εννήθηκα στις 11.10.1974 στον Πειραιά . Είμαι κάτοχος του Wine…
Βρέθηκα πρόσφατα στο Παρίσι για μια επαγγελματική έκθεση, τη Wine Paris, με έμφαση προφανώς στον γαλλικό αμπελώνα –και πιο ειδικά στο Bordeaux– και με εκπροσώπηση από όλες τις περιοχές της Γαλλίας.
Στο τετράδιο με τις σημειώσεις και τα συμπεράσματα που πάντα καταγράφω ανακεφαλαιώνοντας στην πτήση της επιστροφής, κυρίαρχη θέση είχε το περιορισμένο ενδιαφέρον, ίσως και η περιφρόνηση, των δοκιμαστών-αγοραστών για περιοχές λιγότερο γνωστές και όχι τόσο καλά εδραιωμένες εμπορικά σε σχέση με τις «ιερές αγελάδες» του οινικού γίγνεσθαι, όπως το Bordeaux, η Βουργουνδία, η κοιλάδα του Ροδανού. Πιο χαρακτηριστικά, έβλεπα ανθρώπους να συνωστίζονται υπομονετικά μπροστά στα stands του Bordeaux, ενώ αντίστοιχα σε περιοχές όπως το Languedoc, το Sud-Ouest ή ακόμα και σε λιγότερο γνωστές υποπεριοχές εντός των ορίων εγκαθιδρυμένων οινοπαραγωγικών ζωνών επικρατούσε νηνεμία.
Δεν ξέρω τι ισχύει, μπορεί να είμαστε συντηρητικοί, μπορεί να καλύψαμε την ανάγκη να φανούμε εναλλακτικοί με την παρουσία των φυσικών κρασιών, μπορεί και να βαρεθήκαμε να λύνουμε εξισώσεις, οπότε επαναπαυόμαστε στη μασημένη-εύπεπτη τροφή του brand name. Ό,τι και να ισχύει, έχω την εντύπωση πως το φαινόμενο της απαξίωσης χρήζει συζήτησης και ανάλυσης γενικότερα.
Στο παραγωγικό κομμάτι, είναι άχαρο, αλλά υπάρχουν χιλιάδες οινοποιεία που είχαν την ατυχία να γεννηθούν στο λάθος τοπωνύμιο, στη λάθος οινική γειτονιά. Πρακτικά είναι αναγκασμένα να μοχθούν τόσο επικοινωνιακά όσο και αμιγώς οινολογικά ώστε να αποκτήσουν το μερίδιο που τους αναλογεί στις επιλογές των καταναλωτών. Η διαδρομή της καταξίωσης που τους αντιστοιχεί είναι επίπονη, χρονοβόρα και σε μεγάλο βαθμό έχει να κάνει με επικοινωνιακές νόρμες. Προσθετικά ελλοχεύει και ο κίνδυνος να μας συστηθούν ως ο φτωχός συγγενής μιας πιο αναγνωρισμένης περιοχής, κάτι που θα τα καταδικάσει σε ισόβια παραμονή στα χαμηλά ράφια της κάβας.
Πιο συγκεκριμένα, ένα οινοποιείο στο Languedoc μπορεί αντικειμενικά να παράγει πολύ καλά κρασιά, σε κάποιες περιπτώσεις εμφανώς καλύτερα από τα αντίστοιχα της περιοχής του Châteauneuf du Pape, με τον ίδιο ποικιλιακό χαρακτήρα και χαμηλότερη τιμή, πλην όμως είναι καταδικασμένο να χάνει στο παιχνίδι της αναγνωρισιμότητας.
Μπαίνοντας στα παπούτσια του καταναλωτή, η αλήθεια είναι πως ειδικά στην Ελλάδα δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές διαφυγής από την πεπατημένη στα ράφια της κάβας. Αρχικά βομβαρδιζόμαστε από τα λεγόμενα brand names και σε δεύτερο βαθμό «ταΐζουμε» την ανάγκη εναλλακτικότητας με οτιδήποτε το natural-φυσικό κρασί.
Μπορεί επιλογές όπως το Cahors, το Madiran, η Jumilla, η Conca de Barbera, το Cheverny να ταράσσουν την ομοιογένεια της λίστας, μπορεί και τα συγκεκριμένα τοπωνύμια να είναι εκτός εμβέλειας για τον Wine Searcher ή τον Cellar Tracker. Σημασία έχει πως δεν έχουμε και την πιο εύκολη πρόσβαση ούτε καν για το τραπέζι της καθημερινής μας απόλαυσης. Μια πολύ ενδιαφέρουσα προσέγγιση είχα βρει πριν από χρόνια στο Παρίσι, στην κάβα Les Crus du Soleil.
Αρχική » OFF THE BEATEN TRACK-ALTERNATIVE
Ο Emmanuel Delmas, ιδιοκτήτης της κάβας, είχε μια πολύ εμπεριστατωμένη λίστα από όλα τα τοπωνύμια της νότιας Γαλλίας, που θα μπορούσε αναμφισβήτητα να ικανοποιήσει πολλούς από εμάς τους οινόφιλους. Μπορεί τα ράφια του να μην είχαν την αστερόσκονη της Βουργουνδίας ή του Bordeaux, μπορεί να ήταν ανεπίκαιρος για τους λεγόμενους Big Spenders, αλλά ήταν σίγουρα συνεπής ως προς την ταυτότητα που είχε ο χώρος του.
Κλείνοντας, δεν θεωρώ πως υπάρχουν αδικημένοι στον χώρο του κρασιού. Κάθε περιοχή, κάθε οινοποιείο εισπράττει το αντίτιμο της προσήλωσης που έχει επιδείξει στην πορεία του χρόνου. Αν θα αντιπρότεινα κάτι, θα ήταν λίγη περισσότερη πολυμορφία στις επιλογές της λίστας εκ μέρους των επαγγελματιών του χώρου και μια πιο περιπετειώδη προσέγγιση εκ μέρους των καταναλωτών. ¶