Μία από τις κατηγορίες κρασιού που έχει αλλάξει δραματικά προς το καλύτερο τα τελευταία χρόνια είναι, αδιαμφισβήτητα, το ροζέ. Θυμάμαι, σε μια από τις πρώτες μου δουλειές, πριν πολλά χρόνια, έπρεπε να διαχειριστώ 2.500 διαφορετικά κρασιά από κάθε γωνιά του πλανήτη, μεταξύ των οποίων υπήρχε και ο οριακά προσβλητικός αριθμός του ενός και μοναδικού ροζέ (V.D.P. du Var, Domaine des Triennes). Ο τότε wine director που συνεργαζόμουν, Claude Douard, ήταν ένας από τους πολλούς που δικαίως δεν αγαπούσαν ιδιαίτερα την κατηγορία των ροζέ κρασιών.
Ήταν η περίοδος που ο Marc Davies, οινοχόος στη Σπονδή (δυστυχώς έχει φύγει από τη ζωή εδώ και κάποια χρόνια), είχε χαρακτηρίσει το ροζέ κρασί «σαν να φιλάς την αδερφή σου στο στόμα», και οι απανταχού κριτικοί το πρότειναν υποτιμητικά ως pizza wine. Κατά γενική ομολογία δεν ήταν ούτε καν το παρανυφάκι της ιστορίας — δεν ήταν καν καλεσμένο στον γάμο.
Στον παραγωγικό τομέα, η περιοχή του Tavel, στις παρυφές του Châteauneuf-du-Pape, όντας εγκαθιδρυμένη από το 1936 στην αποκλειστική παραγωγή ροζέ κρασιών, ήταν και η μόνη στοχοπροσηλωμένη προσπάθεια για κάτι το ποιοτικό, ενώ η Προβηγκία παρήγαγε μεν το χαρακτηριστικό ανοιχτόχρωμο ροζέ, ωστόσο δεν ήταν και τόσο δημοφιλές εκτός των συνόρων της Κυανής Ακτής.
Την ίδια εποχή, ο χρόνος είχε ξεπεράσει τα βαθύχρωμα Clairet του Bordeaux, όπως και τα δικά μας κοκκινέλια, που είχαν ήδη ξεθωριάσει σαν πρόταση, ενώ ο υπόλοιπος οινικός πλανήτης έκανε ροζέ με ό,τι κυριολεκτικά περίσσευε — από τα κόκκινα, ως επί το πλείστον.
Και ξαφνικά, οι παραγωγοί αποφάσισαν να το δουν πιο στοχευμένα. Οι κλιματολογικές συνθήκες, με την ολοένα και πιο παρατεταμένη ηλιοφάνεια, το ευνοούν, και τα τραπεζάκια στις πλατείες και τα πεζοδρόμια γεμίζουν με ροζέ ποτήρια όλων των αποχρώσεων.
Μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την επιτυχία πρέπει να πιστώσουμε και στο γεγονός πως στα ροζέ ποτήρια φωλιάζει και η ανάγκη του κοινού για απενεχοποιημένη κατανάλωση. Παρενθετικά, στην εγχώρια κατανάλωση μπορεί το ροζέ να είναι και η έξοδος διαφυγής από τα ημίγλυκα.
Στην παρούσα φάση, η παραγωγή ροζέ κινείται σε δύο ταχύτητες:
• Τα αχνά ροζέ της Προβηγκίας και όλων των wannabe Provence από κάθε γωνιά του πλανήτη
• Τα εναλλακτικά, σκουρόχρωμα ή μη, πιο φαγητοκεντρικά — πιο “γαστρονομικά”, όπως τα αναφέρουν οι φίλοι μας οι Γάλλοι
Σύντομα, έχω την εντύπωση πως θα μας απασχολήσει και μια τρίτη εκδοχή: αυτή της φυσαλίδας, έστω και μόνο για κινηματογραφικούς λόγους, αφού ο αφρισμός δεν αλλάζει το γευστικό προφίλ είτε του ροζέ είτε του λευκού.
Στην πρώτη κατηγορία έχουμε να κάνουμε με ιδιαίτερα ελαφριά, δροσιστικά κρασιά, ιδανικά για aperitif, αλλά και ευέλικτα στο τραπέζι του φαγητού. Το γεγονός ότι η συγκεκριμένη τάση ξεκίνησε από την Κυανή Ακτή, μοιραία προσδίδει αρκετή αστερόσκονη στα κρασιά με το αχνό χρώμα και την απαλή γεύση.
Στη δεύτερη κατηγορία συναντάμε πιο στιβαρά (στα πλαίσια μιας ροζέ προσέγγισης) κρασιά, με περισσότερη ένταση τόσο στα αρωματικά όσο και στα γευστικά χαρακτηριστικά.
Στον ελληνικό αμπελώνα υπάρχουν σταφύλια με πολλές χρωστικές, και ήδη κάποια δείγματα γραφής από Αγιωργίτικο, Μανδηλαριά, Μαυροδάφνη αλλά και Syrah έχουν κερδίσει την εκτίμηση των καταναλωτών με καλοδομημένα, πλούσια κρασιά φαγητού. Μπορεί να κλείνουν και το μάτι στα πολύ προγενέστερα κοκκινέλια.
Εναλλακτικά, το Ξινόμαυρο προσφέρει, σε όλες τις ζώνες, κρασιά ράτσας με πιο ντελικάτο γευστικό προφίλ, ιδανικά ως aperitif.
Κλείνοντας, πιστεύω πως το ροζέ ήρθε για να μείνει. Δεν είναι ούτε μόδα, ούτε το next big thing — απλά κάποιες φορές η ιστορία αναλαμβάνει να διορθώσει τα κακώς κείμενα.
Εις υγείαν!