Δεν θα το ξανάκανα, όχι γιατί δεν το ευχαριστήθηκα, αλλά γιατί έχει πάρα πολλή δουλειά. Τριάντα χρόνια δεν έχω κοιμηθεί ένα βράδυ. Γνώρισα κόσμο, ταξίδεψα πολύ, μου αρέσει η γη. Αν δεν αγαπούσα τη γη, δεν θα το είχα κάνει ούτε τότε.
ΘΚΤι βαραίνει περισσότερο στη ζυγαριά, η χαρά η η αγωνία;
ΒΚ Αυτό είναι υποκειμενικό. Έμείς ως οικογένεια δεν είχαμε ποτέ μεγάλο κεφάλαιο πίσω μας, όλα ήταν λιγοστά και μετρημένα, κι όταν μια ζωή ψάχνεις να δεις πώς θα καλύψεις υποχρεώσεις, αυτό κουράζει. Όταν ξεκινήσαμε με τον αδελφό μου, είχαμε ένα οινοποιείο που έμπαζε νερά από τη στέγη, είχε 20-25 χρόνια να λειτουργήσει, είχαμε αμπέλια που είχαν γεράσει, ήταν πάντα όλα στενεμένα
ΘΚ Τι σας έδωσε μεγαλύτερη χαρά και τι σας δυσκόλεψε περισσότερο αυτά τα χρόνια;
ΒΚ Αυτό που μου έδωσε μεγαλύτερη χαρά ήταν η επαφή που είχα και οι άνθρωποι που γνώρισα στον κόσμο του κρασιού. Την εποχή που ξεκινήσαμε, τη δεκαετία του ’80-’90, ήμασταν λίγοι και όλοι μικροί παραγωγοί, μεταξύ μας ήμασταν φίλοι, πηγαίναμε μαζί στα ταξίδια, δεν θεωρούσαμε τους εαυτούς μας ανταγωνιστές, γιατί η ζήτηση ήταν μεγαλύτερη από την παραγωγή μας.
Τώρα που έχουμε γίνει πάνω από 1.000 οινοποιεία, είναι δύσκολο να φτιάξεις καινούργιους φίλους. Τι με δυσκόλεψε; Τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν ίσως και από έλλειψη εμπειρίας. Έυτυχώς, είχαμε καλούς συνεργάτες, οινολόγους, αμπελουργούς, αλλά το κρασί είναι ζωντανό πράγμα, δεν είναι πάντα εύκολο να διορθώσεις λάθη.
Βέβαια, το πιο σοκαριστικό για εμάς ήταν όταν έπεσε έξω η εταιρεία διανομής Santa Maura, η οποία με δόλια χρεοκοπία μάς φόρεσε ένα φέσι με τα κέρδη δύο-τριών χρόνων. Πάνω που ξεκινούσαμε, φάγαμε γερή σφαλιάρα, αλλά σταθήκαμε στα πόδια μας αυξάνοντας την παραγωγή. Και μετά ήρθε η κρίση του 2011. Αλλά τι να κάνουμε, οι επιχειρήσεις έτσι είναι.
ΘΚ Θεωρείτε θετική εξέλιξη την εμφάνιση τόσων νέων οινοποιείων στην Έλλάδα;
ΒΚ Από μια άποψη είναι θετική. Δεν θα υπήρχαν τόσο πολλοί αν δεν υπήρχε η αγορά, το ενδιαφέρον από την κοινωνία. Από την άλλη μεριά, ανάμεσα σε αυτούς είναι πολλοί που αποφάσισαν να ασχοληθούν όχι γιατί πίστευαν στο κρασί ή γιατί αγαπούσαν την αμπελουργία, αλλά γιατί το θεώρησαν σαν ευκαιρία, κάποιοι σαν κοινωνική προβολή, κάποιοι άλλοι νόμισαν ότι βγαίνουν λεφτά – κάτι που δεν ισχύει, δηλαδή από 1.300 συναδέλφους, πόσοι είναι που πραγματικά στέκονται και κερδίζουν;
Θυμάμαι άκουγα ότι ο τάδε γιατρός είχε μία κόρη και της έφτιαχνε και έναν αμπελώνα 400 στρεμμάτων για να ασχολείται… Δεν νομίζω ότι η ελληνική επικράτεια μπορεί να συντηρήσει τόσο μεγάλο αριθμό οινοπαραγωγών. Πιστεύω ότι είμαστε σε περίοδο όπου οι συγχωνεύσεις είναι απαραίτητες.
ΘΚ Τι σημαίνει για εσάς καλός οινοποιός;
ΒΚ Υπάρχουν πολλές απαντήσεις σε αυτό. Κατ’ αρχάς, ο καλός οινοποιός πρέπει να είναι και καλός επιχειρηματίας. Με παίρνουν άνθρωποι που θέλουν να φτιάξουν κρασί και τους λέω: «Καλύτερα να το πίνεις παρά να το φτιάχνεις, θα το ευχαριστηθείς πολύ περισσότερο. Το να κάνει κανείς κρασί θέλει άλλο δόσιμο. Μπορεί να είναι κανείς καλός οινοποιός όταν κάνει κρασί από σταφύλια που αγοράζει;
Σύμφωνα με τον δικό μου ορισμό, όχι. Πρέπει να πιστεύεις στο προϊόν σου, να είσαι διατεθειμένος να καταβάλεις τον κόπο, που είναι μεγάλος, να επιμένεις στην ποιότητα, αλλά να κρατάς συγχρόνως και μια ισορροπία, γιατί είναι μια πολύπλοκη διαδικασία.
ΘΚ Τι συμβουλή θα δίνατε σε έναν νέο οινοποιό;
ΒΚ Να το κάνει γιατί το αγαπά, αλλά συγχρόνως να μη βάλει νερό στο κρασί του. Να έχει επίσης υπόψη ότι το marketing είναι πολύ σημαντικό.
ΘΚΠώς βλέπετε το μέλλον του Κτήματος;
ΒΚ Υπάρχει μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι θα το οργανώσεις σωστά και θα έχεις κοντά σου τους κατάλληλους ανθρώπους. Υπάρχει και η επόμενη γενιά, ο Δημήτρης, που έχει σπουδάσει Οινολογία –αν και δεν ασχολείται με την παραγωγή–, και ο Λάμπης, που έχει σπουδάσει μηχανικός. Έχουμε εξαιρετικό οινολόγο, τον Δημήτρη Σκαφίδα, και εξαιρετικό σύμβουλο, τον Κυριάκο Κυνηγόπουλο. Έλπίζουμε ότι όλα αυτά θα οδηγήσουν σε θετική εξέλιξη.
ΘΚ Με ελληνικές ποικιλίες;
ΒΚ Έμείς είχαμε ως βασική ποικιλία το Refosco, ήταν όμως σημαντική και η Μαυροδάφνη, που μπήκε στο blend του Κτήματος Μερκούρη από τον αδελφό του πατέρα μου, έναν εξαιρετικό οινολόγο. Πριν από 10-15 χρόνια αρχίσαμε κι εμείς να την οινοποιούμε μονοποικιλιακά. Στη συνέχεια αρχίσαμε να καλλιεργούμε όλο και περισσότερες ελληνικές ποικιλίες, αν και το Κτήμα εξακολουθεί να «παίζει» και με κάποιες ξένες.
Τελευταία, η μόνη παρασπονδία μας σε σχέση με τις ελληνικές είναι το Albariño, μια ισπανική ποικιλία που μου αρέσει πολύ. Το Κτήμα Μερκούρη υπήρξε πάντα αυτό που λέμε «Κόκκινο Οινοποιείο», όμως η αγορά δεν είναι κόκκινη και έπρεπε να ακολουθήσουμε. Προβληματίστηκα ανάμεσα στη Μαλαγουζιά και στο Ασύρτικο. Έπέλεξα Ασύρτικο και δεν το μετάνιωσα. Για εμάς ήταν πολύ τιμητικό όταν oι Master of Wines που επισκέφτηκαν πέρυσι την Έλλάδα δοκίμασαν την ετικέτα Καλλιστώ και το ψήφισαν ως το καλύτερο Ασύρτικο από αυτά που δοκίμασαν.
ΘΚ Τι λείπει από το κρασί στην Έλλάδα σήμερα;
ΒΚ Η Έλλάδα χρωστάει ακόμη ένα μεγάλο κόκκινο κρασί. Έξαρτάται από το πόσο θα προσπαθήσουμε. Ίσως η επόμενη γενιά, ποιος ξέρει…