MEZZADRIA, PODERE, PROMISCUO.
Οι λέξεις χόρευαν στο μυαλό μου μετά την κουβέντα μου με τον αγαπημένο Γιάννη Καϋμενάκη, όταν του είπα ότι θα πάω στο Μονταλτσίνο.
Όροι που καθρεφτίζουν τη μακρά οινοπαραγωγική παράδοση της Ιταλίας, και ειδικά της Τοσκάνης, και γίνονται ο κρίκος για να αντιληφθεί κάποιος πώς δουλεύουν τα πράγματα στην περιοχή ακόμη και σήμερα. Η σχέση των Ιταλών με το κρασί ήταν πάντα στενά δεμένη με τη γη.
Από το παλιό σύστημα των mezzadrie – κατά το οποίο οι αγρότες καλλιεργούσαν τη γη των γαιοκτημόνων και μοιράζονταν μαζί τους την παραγωγή – και τις fattorie – μεγάλες αγροτικές εκτάσεις με ποικίλες καλλιέργειες και εκτροφή ζώων – έως και τα poderi, μικρότερες οικογενειακές φάρμες. Με την πάροδο του χρόνου, αυτές οι δομές μετασχηματίστηκαν σε σύγχρονα οινοποιεία, διατηρώντας την παράδοση της αμπελουργίας ζωντανή και ενσωματώνοντας νέες τεχνικές.

Αυτή η εξέλιξη επιβεβαιώνει πώς η παραγωγή κρασιού στην Ιταλία δεν ήταν ποτέ απλώς μια εμπορική δραστηριότητα, αλλά ένας τρόπος ζωής βαθιά ριζωμένος στην ιστορία και την κουλτούρα της χώρας. Ωστόσο, μη σας ξεγελά η “ανυπόφορη” ομορφιά της Τοσκάνης. Το μεγαλύτερο κεφάλαιο της ιστορίας της περιοχής είναι βυθισμένο σε βαθιά φτώχεια.
«Δεν είχαμε τίποτα, ούτε καν παπούτσια για τα παιδιά μας. Αλλά είχαμε τη γη. Και η γη δεν απογοητεύει ποτέ αυτούς που τη φροντίζουν», συνήθιζε να λέει ο Nello Baricci, ένας από τους πρωτοπόρους οινοπαραγωγούς της περιοχής και ιδρυτής του περίφημου Consorzio, που άλλαξε οινικά τη μοίρα του τόπου.
ΤΟ ΜΟΝΤΑΛΤΣΙΝΟ ΣΗΜΕΡΑ ΚΑΙ ΤΟ CONSORZIO
Φτάνοντας στο Μονταλτσίνο, νιώθεις αμέσως ότι βρίσκεσαι σε μια τυπική τοσκανική καρτ ποστάλ. Ο δρόμος ανηφορίζει μέσα από αμπελώνες, ελαιώνες και λόφους που απλώνονται μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι, με μια αδιανόητη έως και λίγο ψυχαναγκαστική τάξη που δεν διαταράσσεται από τίποτα.

Λιθόστρωτα σοκάκια, πέτρινα σπίτια και μικρά μαγαζιά με κρασιά και τοπικά προϊόντα, όλα τοποθετημένα στη σκιά του επιβλητικού κάστρου του 14ου αιώνα, που χαρίζει απίστευτη θέα στο τοπίο της Τοσκάνης.
Μέσα – κυριολεκτικά όμως μέσα – στο κάστρο, ο Fabio Tassi, παραγωγός και ψυχή του Μονταλτσίνο, έχει την Enoteca του. Ένα υπέροχο πραγματικά μαγαζί με απίστευτες ετικέτες κρασιών, ό,τι χωράει ο νους σου από όλη την Ιταλία, και τοπικά προϊόντα.

Εκεί, σε μια οριακά θρησκευτική κατάνυξη, υποπτεύομαι ότι έχουν γίνει θρυλικά συμπόσια. Η ιστορία της οινοποιίας στην περιοχή είναι τόσο πλούσια και πολυεπίπεδη, όσο και το ίδιο το κρασί της, γεμάτη παράδοση, καινοτομία και με βαθύ σεβασμό για τη γη.
Η οινοπαραγωγή στο Μονταλτσίνο έχει τις ρίζες της στην αρχαιότητα. Τα εύφορα εδάφη, το εύκρατο μεσογειακό κλίμα και οι λόφοι που προσφέρουν ιδανικές συνθήκες αποστράγγισης δημιούργησαν το τέλειο περιβάλλον για την ανάπτυξη των αμπελιών.
Το Brunello di Montalcino γεννήθηκε τον 19ο αιώνα, όταν η οικογένεια Biondi-Santi ανέπτυξε τον κλώνο Sangiovese Grosso, μια ειδική ποικιλία με εξαιρετική ικανότητα παλαίωσης. Το 1888, ο Ferruccio Biondi-Santi έθεσε τα θεμέλια για το φημισμένο κρασί στον πρώτο τρύγο.
Στα μέσα του 20ού αιώνα, το Brunello έγινε συνώνυμο της πολυτέλειας, ενώ η ίδρυση του Consorzio del Vino Brunello di Montalcino το 1967, ενίσχυσε την ποιότητά του.
Το 1980 απέκτησε την ανώτατη ιταλική διάκριση DOCG, καθιερώνοντάς το ως ένα από τα κορυφαία κρασιά στον κόσμο.
Η δημιουργία του Consorzio εξασφάλισε ότι το Brunello διατήρησε τη μοναδικότητά του, προστατεύοντας τόσο την παράδοση όσο και τους καταναλωτές.
ΤΟ ΦΑΓΗΤΟ
Εξίσου βαθιές, όμως, είναι και οι ρίζες του φαγητού στο Μονταλτσίνο. Εξάλλου, το κρασί και το φαγητό δεν είναι απλώς συνοδοί στο τραπέζι· είναι σαν τα ζευγάρια που ξέρεις ότι γεννήθηκαν ο ένας για τον άλλον. Για την ακρίβεια, το φαγητό μεταμορφώνει κυριολεκτικά το κρασί, αναδεικνύοντας γωνίες, βάθος, αρώματα και ένταση… Το πάντρεμα με την ντόπια κουζίνα είναι συγκλονιστικό. Τα πιάτα που δεκάδες χρόνια τώρα μαγειρεύονται στις κατσαρόλες του Μονταλτσίνο είναι για το κρασί, και το κρασί για τα πιάτα αυτά.

- PICI ALL’AGLIONE
Τα χειροποίητα ζυμαρικά που φτιάχνουν οι γιαγιάδες κάθε Κυριακή, με μια απλή αλλά ακαταμάχητη σάλτσα ντομάτας και σκόρδου.
- PEPOSO
Το όνομα του πιάτου προέρχεται από τη λέξη “pepe” (πιπέρι στα ιταλικά), καθώς το πιπέρι είναι ο πρωταγωνιστής της συνταγής. Το κρέας μαγειρεύεται σε χαμηλή φωτιά για αρκετή ώρα, ώστε να γίνει μαλακό και να απορροφήσει τα αρώματα των μπαχαρικών.
- CINGHIALE IN UMIDO
Αγριογούρουνο μαγειρεμένο αργά με κόκκινο κρασί, βότανα και υπομονή (πολλή υπομονή, αλλά αξίζει κάθε λεπτό).
- PECORINO TOSCANO
Αν το στομάχι αντέχει, ένα καλό Pecorino Toscano με μέλι και ξηρούς καρπούς είναι ο ιδανικός τρόπος να κλείσει το δείπνο.
Όλα αυτά, φυσικά, χωρίς Brunello; Αδιανόητο! Στο Μονταλτσίνο, το κρασί δεν είναι απλώς συνοδευτικό, αλλά οδηγός γεύσης, κουλτούρας και συζήτησης – που γίνεται όλο και πιο έντονη μετά το δεύτερο ποτήρι. Γιατί εδώ το φαγητό και το κρασί δεν είναι απλώς συνήθειες· είναι τρόπος ζωής. Και μεταξύ μας, ποιος θα ήθελε να ζήσει αλλιώς;
Στο Μονταλτσίνο, μερικά από τα πιο ιστορικά και φημισμένα οινοποιεία είναι το Biondi-Santi, όπου γεννήθηκαν το Brunello, το Castello Banfi, γνωστό για τη διεθνή του απήχηση, το Casanova di Neri, που έχει λάβει κορυφαίες διακρίσεις, και το Altesino, πρωτοπόρο στη χρήση των cru αμπελώνων.
Άλλα σημαντικά οινοποιεία είναι το Soldera, διάσημο για τα εκλεκτά του Brunello, και το Il Poggione, ένα από τα παλαιότερα και πιο σταθερά ποιοτικά Κτήματα της περιοχής. Εμείς επισκεφθήκαμε τρία οινοποιεία με έντονες διαφορές μεταξύ τους, που όμως συνθέτουν την όλη εικόνα της περιοχής.
BARICCI: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ

Το οινοποιείο Baricci είναι μια ζωντανή απόδειξη ότι το κρασί δεν είναι απλώς ένα προϊόν, αλλά μια κληρονομιά.
Εδώ, στο Montosoli, η γη, το κλίμα και το πάθος μιας οικογένειας δημιουργούν Brunello di Montalcino που αφηγείται μια ιστορία γενεών. Μια ιστορία που ξεκίνησε από τη φτώχεια, αλλά με πίστη και αφοσίωση έγινε σύμβολο της αυθεντικότητας του Brunello.
Η ιστορία της οικογένειας ξεκινά το 1955, όταν ο Nello Baricci (πεθερός του Pietro), ένας άνθρωπος με όραμα, αγόρασε αυτό το κομμάτι γης, κόντρα στις τάσεις της εποχής που ήθελαν τους αγρότες να εγκαταλείπουν τα χωράφια τους για μια καλύτερη ζωή στα εργοστάσια του Βορρά.
Ο Nello, όμως, είχε διαφορετικό όραμα. Αντί να εγκαταλείψει τη γη, αποφάσισε να επενδύσει σε αυτήν. Χωρίς οικονομική άνεση, πήρε ένα δάνειο και με μεγάλο κόπο αγόρασε την ιδιοκτησία του στο Montosoli, μια περιοχή που τότε δεν είχε ούτε ηλεκτρικό ρεύμα.
«Δεν είχαμε τίποτα, ούτε καν παπούτσια για τα παιδιά μας. Αλλά είχαμε τη γη. Και η γη δεν απογοητεύει ποτέ αυτούς που τη φροντίζουν», συνήθιζε να λέει ο Nello.
Παρότι πολλοί αμφισβητούσαν την επιλογή του, ο Nello πίστευε ακράδαντα στο terroir του Montosoli. Τα πρώτα χρόνια ήταν εξαιρετικά δύσκολα. Χωρίς σύγχρονο εξοπλισμό, οι εργασίες στον αμπελώνα γίνονταν αποκλειστικά με τα χέρια, ενώ η οικογένεια Baricci πάλευε να επιβιώσει με τα λιγοστά έσοδα από την αγροτική παραγωγή.

Ο Nello Baricci ήταν ένας από τους 25 οινοποιούς που το 1967 ίδρυσαν το Consorzio del Vino Brunello di Montalcino, τον συνεταιρισμό που ανέδειξε το Brunello σε παγκόσμιο επίπεδο.
Μέχρι τότε, το Brunello ήταν ένα κρασί που παρήγαν λίγοι, χωρίς συγκεκριμένο πλαίσιο ποιότητας. Ο Nello και οι υπόλοιποι οινοποιοί αποφάσισαν να θεσπίσουν αυστηρούς κανόνες παραγωγής, προστατεύοντας την ταυτότητα και την αυθεντικότητα του κρασιού τους.
Σήμερα, το Consorzio αριθμεί πάνω από 200 μέλη και συνεχίζει το έργο της προστασίας του Brunello di Montalcino. Ο λόφος, με υψόμετρο 300 μ., είναι γνωστός για το ξεχωριστό του terroir, με στρώματα σχιστόλιθου, μάργας και χαλαζία, που αποτυπώνουν την προϊστορική θάλασσα που υπήρχε εδώ εκατομμύρια χρόνια πριν.
Αυτό το μοναδικό γεωλογικό προφίλ προσδίδει στα κρασιά των Baricci έντονη ορυκτότητα, κομψότητα και μεγάλη δυνατότητα παλαίωσης. Το μικροκλίμα του Montosoli είναι επίσης καθοριστικό. Το οινοποιείο παράγει περίπου 30.000 φιάλες ετησίως, μοιρασμένες ισόποσα μεταξύ Brunello και Rosso di Montalcino, με το 80% της παραγωγής να εξάγεται.
Στο κελάρι, η παλαίωση γίνεται αποκλειστικά σε μεγάλα βαρέλια από δρυ Σλαβονίας, ώστε να διατηρείται η κομψότητα του κρασιού. Σήμερα, το οινοποιείο διευθύνεται από τον Federico Baricci, οινολόγο και εγγονό του Nello, ενώ ο αδερφός του, Francesco, έχει αναλάβει το εμπορικό κομμάτι. Μαζί τους, οι γονείς τους, η Graziella και ο Pietro, συνεχίζουν να εργάζονται στα αμπέλια και στην παραγωγή, κρατώντας την επιχείρηση αυθεντικά οικογενειακή.
ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ

Το Brunello, πλούσιο και αρμονικό, παρουσίαζε βάθος, ισορροπημένη οξύτητα και στιβαρές τανίνες, που υπόσχονταν εξαιρετική εξέλιξη στον χρόνο.
Κατά τη δοκιμή της σοδειάς του 2019, η πρώτη εντύπωση είναι η κομψότητα. Το κρασί αποκαλύπτει αρώματα κόκκινων φρούτων, κερασιού και φραγκοστάφυλου, με διακριτικές νότες μπαχαρικών, δέρματος και γλυκών βοτάνων. Στο στόμα, οι τανίνες είναι βελούδινες και απόλυτα ενσωματωμένες. Η οξύτητα χαρίζει φρεσκάδα, ενώ η επίγευση είναι μακρά και πολύπλοκη.
«Αφήστε το Brunello να παλαιώσει 10 χρόνια, αν μπορείτε. Αν όχι, ανοίξτε το τουλάχιστον τέσσερις ώρες πριν και θα δείτε τη διαφορά», συμβουλεύει ο Pietro.
Στη Riserva του 2019, η πολυπλοκότητα είναι ακόμα μεγαλύτερη. Τα σταφύλια επιλέγονται αυστηρά από τα παλαιότερα αμπέλια και το κρασί ωριμάζει για περισσότερα από τρία χρόνια σε μεγάλα βαρέλια από δρυ Σλαβονίας.
Τα αρώματα ώριμων μαύρων φρούτων, μπαχαρικών και βανίλιας δίνουν τη θέση τους σε μια μακρά και ισορροπημένη επίγευση, που μπορεί να εξελιχθεί για δεκαετίες.
FABIO TASSI, Η ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΛΕΙΔΙ ΤΟΥ ΜΟΝΤΑΛΤΣΙΝΟ
Η οικογένεια Tassi έχει βαθιές ρίζες στο Μονταλτσίνο και η ιστορία της είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την παράδοση και την εξέλιξη της περιοχής.
Όλα ξεκίνησαν με τον Guido Franci, ο οποίος γεννήθηκε το 1910 και αφιέρωσε τη ζωή του στη γη και τη φύση. Εργαζόμενος αρχικά στους αμπελώνες των Biondi-Santi, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση με τη γεωργία και τις καλλιέργειες.
Τη δεκαετία του 1950, ακολουθώντας το πάθος του για τη μελισσοκομία, ίδρυσε τη δική του επιχείρηση παραγωγής μελιού, η οποία σύντομα ξεχώρισε για την ποιότητά της. Με την πάροδο των χρόνων, η οικογενειακή παράδοση συνεχίστηκε και οι επιχειρήσεις Tassi και Franci καθιερώθηκαν σε εθνικό επίπεδο για τα εξαιρετικά προϊόντα τους.

Η λέξη “drogheria” σήμαινε παραδοσιακά παντοπωλείο που πουλούσε από τρόφιμα μέχρι φάρμακα και καπνό, αλλά ο Fabio το μετέτρεψε σε έναν χώρο αφιερωμένο στο καλό κρασί και στα ποιοτικά τοπικά προϊόντα, όπως ζυμαρικά, ελαιόλαδο και μέλι.
Το μέλι είχε ιδιαίτερη σημασία για την οικογένεια, καθώς η μητέρα του, Franca Franci, προερχόταν από μία από τις μεγαλύτερες οικογένειες μελισσοκόμων του Μονταλτσίνο.
Από το 1965, η οικογενειακή επιχείρηση αριθμούσε πάνω από 2.000 κυψέλες και διοικούνταν από τον θείο του, Roberto Franci, και τους γονείς του.
Ωστόσο, ο Fabio δεν μπόρεσε να συνεχίσει αυτή την παράδοση, καθώς… ήταν αλλεργικός στη γύρη και στα τσιμπήματα των μελισσών.
Έτσι, το 1999 αποφάσισε να στραφεί αποκλειστικά στο κρασί, φυτεύοντας τους πρώτους αμπελώνες του στο Μονταλτσίνο.

Η πρώτη συγκομιδή του πραγματοποιήθηκε το 2004, σηματοδοτώντας την έναρξη της οινοποιητικής του πορείας.
Το οινοποιείο του Fabio ολοκληρώθηκε το 2019, κοντά στην παλιά οικογενειακή μελισσοκομική μονάδα.
Σήμερα, διαθέτει περίπου 7 εκτάρια αμπελώνων κατανεμημένα σε διαφορετικές περιοχές γύρω από το Μονταλτσίνο, με έμφαση στο νοτιοανατολικό τμήμα, κοντά στο Castello di Velona.
Στόχος του Fabio είναι να αναδεικνύει τη μοναδικότητα κάθε αμπελώνα, γι’ αυτό και παράγει single vineyard κρασιά, όπως το Vigna Tassi και το Colombaiolo, καθώς και επιλεγμένες ετικέτες από παλαιότερους αμπελώνες.
Μια ιδιαίτερη καινοτομία του οινοποιείου είναι η παλαίωση σε αμφορείς από πηλό, μια τεχνική που ξεκίνησε το 2018 και χρησιμοποιείται αποκλειστικά για το Sangiovese, αναδεικνύοντας την αυθεντικότητα της περιοχής, μακριά από την παραδοσιακή επίδραση του ξύλου.
Εκτός από την παραγωγή κρασιού, ο Fabio είναι βαθιά συνδεδεμένος με το Μονταλτσίνο.
Εδώ και 23 χρόνια διαχειρίζεται την Enoteca στο εμβληματικό κάστρο του Μονταλτσίνο, αποτελώντας μια εμβληματική φιγούρα της περιοχής.

Ο Fabio δεν βλέπει το κρασί απλώς ως επάγγελμα, αλλά ως τρόπο ζωής.
«Γεννήθηκα και μεγάλωσα στο Μονταλτσίνο, στο σπίτι της γιαγιάς μου. Η οικογένειά μου, και ιδιαίτερα ο παππούς μου, είχε μακρά παράδοση στη μελισσοκομία. Προσωπικά, αν και έβρισκα ενδιαφέρουσα την παραγωγή μελιού, ήμουν αλλεργικός στη γύρη, γεγονός που έκανε δύσκολη τη δική μου ενασχόληση με αυτόν τον τομέα. Το 2000, ο πατέρας μου είχε την ευκαιρία να αποκτήσει έναν αμπελώνα με Brunello και Rosso di Montalcino. Ήταν η στιγμή που αποφασίσαμε να στραφούμε προς την οινοποιία. Η πρώτη μου επαγγελματική ενασχόληση με το κρασί ξεκίνησε με την Enoteca, που βρίσκεται στο παλιό σπίτι της γιαγιάς μου. Η αγάπη μου για το κρασί συνδέεται άμεσα με το πάθος μου για τη γαστρονομία. Στο Μονταλτσίνο, το κρασί και το φαγητό δεν είναι απλώς δύο ξεχωριστά στοιχεία, είναι αλληλένδετα. Η κουλτούρα μας βασίζεται στη γεύση, και από μικρός έμαθα να εκτιμώ το καλό φαγητό. Η γιαγιά μου και η μητέρα μου μαγείρευαν κάθε Κυριακή φρέσκα ζυμαρικά και το γεύμα ήταν πάντα μια ιεροτελεστία. Το φαγητό και το κρασί είναι τρόπος ζωής εδώ στο Μονταλτσίνο, μια παράδοση που συνεχίζω με πάθος και αφοσίωση».
CASANOVA DI NERI : ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΑ ΚΑΙ ΑΦΟΣΙΩΣΗ ΣΤΗΝ ΤΕΛΕΙOΤΗΤΑ
Ο Gianlorenzo Neri είναι ένας νέος άντρας, με κλασική ιταλική φινέτσα και τρομερό επαγγελματισμό, και τα τελευταία χρόνια έχει αναλάβει ένα μεγάλο κομμάτι της οικογενειακής επιχείρησης, που έκλεισε το 2021 τα πενήντα της χρόνια.

Και αν υπάρχει ένα δίδαγμα από αυτή την εμπειρία, είναι πως το σωστό terroir, σε συνδυασμό με την αγάπη και την τεχνογνωσία, δημιουργεί κρασιά που αντέχουν στον χρόνο και χαράζουν τη δική τους πορεία στην ιστορία.
«Η οικογένειά μου δημιούργησε το οινοποιείο μας το 1971, όταν ο πατέρας μου, με διορατικότητα και τόλμη, αγόρασε γη σε μια εποχή που το Brunello δεν είχε ακόμα τη φήμη που έχει σήμερα. Ήξερε, όμως, ότι το Μονταλτσίνο είχε τη δυνατότητα να παράγει σπουδαία κρασιά και έτσι ξεκίνησε την πορεία μας στον κόσμο του Brunello. Σήμερα, το οινοποιείο το διαχειριζόμαστε εγώ και ο αδελφός μου, συνεχίζοντας το όραμα του πατέρα μας. Εγώ έχω αναλάβει την οινοποίηση, ενώ ο αδελφός μου είναι υπεύθυνος για την αμπελουργία και τις πωλήσεις. Το 80% της παραγωγής μας εξάγεται σε περισσότερες από 50 χώρες, με κύριες αγορές τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη και την Ασία. Οι αμπελώνες μας εκτείνονται σε διάφορες περιοχές του Μονταλτσίνο, προσφέροντας μοναδικές εκφράσεις του Sangiovese. Δοκιμάζοντας τα κρασιά μας, μπορεί κανείς να καταλάβει τις διαφορές ανάμεσα στις τοποθεσίες.

Το White Label είναι η πιο κλασική έκφραση του οινοποιείου μας, το Ceretalto προέρχεται από έναν μοναδικό αμπελώνα με ιδιαίτερο έδαφος, το Tenuta Nuova είναι το αποτέλεσμα της αναζήτησης ενός νέου terroir από τον πατέρα μου, ενώ το Giovanni Neri είναι ένας φόρος τιμής σε εκείνον. Ακολουθούμε βιολογικές και βιώσιμες πρακτικές, με χειρωνακτική συγκομιδή και φυσική ζύμωση, ελαχιστοποιώντας την παρέμβασή μας στη διαδικασία παραγωγής. Παλαίωση γίνεται τόσο σε μεγάλα δρύινα βαρέλια από τη Σλαβονία, όσο και σε ανοξείδωτο χάλυβα, ανάλογα με το στιλ κάθε κρασιού. Στην κάβα μας έχουμε δημιουργήσει μια gravity-flow εγκατάσταση, που επιτρέπει την ήπια διαχείριση του σταφυλιού, διατηρώντας την καθαρότητα και τον αυθεντικό χαρακτήρα του κρασιού μας. Όλα σχεδιάστηκαν με γνώμονα τη βιωσιμότητα και την ελαχιστοποίηση της ενεργειακής κατανάλωσης, γιατί το μέλλον του Brunello πρέπει να είναι εξίσου λαμπρό με το παρελθόν του».
ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ
Επαγγελματικά άψογη η δοκιμή των κρασιών που ακολούθησε, απέδειξε πόσο διαφορετικά μπορεί να εκφραστεί το Brunello di Montalcino, ακόμα κι αν προέρχεται από την ίδια ποικιλία και την ίδια οινοποιητική προσέγγιση.

- Το White Label είναι η πιο κλασική έκφραση του οινοποιείου, καθώς αποτελεί την πρώτη κυκλοφορία του Casanova di Neri από το 1978.Είναι ένα κρασί που εκφράζει το στιλ και τη φιλοσοφία της οικογένειας, με κομψότητα, ισορροπία και δυνατότητα μακρόχρονης παλαίωσης.
- Το Ceretalto είναι ένα Brunello που προέρχεται από έναν μοναδικό αμπελώνα σε μια φυσική αμφιθεατρική κοιλάδα, τρία χιλιόμετρα ανατολικά του οινοποιείου.Το έδαφος της περιοχής είναι ιδιαίτερα σπάνιο, με έντονη παρουσία σιδηρούχων στοιχείων, γεγονός που του προσδίδει μια εντυπωσιακή δομή, μεταλλικότητα και μεγάλο δυναμικό παλαίωσης.
- Το Tenuta Nuova είναι ένα από τα πιο εμβληματικά κρασιά του οινοποιείου και συμβολίζει την τόλμη και την καινοτομία της οικογένειας Neri.Ο πατέρας της οικογένειας, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αναζήτησε ένα νέο terroir για την καλλιέργεια Sangiovese, μακριά από τις κλασικές περιοχές του Μονταλτσίνο.Η πρώτη σοδειά κυκλοφόρησε το 1993 και λίγα χρόνια αργότερα αναδείχθηκε Wine of the Year από το Wine Spectator, δίνοντας τεράστια ώθηση όχι μόνο στο οινοποιείο, αλλά και στο ίδιο το Brunello di Montalcino.
- Το Giovanni Neri είναι η πιο πρόσφατη προσθήκη στη συλλογή των single-vineyard Brunello και δημιουργήθηκε ως φόρος τιμής στον πατέρα της οικογένειας.
- Τέλος, το Brunello di Montalcino 2006 είναι ένα κρασί εξαιρετικής παλαίωσης, που χαρακτηρίζεται από τη δύναμη και την πολυπλοκότητά του.Προερχόμενο από μια πολύ καλή χρονιά, διαθέτει ακόμα έντονα αρώματα κερασιού, δέρματος και γλυκόριζας, ενώ η ωρίμανσή του έχει προσθέσει βάθος και κομψότητα.Η μακρά εκχύλιση κατά την οινοποίηση του 2006 τού χάρισε μεγαλύτερη συμπύκνωση, κάνοντάς το ένα κρασί με μεγάλη διάρκεια ζωής.
Όπως είπε χαρακτηριστικά ο οικοδεσπότης μας, «το καλύτερο ταίριασμα για το κρασί είναι οι άνθρωποι που το απολαμβάνουν μαζί».