Κάπου διάβασα ότι ο μόνος καλός λόγος για να ξυπνήσεις νωρίς είναι τα ταξίδια, και δεν θα μπορούσα να συμφωνήσω περισσότερο! Ειδικά όταν είναι καλοκαίρι και έχεις προγραμματίσει να πας στην Ιταλία.
Αναχώρηση λοιπόν πρωί πρωί για Abruzzo, όπου για να φτάσει κανείς υπάρχουν δύο επιλογές: η πρώτη είναι από τη Ρώμη και η δεύτερη από τη Νάπολη. Ανάλογα με το κομμάτι του Abruzzo που θέλετε να επισκεφτείτε, μπορείτε να επιλέξετε και την αφετηρία σας, καθώς από άποψη απόστασης δεν έχουν τεράστια διαφορά. Εμείς ξεκινήσαμε τη διαδρομή από τη Ρώμη, κατευθυνόμενοι προς νότια Ιταλία και μετά από ένα πέρασμα από την επαρχία του Molise
αρχίσαμε την άνοδο προς τα βουνά του Abruzzo.
Από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι σε μια διαφορετική περιοχή της Ιταλίας. Τα καταπράσινα τοπία με τα διάσπαρτα χωριά και τις κορυφές των Απέννινων στο βάθος δίνουν το στίγμα του ταξιδιού, ενώ η ησυχία που επικρατεί μακριά από τις πόλεις είναι ακριβώς αυτό που χρειάζεσαι για να μπεις σε διάθεση διακοπών. Όμως το Abruzzo, αν και καταλαμβάνει πολύ μεγάλο μέρος της κεντρικής Ιταλίας, δεν ήταν τόσο γνωστό τουριστικά όσο άλλες γειτονικές περιοχές του. Θεωρείται η πιο πράσινη περιοχή της Ευρώπης. Πρωτεύουσα είναι η L’Aquila, που βρίσκεται στο ορεινό κομμάτι, με την ομώνυμη επαρχία να είναι η μεγαλύτερη της περιοχής, αν και η πολυπληθέστερη πόλη είναι η παραλιακή Pescara.

Το δικό μας ταξίδι ξεκίνησε από τα ορεινά, με πρώτο σταθμό το χωριό Castel del Sangro και συγκεκριμένα το Casadonna Reale, ένα boutique ξενοδοχείο με 3άστερο εστιατόριο που ανήκει στα αδέρφια Niko και Christianna Romito. Το κτίσμα είναι ένα μοναστήρι του 16ου αιώνα ανακαινισμένο με απόλυτο σεβασμό στον χώρο, με μίνιμαλ διακόσμηση, διατηρώντας πολλά από τα στοιχεία που υπήρχαν. Χτισμένο στους πρόποδες του βουνού έξω από το χωριό και περιτριγυρισμένο από έναν αμπελώνα, έχει μαγική θέα, αποπνέοντας ταυτόχρονα μια αίσθηση ηρεμίας που ταιριάζει απόλυτα και με τον χαρακτήρα των ιδιοκτητών και σε κάνει να θέλεις να μείνεις εκεί μόνιμα και να τρως το εξαιρετικό φαγητό που ετοιμάζουν!
Το μενού ακολουθεί την ίδια μίνιμαλ, σχεδόν μοναστηριακή προσέγγιση, με λίγα υλικά σε κάθε πιάτο και καθαρές γεύσεις, με σκοπό την ανάδειξη των προϊόντων της γενέτειρας του σεφ. Για συνοδεία επιλέξαμε να μείνουμε σε ντόπια προϊόντα και πάλι, με πρώτη επιλογή το Pecorino που παράγουν οι ίδιοι από τον αμπελώνα ακριβώς έξω από το κτίριο και το οποίο είναι και το υψηλότερα φυτεμένο Pecorino – στα 860 μ. υψόμετρο!
Το κρασί ήταν από τη χρονιά του 2020, με πέρασμα από βαρέλι, και ήταν ένα πρώτο δείγμα για τις δυνατότητες της ποικιλίας να δώσει πολύ όμορφα κρασιά με χαρακτήρα, πολυπλοκότητα και δυναμικό παλαίωσης. Ακολούθησε ένα Trebbiano d’Abruzzo του Emidio Pepe, το οποίο, αν και ολόφρεσκο στη χρονιά του 2022, ήταν ένα συγκλονιστικό κρασί και απόδειξη γιατί μαζί με τον Valentini θεωρούνται ότι παράγουν κάποια από τα καλύτερα λευκά κρασιά της Ιταλίας. Γενικότερα την εμπειρία στο μέρος αυτό τη συστήνω ανεπιφύλακτα!

Το επόμενο πρωί αναχωρήσαμε για το μεσαιωνικό χωριό Santo Stefano di Sessanio, με ενδιάμεση στάση στην πρωτεύουσα L’Aquila. Η L’Aquila βρίσκεται στα Απέννινα, εντός του εθνικού πάρκου Gran Sasso, και ήταν πολύ σημαντική πόλη κατά τον 13ο και τον 14ο αιώνα για εμπορικούς λόγους, που έφτασε έως και την ενθρόνιση ενός Πάπα στην τοπική εκκλησία Santa Maria di Collemaggio. Είναι μια όμορφη πόλη για βόλτα και σίγουρα αξίζει μια στάση για επίσκεψη στην εκκλησία αυτή, η οποία είχε σχεδόν καταστραφεί με τον σεισμό του 2009 και ανακατασκευάστηκε έπειτα με πολλή προσοχή στη διατήρηση της δομής και των τοιχογραφιών της.
Έπειτα από τη στάση αυτή αναχωρήσαμε για το Santo Stefano, όπου και διανυκτερεύσαμε. Το συγκεκριμένο χωριό βρίσκεται στα 1.200 μ. υψόμετρο, κρεμασμένο πραγματικά στον βράχο, με απίστευτη θέα στο εθνικό πάρκο. Αποτελεί μέρος της προστατευόμενης πολιτιστικής κληρονομιάς της UNESCO και είναι ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Ιταλίας.
Μερικές συμβουλές όμως. Έχει πολύ περπάτημα και κουβάλημα αποσκευών, καθώς η πρόσβαση με αυτοκίνητο σταματά έξω από το χωριό και έχει πολλές σκάλες ανάμεσα στα σοκάκια.
Τελευταία στάση για διαμονή στο Abruzzo ήταν η παραλιακή Pescara. Εδώ το σκηνικό αλλάζει εντελώς. Η πόλη είναι ξεκάθαρα μεσογειακή, με τους κατοίκους να είναι πιο κοντά στον ιταλικό νότο, αλλά λιγότερο φασαριόζοι. Είναι μια πόλη που περπατιέται άνετα, με έναν κεντρικό πεζόδρομο με τα καταστήματα και το παραλιακό, ατελείωτο κομμάτι που μου θύμισε ελληνική επαρχία, με τα μαγαζιά, την περατζάδα του και τους χαλαρούς ρυθμούς.
Όσον αφορά το καθαρά οινικό κομμάτι, επισκεφτήκαμε τρία οινοποιεία, τα κρασιά των οποίων δυστυχώς δεν εισάγονται στην Ελλάδα. Τα δύο είναι πιο μικρής παραγωγής και το ένα λίγο πιο μεγάλο.
Ξεκινώντας να αναφέρω ότι, πριν πάω, δεν είχα δοκιμάσει κάποιο εξαιρετικό κρασί από την περιοχή και ήθελα να την επισκεφτώ για τα μεγάλα ονόματα Valentini (δεν δέχεται επισκέψεις, δυστυχώς) και Emidio Pepe (έχει επισκέψιμο και εστιατόριο, αλλά στο σημείο που είναι, δεν βόλεψε τελικά με το πρόγραμμά μας). Με μεγάλη μου χαρά λοιπόν ανακάλυψα ότι τελικά το Abruzzo έχει πολύ περισσότερο ενδιαφέρον από ό,τι είχα στο μυαλό μου πριν από το ταξίδι.
Το Abruzzo ποσοτικά παράγει πολύ περισσότερο κρασί από πολλές γνωστές περιοχές της Ιταλίας, όπως η Τοσκάνη, το οποίο όμως προέρχεται κυρίως από συνεταιρισμούς και πωλείται χύμα, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό. Το γεγονός αυτό έχει δημιουργήσει αρνητική εικόνα για την ποιότητα του κρασιού της περιοχής σε παραγωγούς οι οποίοι δημιουργούν εξαιρετικά κρασιά από τις τοπικές ποικιλίες.
Οι ποικιλίες που καλλιεργούνται είναι κατά βάση το Trebbiano d’Abruzzo και το Montepulciano, με το Pecorino να ανεβαίνει σταθερά. Η παραπάνω ποικιλομορφία, όμως, του τοπίου επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την παραγωγή κρασιού. Κλιματικά το Abruzzo έχει δύο ζώνες: την πεδινή παραλιακή, που είναι πιο ζεστή αλλά και πιο εύφορη και παράγει τις μεγάλες ποσότητες κρασιού, το οποίο σαν στιλ είναι αυτό που οι περισσότεροι γνωρίζουμε με τα γεμάτα σκουρόχρωμα ερυθρά και τα λευκά με πιο ώριμο φρούτο, και την ορεινή ζώνη, που έχει μεγάλες διαφορές θερμοκρασίας μεταξύ μέρας και νύχτας, πιο άγονα εδάφη και χαμηλότερες αποδόσεις, με αποτέλεσμα κρασιά πιο αιθέρια, με περισσότερη φρεσκάδα και πιο υψηλή οξύτητα.
Εδώ αξίζει να αναφέρουμε πως το κατεξοχήν κρασί που πίνουν οι ντόπιοι το καλοκαίρι είναι το ροζέ Cerasuolo d’Abruzzo. Παράγεται από Montepulciano, που λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε ανθοκυάνες δίνει εύκολα βαθύχρωμα ροζέ. Είναι ένα στιλ που λάτρεψα, μακριά από τα ανοιχτόχρωμα ροζέ της εποχής μας, το οποίο χαρακτηρίζεται από έντονα και ζουμερά κόκκινα φρούτα και καταναλώνεται δροσερό καθ’ όλη τη διάρκεια των θερινών μηνών. Θα ήθελα πολύ να δω αυτό το στιλ και από τους δικούς μας παραγωγούς ξανά!
VALLE REALE
Πρώτη στάση το οινοποιείο Valle Reale της οικογένειας Pizzolo, στη διαδρομή προς την Pescara, στο σημείο όπου ανοίγουν τα βουνά, ανάμεσα στα εθνικά πάρκα. Η ιστορία ξεκινά το 1998 και με έναυσμα ένα αμπέλι Montepulciano από το 1960 σε πέργκολα, όπως είναι το παραδοσιακό της περιοχής, το οποίο αποτέλεσε το πρώτο cru και έδωσε επίσης υλικό για τα νεότερα αμπέλια που φύτεψαν.
Ξεκινώντας από μια βόλτα στον αμπελώνα έξω από το οινοποιείο, μας εξήγησαν πως η βασική ιδέα είναι να δείξουν τη διαφορετικότητα των κρασιών της περιοχής, που όπως ανέφερα έχει πιο άγονα εδάφη, μεγάλη διαφορά θερμοκρασίας και τον αέρα από τη θάλασσα που φτάνει από το κενό των βουνών καθημερινά μετά τις 12.00, με ελβετική ακρίβεια. Η καλλιέργεια είναι βιοδυναμική, όχι μόνο λόγω φιλοσοφίας, αλλά και γιατί δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε χημικό, καθώς τα αμπέλια είναι μέσα στο εθνικό πάρκο. Επίσης έχουν μετατρέψει σχεδόν όλα τα αμπέλια τους και πάλι σε πέργκολα, καθώς είδαν ότι λειτουργεί καλύτερα στην εν λόγω περιοχή.
Έχουν πέντε διαφορετικά αμπελοτόπια ανάμεσα στα χωριά Popoli και Capestrano, όπου καλλιεργούν μόνο Trebbiano και Montepulciano, αφού αυτές είναι οι δύο ποικιλίες που υπήρχαν φυτεμένες παραδοσιακά. Από αυτά παράγουν μια «βασική σειρά» δύο ετικετών, ένα ερυθρό και ένα λευκό, που είναι blend από όλα τα αμπέλια τους, τα οποία όμως οινοποιούν ξεχωριστά και το blend γίνεται στο τέλος και έπειτα οι single vineyard οινοποιήσεις. Στο οινοποιείο ο στόχος είναι κυρίως να δείξουν τις διαφορές μεταξύ των αμπελώνων και εφαρμόζουν απαλές οινοποιήσεις και χρήση μόνο ανοξείδωτων και γυάλινων δεξαμενών. Από τα κρασιά που δοκιμάσαμε, μόνο ένα είχε βαρέλι και ήταν από το 2016, πριν καταργήσουν εντελώς τη χρήση του. Τέλος, παράγουν και δύο Cerasuolo από ένα συγκεκριμένο αμπέλι, εκ των οποίων δοκιμάσαμε το ένα.
Κύριο χαρακτηριστικό των ερυθρών τους είναι η φρεσκάδα στο φρούτο και η διατήρηση της οξύτητας, με τη δουλειά που έχουν κάνει στη διαχείριση των τανινών να είναι υποδειγματική. Πιο πολύ παρέπεμπαν σε Pinot Noir παρά σε Montepulciano.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ
Δύο εκδοχές του βασικού Montepulciano, ένα από ανοξείδωτη δεξαμενή και ένα από γυάλινη. Το πρώτο ήταν πιο έτοιμο, με πιο ανοιχτό χρώμα και πιο ανθικό, ενώ το δεύτερο πιο φρουτώδες, με βαθύτερο χρώμα, πιο έντονη οξύτητα και πιο κλειστό και πυκνό στα αρώματά του. Μετά ακολούθησαν δύο single vineyard, το Sant’Eusanio και το Popoli. Το πρώτο ήταν και το αγαπημένο μου ερυθρό, με σκούρο φρούτο, λεβάντα, βιολέτα και μια αναζωογονητική βοτανική αίσθηση από πεύκο. Εξαιρετικό!
Έχει πολύ περπάτημα και κουβάλημα αποσκευών, καθώς η πρόσβαση με αυτοκίνητο σταματά έξω από το χωριό και έχει πολλές σκάλες ανάμεσα στα σοκάκια. Επίσης, πάρτε μαζί σας ζακέτες (όπως λέει η μανούλα), γιατί το βράδυ έχει κρύο, και κάντε κράτηση όπου θέλετε να φάτε, γιατί οι επιλογές είναι ελάχιστες για το βράδυ και εμείς μείναμε νηστικοί! Πάντως χαρήκαμε πολύ που πήγαμε και το προτείνουμε σαν εμπειρία.
Το δεύτερο ήταν του 2016 με βαρέλι, το οποίο ήταν αρκετά αισθητό και, αν και προσέθετε στην πολυπλοκότητα, θεωρώ ότι στο συγκεκριμένο οινοποιείο ταιριάζει καλύτερα το μετέπειτα στιλ.
Τα λευκά τους παραμένουν για αρκετό διάστημα με τις οινολάσπες και αυτό που τα χαρακτηρίζει περισσότερο είναι η πλούσια αίσθηση στο στόμα. Το «βασικό» Trebbiano είναι το πιο φρέσκο, με λιγότερη ένταση στη μύτη, όμως αρκετά γεμάτο στο στόμα, με πυρηνόκαρπα, βοτανικές νότες και ωραία διάρκεια!
Ακολούθησαν δύο single vineyard από διαφορετικές χρονιές, το ένα από το Popoli και το άλλο από έναν αμπελώνα που έχουν σε μοναστήρι δίπλα στον ποταμό Tirino. Αυτά μένουν 18-24 μήνες με τις οινολάσπες σε ανοξείδωτες δεξαμενές. Έντονα αρωματικά και τα δύο, με το πρώτο να ξεχωρίζει με εσπεριδοειδή, φρέσκο ανανά και νότες από άνθη και βότανα, σαν να στέκεσαι σε ένα λιβάδι το καλοκαίρι. Το δεύτερο, πιο ώριμο, με περισσότερο μέλι και κηρήθρα, αλλά και νότες από αγιόκλημα. Εκεί όμως που είναι εξαιρετικά και τα τρία, είναι στην παλέτα, με γεμάτο σώμα, κομψά, με ενέργεια, υπέροχη υφή και μακρά επίγευση! Πραγματικά ένα εξαιρετικό οινοποιείο.

CATALDI MADONNA
Η δεύτερη στάση μας ήταν σχετικά κοντά στην περιοχή, αλλά σε μια κοιλάδα που είναι πολύ πιο ζεστή κατά τη διάρκεια της ημέρας, γι’ αυτό της έχει δοθεί το παρατσούκλι «φούρνος του Abruzzo». Εδώ, στο χωριό Ofena βρίσκεται το βιολογικό οινοποιείο Cataldi Madonna, με έτος ίδρυσης το 1920. Με μακρά ιστορία, καθώς η οικογένεια είναι οι ευγενείς της περιοχής.
Αξιοσημείωτο είναι πως ο Luigi Cataldi Madonna, καθηγητής φιλοσοφίας, ήταν ο πρώτος που εμφιάλωσε κρασί με την ονομασία Pecorino, δίνοντας ώθηση στην τοπική ποικιλία να αναγνωριστεί και να καλλιεργηθεί εκτενέστερα.
Η φιλοσοφία του οινοποιείου εμπνέεται από τον ίδιο με το μότο «vini concettuali», δηλαδή κρασιά που έχουν πίσω έναν συγκεκριμένο τρόπο σκέψης. Όπως η βασική σειρά των κρασιών τους που δοκιμάσαμε –καθώς τους ενδιαφέρει να την προωθήσουν περισσότερο–, η οποία βασίζεται στη δημιουργία ποιοτικών κρασιών που μπορούν να καταναλωθούν από όλους και σε όλες τις στιγμές.
ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ
Το Trebbiano τους είναι αυτό ακριβώς, ένα καθημερινό κρασί με φρεσκάδα που μπορεί να συνοδεύσει τα γεύματά σας. Το Pecorino, με το όνομα της κόρης Giulia, ξεχωρίζει περισσότερο, με έντονα αρώματα εσπεριδοειδών και ανθέων, με την υψηλή οξύτητα να είναι ωραία ενσωματωμένη και μια αλμυρή αίσθηση στο τελείωμα που το καθιστά απολαυστικό.
Ακολούθησε έπειτα το Cerasuolo τους, που μπαίνουν σε μεγάλο κόπο για να το φτιάξουν, με δύο διαφορετικές οινοποιήσεις, μία με στέμφυλα και μία χωρίς, τις οποίες ενώνουν όταν έχουν πετύχει τον στόχο τους και ολοκληρώνουν τη ζύμωση ενωμένες. Ένα κρασί που πετυχαίνει τον βασικό σκοπό του: να είναι ευκολόπιοτο και απολαυστικό!
Φρουτώδες και ζουμερό, βάλτε το σε οποιοδήποτε τραπέζι και θα είναι σίγουρη επιτυχία. Τέλος, κλείσαμε με το ερυθρό Montepulciano, το οποίο οινοποιείται σε ανοξείδωτες δεξαμενές και είναι μια φρέσκια εκδοχή, όπως και στο Reale.
Πληθωρικό στα αρώματά του, καθαρή έκφραση φρούτου με νότες μέντας, πιο σκουρόχρωμο, τανικό και με υψηλότερο αλκοόλ, λόγω περιοχής, από τα αντίστοιχα του Reale, παραμένοντας παρ’ όλα αυτά αρκετά μαλακό και φρέσκο σε σχέση με τα πεδινά ερυθρά. Μια ωραία πρώτη επαφή με το οινοποιείο, με το ροζέ και το ερυθρό να ξεχωρίζουν περισσότερο.
TORRE DEI BEATI
Τελευταίο οινοποιείο πιο κοντά στην Pescara και τη θάλασσα, σε αρκετό υψόμετρο όμως, ήταν το Torre dei Beati. Η ονομασία, που σημαίνει «Πύργος των Ευλογημένων», προέρχεται από ένα φρέσκο του 14ου αιώνα σε μια τοπική εκκλησία. Ένα ακόμα διαφορετικό οινοποιείο από άποψη έμπνευσης, με πιο καλλιτεχνικές ανησυχίες, καθώς το κελάρι όπου βρίσκονται τα βαρέλια έχει στους τοίχους έργα τοπικών καλλιτεχνών εμπνευσμένα από το όνομα αλλά και την ιστορία της περιοχής.
Το συγκεκριμένο ήταν μάλλον το πιο μικρό οινοποιείο, μια καθαρά οικογενειακή επιχείρηση. Ο αμπελώνας γύρω από το οινοποιείο είναι πάνω από 50 ετών και είναι διαμορφωμένος σε πέργκολα.

ΔΟΚΙΜΑΣΑΜΕ
Το portfolio είναι αρκετά ευρύ, με τέσσερα λευκά, ένα ροζέ και τρία ερυθρά, τα οποία δοκιμάσαμε όλα. Ξεκινώντας με τα δύο Trebbiano: το Bianchi Grilli από ιδιόκτητα αμπέλια, που έρχεται σε επαφή με τα στέμφυλα για μία εβδομάδα και έπειτα ζυμώνεται και ωριμάζει σε ανοξείδωτες δεξαμενές και βαρέλια ακακίας με τις οινολάσπες για 12 μήνες. Εξαιρετική η ενσωμάτωση της δρυός, καθώς και η υφή.
Πολύπλοκο αρωματικά, με πυρηνόκαρπα, μέλι, ψωμί και άνθη ακακίας, αποτελεί την προσωπική εκδοχή της ποικιλίας από τον ιδιοκτήτη και οινοποιό. Από την άλλη, το Trebbiano Diverto προέρχεται από ένα συγκεκριμένο, πολύ απότομο αμπέλι δίπλα στη θάλασσα. Οινοποιείται χωρίς εκχύλιση και παραμένει για 12 μήνες σε κεραμικά δοχεία με τις οινολάσπες και έχει εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, με ώριμα εσπεριδοειδή, είναι πιο ελαφρύ στο σώμα με λίγο περισσότερο αλκοόλ, που δεν φαίνεται, χαμηλότερη οξύτητα και πιο λιπαρή υφή, με ένα ωραίο αλμυρό τελείωμα.
Ακολούθησαν τα δύο Pecorino: Το ένα, του 2024, πιο φρέσκο με οινοποίηση σε ανοξείδωτες δεξαμενές, υψηλή οξύτητα και πιο σφιχτό, έδειχνε να θέλει χρόνο ακόμα, ενώ το αντίστοιχο Bianchi Grilli του 2023, με οινοποίηση σε παλιά barriques, ήταν πιο έτοιμο, με πιο ώριμο φρούτο, νότες από το πέρασμα σε βαρέλι και πιο στρογγυλό, με περισσότερο βάρος στην παλέτα.
Κοινό χαρακτηριστικό και των δύο, μια αίσθηση ορυκτότητας και βοτανικότητας, αλλά και η δυνατότητα παλαίωσης. Μακράν θα έλεγα τα πιο ωραία Pecorino που έχω δοκιμάσει.
Το επόμενο, ένα ακόμα εξαιρετικό Cerasuolo με τρεις διαφορετικούς τρόπους οινοποίησης, είχε τα χαρακτηριστικά ζουμερά κόκκινα φρούτα, τα μεσογειακά βότανα, υπέροχη υφή και μια ελαφριά τανικότητα που τόνιζαν την αίσθηση στο στόμα, και ωραία φρουτώδη επίγευση.
Για το τέλος δοκιμάσαμε τρία διαφορετικά Montepulciano· και τα τρία, λόγω διαφορετικής περιοχής, ήταν βαθύχρωμα και πιο τανικά, με πιο σκούρο και ώριμο φρούτο. Το πρώτο είναι το signature του οινοποιείου, με 18 μήνες σε χρησιμοποιημένα barriques, το δεύτερο είναι το riserva, που προέρχεται από το αμπέλι που ανέφερα προηγουμένως και μένει για 24 μήνες σε συνδυασμό νέων και παλιών barriques.
Εδώ η ηλικία του αμπελιού φαίνεται στη συμπύκνωση του φρούτου, η χρήση του βαρελιού είναι εξαιρετική και ταιριάζει στο προφίλ του κρασιού, ενισχύοντας την πολυπλοκότητα, με αποτέλεσμα το κρασί να δείχνει ισορροπημένο και με πολύ χρόνο μπροστά του.
Το τρίτο και τελευταίο ήταν το Mazzamurello, στο οποίο η οινοποίηση αλλάζει ελαφρώς, με χρήση 100% νέων barriques και εφαρμόζοντας battonage καθ’ όλη τη διάρκεια των 12 μηνών στο βαρέλι. Όπως μας τόνισαν, με αυτόν τον τρόπο προστατεύεται το κρασί από την υπερβολική επίδραση της δρυός και διατηρείται η φρεσκάδα πολύ περισσότερο.
Αυτό που έχω να πω είναι πως το κρασί έδειχνε όντως πιο φρέσκο και με πολύ λιγότερο έντονη την αίσθηση του ξύλου. Στο στόμα ήταν βελούδινο, με φρέσκα μαύρα μούρα και μεσογειακά βότανα, σε φρέσκια μορφή επίσης. Για μένα ήταν το πιο ωραίο από τα κόκκινα.
Κλείνοντας, θα ήθελα να ευχαριστήσω αρχικά τους ανθρώπους των οινοποιείων, οι οποίοι ήταν εξαιρετικά φιλόξενοι και με διάθεση να εξηγήσουν τα πάντα για την περιοχή και τα κρασιά. Μείναμε το λιγότερο δυόμισι ώρες και όλοι έβγαλαν από ψωμί με τοπικό ελαιόλαδο, αλλαντικά και τυριά στο Valle Reale μέχρι γεύμα που θα χόρταινε 10 άτομα στο Cataldi Madonna.
Με αποκορύφωμα νομίζω τον κ. Fausto στο Torre, όπου μείναμε συζητώντας για τέσσερις ώρες και, αν δεν είχαμε κάνει κράτηση για φαγητό, είναι σίγουρο πως θα μας πρόσφερε και βραδινό!
Πρέπει να πω ότι λατρέψαμε την περιοχή και θα την επισκεφτούμε σίγουρα ξανά στο μέλλον. Μείναμε εντυπωσιασμένοι από τα κρασιά, το φαγητό αλλά και τις τιμές των εστιατορίων, που καθιστούν το άνοιγμα φιάλης σχεδόν υποχρέωση με το φαγητό.
Ελπίζω στο μέλλον να εισαχθούν περισσότερα κρασιά της περιοχής στην Ελλάδα και να δώσει ο κόσμος μια ευκαιρία στη δοκιμή τους αλλά και να επισκεφτεί το καταπράσινο Abruzzo. ¶









