εννήθηκα στις 11.10.1974 στον Πειραιά . Είμαι κάτοχος του Wine…
Είναι η εποχή που οι πωλητές του κρασιού επιστρέφουν από τα επαγγελματικά τους ταξίδια στα νησιά και το κυρίαρχο θέμα συζήτησης ειδικά για όσους έχουν υπό την εποπτεία τους το νησί της Μυκόνου είναι το πόσα Montrachet, Château Latour, Sassicaia και κάθε λογής εξεζητημένα, σπάνια και σπουδαία κρασιά κατάφεραν να πουλήσουν.
Το θέμα μας δεν είναι το πόσο αποδοτικοί είναι στις πωλήσεις οι συγκεκριμένοι υπάλληλοι, αλλά ότι πλέον σε κάποια σημεία του χάρτη έχουν δημιουργηθεί οι συνθήκες ώστε να ρέει το ακριβό κρασί σε ρυθμούς που δύσκολα μπορεί να εξυπηρετήσει το οποιοδήποτε εμπορικό δίκτυο. Προσωπικά, έχω υπηρετήσει το συγκεκριμένο σύστημα σε ένα αγαπημένο θέρετρο των Ρώσων (ολιγαρχών ως επί το πλείστον) για μία τετραετία και κάθε φορά που τα σκέφτομαι νοσταλγικά, οφείλω να παραδεχτώ πως τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα.
Αρχικά πρέπει να συμφωνήσουμε πως οι πωλήσεις των συγκεκριμένων κρασιών από το πάνω ράφι δεν χρειάζονται ιδιαίτερες αρετές και ικανότητες στον τομέα της πώλησης. Αντιθέτως, πρόκειται για την πιο απλουστευμένη και εύκολη μορφή συναλλαγής που μπορεί να φανταστεί ο κοινός νους. Η ικανότητα έχει να κάνει με την επιλογή του σημείου και την οικονομική κατάσταση του εκάστοτε οινοχόου, εστιάτορα, καβίστα ώστε να έχει αρκετές χιλιάδες ευρώ να περιμένουν υπομονετικά στο κελάρι του. Αναφέρομαι στο σημείο, γιατί ο ίδιος ικανός οινοχόος θα έχει διαφορετικές οινικές επιλογές στην Ανάφη και στην Κύθνο από ό,τι στη Μύκονο, στο Gstaad, στην Κυανή Ακτή, στην Ελούντα. Συνήθως οι ελιτίστικοι προορισμοί που αναφέρω είναι δημιούργημα μιας ομάδας ανθρώπων με κοσμοπολίτικη διάθεση πολλών κιλοβατωρών και σίγουρα ικανότητα στο να ακολουθούν την πορεία του χρήματος.
Όσον αφορά το αισθητικό αποτέλεσμα, σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσα να είμαι δογματικός, καθώς η αισθητική του καθενός είναι διαφορετική και ίσως τελικά αυτή η διαφορετικότητα να κάνει τον κόσμο μας όμορφο. Για κάποιους είναι ηδονιστικό να ζουν πίνοντας σε grand cru περιβάλλον, για κάποιους άλλους είναι ακόμα πιο ηδονιστικό (στα όρια του αναγκαίου) να περιφέρονται και να ταΐζουν την ανάγκη επιβεβαίωσης σε αντίστοιχο περιβάλλον, έστω και αν δεν μπορούν να αντέξουν το οικονομικό σκέλος της χλιδής, και τέλος για κάποιους άλλους είναι από αδιάφορο έως και αηδιαστικό.
Το παράδοξο, που ίσως να είναι και το βασικό ερώτημα του κειμένου, είναι πως όλοι εμείς που θεωρητικά αγαπάμε το κρασί, διαβάζουμε με δέος και θαυμασμό για τους μυθικούς πύργους του Bordeaux, τα σπάνια και σπουδαία κρασιά της Βουργουνδίας, τις χρονολογημένες εμφιαλώσεις της Καμπανίας, ενδόμυχα γνωρίζουμε ότι θα καταλήξουν στο λαρύγγι κάποιου μεγιστάνα με ύποπτες, ίσως και ανύπαρκτες επαγγελματικές δραστηριότητες, που δεν πολυενδιαφέρεται για την πολυπλοκότητα, την αρμονία, τη γευστική ιδιαιτερότητα, πόσω μάλλον για την ιστορία του κρασιού. Το γεγονός πως οι τιμές στα σπουδαία, ομολογουμένως, κρασιά διανύουν σταθερά ανοδική πορεία ίσως να κάνει τα πράγματα δυσκολότερα για όσους κοινούς θνητούς έχουν απωθημένο να ζήσουν την εμπειρία ενός μεγάλου κρασιού. Η αλήθεια είναι πως το φαινόμενο που περιγράφω συμβαίνει σε όλα τα φίνα αντικείμενα της ζωής: ρούχα, υποδήματα, κοσμήματα, έργα τέχνης, σπάνια αυτοκίνητα. Περιοδικά, κάποιοι οίκοι όπως το Domaine de la Romanée-Conti, η αυτοκινητοβιομηχανία Rolls Royce προσπάθησαν να ιχνηλατήσουν και να περιφρουρήσουν την πορεία των δημιουργημάτων τους χωρίς ιδιαίτερα αποτελέσματα.
Ομολογώ πως η διαδικασία της χυδαίας σπατάλης δεν αποτελεί και το πιο γοητευτικό θέαμα, αλλά δεν πιστεύω πως η δαιμονοποίηση είναι η λύση. Υπάρχει άπλετος χώρος για να ζήσουμε και να απολαύσουμε καθημερινά, φίνα, εμβληματικά κρασιά με τον τρόπο που μας αρέσει.