Ανεξάρτητος δημοσιογράφος εδώ και περίπου πέντε χρόνια. Ασχολήθηκα πριν από…
Με 181.110 στρέμματα, περίπου το 28% του ελληνικού αμπελώνα (από 32% το 2014), η ευρύτερη περιοχή της Πελοποννήσου κρατά ακόμα τα σκήπτρα της καλλιέργειας αμπελιού και επιπλέον της μεγαλύτερης λίστας με ΠΟΠ και ΠΓΕ κρασιά στην Ελλάδα.
Άλλωστε, σχεδόν το 90% των καλλιεργειών είναι αφιερωμένες σε ΠΟΠ και ΠΓΕ ποικιλίες με εκτάσεις 50.760 και 110.590 στρέμματα αντίστοιχα.
Η τωρινή εικόνα είναι ένα προϊόν συνδυασμού της απλοχεριάς της φύσης, αλλά και δημιουργικών ανθρώπων, οι οποίοι οραματίστηκαν σχεδόν 60 χρόνια πριν ότι το αμπέλι είναι πολύτιμο για τη ευζωία τους, αλλά και την ευζωία εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλον τον κόσμο που χαίρονται και υγιαίνουν με την αρωγή του οίνου.
Τα κρασιά της Πελοποννήσου εξάγονται ήδη σε περισσότερες από 30 χώρες και ορισμένα από αυτά ανταγωνίζονται με ένα συνδυασμό ποιότητας και τιμής, ακόμα και κρασιά με πολύ μεγαλύτερη παγκόσμια φήμη.
Την περίοδο Αύγουστος 2021 – Ιούλιος 2022, το ελληνικό κρασί πέτυχε νέο ρεκόρ εξαγωγών με 7.934.900 λίτρα, σχεδόν 24% πάνω από το μέσο όρο πενταετίας, με την αξία των εξαγωγών να φτάνει τα 41,5 εκατομμύρια ευρώ, δηλαδή σχεδόν 30% πάνω σε σχέση με τα στοιχεία της περασμένης περιόδου (στοιχεία αγροτικού τομέα ΕΕ).
Αν και δεν μπορέσαμε να βρούμε στοιχεία για τις εξαγωγές των οινοποιείων της Πελοποννήσου, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι και αυτές ακολούθησαν ανάλογα αυξητική πορεία.
Εξαγωγές και οινοτουρισμός, δύο μεγάλα στοιχήματα για τη μελλοντική ανάπτυξη
Όπως μας λέει ο Μανώλης Γιαμνιαδάκης, διευθυντής της ΕΝΟΑΠ (Ένωση Οινοπαραγωγών του Αμπελώνα της Πελοποννήσου), χρειάζεται ακόμα αρκετή προσπάθεια για τη θεμελίωση των πελοποννησιακών οίνων, αλλά και όλων των ελληνικών οίνων στην παγκόσμια αγορά, όπου, οινοπαραγωγοί με πολλαπλάσιες ποσότητες και προϋπολογισμούς προώθησης, θέτουν ψηλά τον πήχη του ανταγωνισμού.
Ο τομέας του οινοτουρισμού, στον οποίο έχουν ξεκινήσει ήδη επενδύσεις, κυρίως στην περιοχή της Νεμέας και πρόσφατα της Ηλείας, αναμένεται να παίξει σημαντικό ρόλο στο κομμάτι των εξαγωγών, καθώς οι ξένοι επισκέπτες των οινοποιείων, είναι πολύ πιθανό να ζητούν συγκεκριμένες ποικιλίες ή ακόμα και παραγωγούς από τους τοπικούς εμπόρους.
Ο νέος πρόεδρος της ΕΝΟΑΠ, Γιάννης Τρουπής, τον οποίο συναντήσαμε στο πρόσφατο Peloponnese Wine Festival θέλει να συνεχίσει να οικοδομεί πάνω στα αποτελέσματα που άφησε η προηγούμενη θητεία τού διοικητικού συμβουλίου.
Ένας από τους στόχους για το 2023 είναι περισσότερη εξωστρέφεια, η οποία αντικατοπτρίζεται αρχικά στην εκδήλωση Peloponnese Wine Festival που πραγματοποιήθηκε στα τέλη του Ιανουαρίου, συνεχίστηκε με τη διεξαγωγή της ίδιας εκδήλωσης στην Κύπρο στις 6 Φεβρουαρίου και ακολουθούν συμμετοχές σε εκθέσεις στο Βέλγιο και στην Πολωνία.
Ο νέος πρόεδρος έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο σήμα του ΕΟΤ, το οποίο πιστοποιεί ένα οινοποιείο ως επισκέψιμο, παρά το γεγονός ότι σε σχέση με την περασμένη χρονιά, είναι λίγες οι επιχειρήσεις που έχουν προστεθεί στη λίστα των κατόχων του σήματος.
Όπως μας είπε, το ερχόμενο διάστημα θα οργανωθούν δράσεις με χρηματοδότηση από την Περιφέρεια Πελοποννήσου, για τη συμμετοχή στις οποίες το σήμα του ΕΟΤ θα θεωρείται προαπαιτούμενο.
Τεράστια αύξηση οινοποιείων
Δεδομένου ότι είναι αδύνατο οι Έλληνες οινοπαραγωγοί να ανταγωνιστούν τους προϋπολογισμούς προώθησης οινοπαραγωγών χωρών, όπως οι Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, οι οποίες το 2019, εξήγαγαν συνολικά σχεδόν 2,6 δισεκατομμύρια λίτρα κρασιού (στοιχεία Eurostat), το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα θα πρέπει να είναι η ποιότητα.
Και πράγματι αυτός ο παράγοντας έχει τεράστια βελτίωση τα τελευταία χρόνια. Σημαντική είναι και η συμβολή του εσωτερικού ανταγωνισμού, ο οποίος αντικατοπτρίζεται σε παραπάνω από τριπλασιασμό των οινοποιείων στην περιοχή της Πελοποννήσου, από τα 180 το 2014 σε περισσότερα από 500 το 2021.
Για μια μερίδα παραγωγών, ένας παράγοντας που δεν ωφελεί την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών κρασιών είναι οι μικρές εκτάσεις ανά παραγωγό, οι οποίες δεν επιτρέπουν τη δημιουργία οικονομιών κλίμακας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Εurostat, με δείκτη 0,53 εκτάρια/ιδιοκτησία, η Ελλάδα δείχνει κατακερματισμένη όσον αφορά την καλλιέργεια αμπέλου, με τη Γαλλία να βρίσκεται στην κορυφή της λίστας με δείκτη 10,55 και Ισπανία και Ιταλία να ακολουθούν με 2,28 και 1,88 αντίστοιχα.
Βλέπουμε δηλαδή ότι και στις χώρες αυτές, οι ιδιοκτησίες δεν είναι τεράστιες, ακόμα και σε σύγκριση με την Ελλάδα. Στην Αυστρία για παράδειγμα ο δείκτης είναι 3,82 και στο Λουξεμβούργο 4,64, αλλά αυτές οι τιμές δεν αρκούν για να κάνουν τις συγκεκριμένες χώρες ανταγωνιστικές.
Η μερίδα παραγωγών που βλέπει τα πράγματα διαφορετικά, θεωρεί τις μικρές ιδιοκτησίες ως εγγύηση της ποιότητας του παραγόμενου προϊόντος, η οποία τελικά θα είναι αυτή που θα παίξει καθοριστικό ρόλο ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.
Αρχική » ΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΡΑΣΙΑ ΤΗΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ
Η Κυδωνίτσα έχει τη χάρη
Η Κυδωνίτσα, όπως ο Τινακτορώγος και οι Ασπρούδες, είναι γηγενείς ποικιλίες αμπελιών, οι οποίες ξεχάστηκαν για μεγάλο χρονικό διάστημα ή θεωρήθηκαν εξαφανισμένες, μέχρι κάποιος να τις ξαναφέρει στη ζωή. Ένας εξ αυτών ήταν και ο Ιωάννης Βατίστας που με πειραματισμούς σε γηγενείς ποικιλίες, αναζωογόνησε, μεταξύ άλλων, την ποικιλία Κυδωνίτσα, μια λευκή ποικιλία αμπέλου που δίνει κυρίως λευκά ξηρά κρασιά. Η ποικιλία αναδύθηκε από τη λακωνική γη και πιο συγκεκριμένα στον κάμπο των Βοϊων και στις πλαγιές της Παντάνασσας δίπλα στη Μονεμβασιά. Η πρώτη φύτευση από τον Ιωάννη Βατίστα έγινε το 1986 και η πρώτη οινοποίηση έγινε την περίοδο 1989-1990, με ένα μονοποικιλιακό κρασί, όπως άλλωστε συνηθίζονταν εκείνη την εποχή.
Σήμερα το Οινοποιείο Βατίστα διαθέτει 60 έως 70 στρέμματα Κυδωνίτσα από τα 476 στρέμματα που καλλιεργούνται σε όλη την Ελλάδα, δεδομένου ότι η καλλιέργεια της ποικιλίας έχει ξεφύγει από τα στενά όρια της Λακωνίας.
Αυξήσεις στην καλλιεργούμενη έκταση Κυδωνίτσας έχουν ξεκινήσει ή σκέφτονται να ξεκινήσουν οι περισσότεροι παραγωγοί που καλλιεργούν ήδη. Μεταξύ αυτών το Οινοποιείο Μονεμβασιάς Τσιμπίδη, το οποίο καλλιεργεί ήδη 100 στρέμματα και πρόκειται φέτος να προχωρήσει σε νέα φύτευση 10 στρεμμάτων, το Κτήμα Θεοδωρακάκου, το οποίο από τα 60 στρέμματα σχεδιάζει να φτάσει τα 80 και το Οινοποιείο Ζαχαριά, που έχει διπλασιάσει την καλλιεργούμενη έκταση από τα 8 στα 16 στρέμματα.
Σήμερα, περισσότεροι από 15 παραγωγοί εμφιαλώνουν Κυδωνίτσα είτε μονοποικιλιακά είτε σε blend.
Σε μια περιορισμένη έρευνα που κάναμε με τους μεγαλύτερους των παραγωγών, διαπιστώσαμε ότι κάθε χρόνο διαθέτουν στην αγορά σχεδόν 110.000 φιάλες εκ των οποίων τη μερίδα του λέοντος, με ποσοστό κοντά στο 90% έχουν οι μονοποικιλιακές εμφιαλώσεις.
Δεδομένου του μικρού αριθμού φιαλών Κυδωνίτσας, ένα μεγάλο ποσοστό της διάθεσης του προϊόντος απορροφάται από την ελληνική αγορά.
Ωστόσο, δεν λείπουν και οι εξαγωγές από οινοποιεία, όπως το Οινοποιείο Μονεμβασιάς Τσιμπίδη, το οποίο εξάγει περίπου το 30% της ετήσιας παραγωγής σε Αγγλία, Αμερική, Καναδά, Γερμανία και Βέλγιο, το Οινοποιείο Ζαχαριά που εξάγει στις ΗΠΑ, Βραζιλία, Γερμανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Κύπρο, Ρουμανία, ΗΑΕ, Βρετανία και Δανία και το Κτήμα Θεοδωρακάκου που εξάγει περίπου το 30% της παραγωγής σε ΗΠΑ, Καναδά, Βρετανία, Ιαπωνία, Δανία, Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία.
Με ποσοστό λίγο χαμηλότερο από το 0,3% της συνολικής καλλιεργούμενης έκτασης αμπελώνων που προορίζονται για οινοποίηση, η Κυδωνίτσα, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένα “σπάνιο” κρασί που είναι δύσκολο να ανταγωνιστεί τα “μεγάλα ονόματα” σε εμπορική επιτυχία, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν έχει τις δυνατότητες να γράψει τη δική της μακρόχρονη εμπορική διαδρομή.
**Θέλουμε να ευχαριστήσουμε θερμά τον Διονύση Γραμματικό, προϊστάμενο του τμήματος Αμπέλου, Οίνου & Αλκοολούχων Ποτών στο υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης & Τροφίμων, καθώς χωρίς τα στοιχεία που μας διέθεσε θα ήταν αδύνατη η υλοποίηση αυτού του άρθρου.