Όταν ολοκλήρωσε τον επαγγελματικό της κύκλο στην εφημερίδα Καθημερινή, και…
Eίναι από αυτές τις ιστορίες που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις, αν δεν τις ακούσεις με τα αυτιά σου. Εδώ και κάποια χρόνια γνωρίζαμε ότι κάπου εκεί στη νότια Πελοπόννησο υπάρχει ένα κτήμα που ανήκει σε έναν Αυστριακό.
Δοκιμάσαμε τα κρασιά του Κτήματος Lacules, μας άρεσαν, αλλά η μικρή τους παραγωγή δεν μας επέτρεπε να τα βρίσκουμε συχνά. Ώσπου, στο πλαίσιο της επίσκεψής μας στη Μεσσηνία, βρεθήκαμε να ψάχνουμε ένα στίγμα στο GPS κάπου κοντά στην Κορώνη, μέσα σε ένα μαγευτικό τοπίο πλάι στη θάλασσα. Μια ξανθιά κοπέλα, κρατώντας στην αγκαλιά της ένα επίσης κατάξανθο αγοράκι, μας υποδέχθηκε με ένα ζεστό «καλώς ήρθατε», που όμως δεν ακουγόταν και πολύ ελληνικό.
Μπορεί τα ελληνικά της Barbara Gruber να μην είναι τέλεια, όμως η αγάπη της για τη δεύτερή της πατρίδα, την Ελλάδα, είναι κάτι περισσότερο από εμφανής. Μια τυχαία επαγγελματική συνεργασία του πατέρα της Friedrich, ιδιοκτήτη κατασκευαστικής εταιρείας που ειδικευόταν σε κελάρια, τον έφερε στην Ελλάδα το 1995 και η μοίρα της οικογένειας Gruber συνδέθηκε για πάντα με τη χώρα μας. Αποτέλεσμα της συνεργασίας αυτής ήταν ένα παραθαλάσσιο κτήμα φυτεμένο με αμπέλια και ελιές, ένα σπίτι που περισσότερο θυμίζει ιταλική ριβιέρα και μια καριέρα πολύ διαφορετική από αυτήν που είχε φανταστεί όταν ολοκλήρωνε το ΜΒΑ της, υπολογίζοντας ότι μια μέρα θα αναλάμβανε την κατασκευαστική εταιρεία του πατέρα της.
Περιτριγυρισμένη από τα αμπέλια που είναι φυτεμένα σε πεζούλες, από ελαιόδεντρα με φόντο το γαλάζιο της θάλασσας και δεκάδες άλλα φυτά που συνθέτουν τον μεσογειακό κήπο της πανέμορφης κατοικίας, η Barbara άρχισε να μας διηγείται την ιστορία της οικογένειάς της. Ο πατέρας της ανέλαβε το 1995 να κατασκευάσει ένα κελάρι για λογαριασμό ενός Αυστριακού που είχε σπίτι στην περιοχή Λακούλες, κοντά στην Κορώνη. «Το έργο ολοκληρώθηκε, αλλά χρήματα δεν έπαιρνε. Κάποια στιγμή ο πελάτης λέει στον πατέρα μου: “Είσαι ωραίος τύπος, σε συμπαθώ, θα ήθελα να σε έχω γείτονά μου. Τι θα έλεγες αντί για χρήματα να έπαιρνες αυτό το κομμάτι γης δίπλα μου;”. Ήρθαμε εδώ με τη μητέρα μου χωρίς να γνωρίζουμε τίποτε. Τότε ο πατέρας μάς ρώτησε πώς μας φαίνεται αυτό το τοπίο. “Μας αρέσει πολύ”, απαντήσαμε με τη μητέρα μου και τότε μας είπε: “Τέλεια, γιατί μας ανήκει”».
Έτσι ξεκίνησε η κατασκευή του σπιτιού, το οποίο προοριζόταν αρχικώς για σπίτι διακοπών. Ο πατέρας της Barbara δεν είχε καμία απολύτως σχέση με την παραγωγή κρασιού, όμως αποφάσισε να φυτέψει στο κτήμα του κάποια αμπέλια, έτσι, για να δείχνει το τοπίο πιο μεσογειακό. Οι πρώτες φυτεύσεις ήταν από την ποικιλία Syrah. O ίδιος λόγω δουλειάς είχε πολλούς φίλους οινοποιούς, και ένας από αυτούς του έβαλε την ιδέα να αρχίσει να φτιάχνει κρασί από τα σταφύλια αυτά. «Δεν είχαμε την παραμικρή ιδέα πώς γίνεται αυτό. Ένας φίλος από την Αυστρία αρχικά και στη συνέχεια άλλοι οινοποιοί που έρχονταν εδώ για διακοπές από την Ιταλία και την Καλιφόρνια, μας βοήθησαν να κάνουμε το πρώτο μας κρασί. Έτσι, για πλάκα. Λίγα λίτρα, που δεν πιστεύαμε καν ότι θα πίνονταν. Όμως το κρασί όχι απλώς πινόταν, ήταν και πολύ καλό, και έτσι ο πατέρας Gruber συνέχισε να οινοποιεί μέσα στο γκαράζ του σπιτιού για έξι χρόνια. Όποιος περνούσε από εκεί έβαζε και το χεράκι του στην οινοποίηση. «Και μετά ήρθε η δική μας γενιά. Εγώ περνούσα εδώ τα καλοκαίρια μου και σε μια κοντινή παραλία γνώρισα τον μετέπειτα σύζυγό μου. Με τους φίλους μου ασχολιόμασταν με τα σταφύλια για πλάκα. Θεωρούσαμε πολύ cool όλη τη διαδικασία, μας άρεσε. Τότε ακόμη δεν περνούσε καν από το μυαλό μου να ασχοληθώ επαγγελματικά με το κρασί. Σπούδαζα με σκοπό να αναλάβω την εταιρεία του πατέρα μου όταν θα συνταξιοδοτείτο και θα συνέχιζε εκείνος με το κρασί ως χόμπι. Όμως τα πράγματα πήραν άλλη τροπή.
Με τον χημικό σύζυγό της Jörg άρχισαν να ασχολούνται λίγο πιο σοβαρά και η πρόταση του πατέρα της δεν άργησε να έρθει: «Νομίζω ότι εγώ πρέπει να εξακολουθήσω να ασχολούμαι με την εταιρεία και εσύ να αναλάβεις το κρασί πιο επαγγελματικά». Τι σήμαινε όμως αυτό στην πράξη; Δυνατότητα μεγάλης παραγωγής δεν υπήρχε, τα σταφύλια Syrah του κτήματος έφταναν για ένα βαρέλι. «Παιδιά, χρειάζεστε σταφύλια», τους είπε τότε ο Χρήστος Κόκκαλης, δημιουργός της περίφημης Τριλογίας, ο οποίος έσπευσε να τους προμηθεύσει με επιπλέον Syrah και Cabernet Sauvignon, τους βοήθησε με τον δεύτερο τρύγο τους και έτσι από ένα έγιναν έξι τα βαρέλια. «Όταν αποφασίσαμε να ασχοληθούμε πιο επαγγελματικά, ταξίδεψα στην Καλιφόρνια, όπου λόγω του πατέρα μου είχαμε πολλές γνωριμίες, ανθρώπους που μου έδειξαν πολλά πράγματα. Έκανα έναν τρύγο εκεί και έμαθα πραγματικά πολλά, και σιγά σιγά με τη βοήθεια των γνώσεων χημείας του συζύγου μου αρχίσαμε να προχωράμε».
«Τώρα έχουμε πια δικό μας αμπελώνα. Τίποτε όμως δεν θα είχε γίνει χωρίς την πολύτιμη βοήθεια του Χρήστου Παπαδημητρίου, που έχει αναλάβει τον αμπελώνα. Καταλαβαίνετε ότι δεν ήταν εύκολο για μένα, που δεν μιλούσα καν ελληνικά, να συνεννοηθώ με τους αμπελουργούς με τους οποίους συνεργαζόμασταν. Με έπιανε απελπισία πολλές φορές, κάποια στιγμή σκέφτηκα ότι “ΟΚ, μέχρι εδώ ήταν, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε παρακάτω”. Και τότε εμφανίστηκε στον δρόμο μας ο Χρήστος, ένας υπέροχος άνθρωπος, που μας έχει βοηθήσει πολύ. Μαθαίνουμε από αυτόν και εκείνος μαθαίνει από εμάς. Είναι πρόθυμος να δοκιμάζει καινούργια πράγματα και να ενσωματώνει όλη αυτή τη γνώση που έχουμε συσσωρεύσει αυτά τα χρόνια. Τον θεωρώ πραγματικά σαν δεύτερο πατέρα μου».
Η παραγωγή εξακολουθεί να μην είναι μεγάλη, περίπου 20.000 φιάλες τον χρόνο, με τρεις ετικέτες συνολικά, όλες από ερυθρά σταφύλια. Εκείνο ωστόσο που προκαλεί έκπληξη είναι ότι το κρασί ζυμώνεται στις ανοξείδωτες δεξαμενές που έχουν πλέον αγοραστεί, στη συνέχεια συσκευάζεται σε ειδικά πλαστικά containers και μεταφέρεται στην Αυστρία σε βαρέλια, όπου παραμένει για 18 μήνες. «Όπως και το κρασί μας, έτσι και η οικογένειά μας μοιράζει τον χρόνο της μεταξύ Ελλάδας και Αυστρίας».
Την ημέρα της συνάντησής μας, ο σύζυγος της Barbara βρισκόταν στην Αυστρία με τα δύο μεγαλύτερα, δίδυμα αγόρια τους και επρόκειτο να κατέβουν στην Ελλάδα για λίγες ημέρες, για την ολοκλήρωση της διαδικασίας της ζύμωσης, και στη συνέχεια θα αναχωρήσουν όλοι μαζί για την Αυστρία. «Θα ήθελα να περνάω πιο πολύ χρόνο στην Ελλάδα, στη φάση που είμαστε όμως δεν γίνεται. Λατρεύω αυτή τη χώρα, τον ήλιο, τους ανθρώπους της, έχουμε γίνει φίλοι με οικογένειες από την Κορώνη και το Βασιλίτσι, είναι σπίτι μας κι εδώ». Σιγά σιγά, ωστόσο, δρομολογούνται κάποια πράγματα που ίσως τους επιτρέψουν να ολοκληρώνουν την παραγωγή τους εδώ. Ήδη έχει κατασκευαστεί ένα μικρό οινοποιείο και ίσως κάποια στιγμή μελλοντικά τα κρασιά του Κτήματος να παλαιώνουν εδώ. Σε ό,τι αφορά τις ποικιλίες, πέρα από τις διεθνείς, Cabernet Sauvignon, Syrah, Merlot, προσανατολίζονται τώρα και προς ελληνικές, όπως το Μαυρούδι και ο Αυγουστιάτης, η Λημνιώνα, το Μαυροτράγανο και η Κυδωνίτσα.
«Στην Αυστρία θέλω να λειτουργώ σαν πρεσβευτής του ελληνικού κρασιού. Σε τυφλές δοκιμές τα κρασιά από την Ελλάδα αρέσουν πολύ, όμως ο κόσμος εκεί ακόμη δεν μπορεί να πιστέψει ότι η Ελλάδα μπορεί να κάνει καλό κρασί. Η Αυστρία όμως είναι πολύ μικρή αγορά. Ο πατέρας μου και οι οινόφιλοι φίλοι του μιλούν με πάθος για τα ελληνικά κρασιά. Η δική μας παραγωγή είναι μικρή, δεν επαρκεί για να δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα. Εμείς οι ίδιοι προωθούμε τα κρασιά μας σε συγκεκριμένα μέρη. Είμαστε και θέλουμε να παραμείνουμε ένα boutique οινοποιείο. »Η αλήθεια είναι ότι ο κόσμος όταν μιλάει για ελληνικά κρασιά, αναζητά ελληνικές ποικιλίες. Γι’ αυτό και αρχίζουμε να πειραματιζόμαστε με αυτές, αλλά χρειάζεται χρόνος για να τις δουλέψουμε. Σημασία έχει ότι το πρώτο βήμα έχει γίνει.Και είμαστε πολύ χαρούμενοι γι’ αυτό».
Αγαπημένη ποικιλία; Παρά το γεγονός ότι οινοποιεί ερυθρές ποικιλίες, είναι το Ασύρτικο.
Όσο κουβεντιάζουμε, περπατάμε προς το σπίτι και μέσα από λιθόχτιστα δρομάκια και κρεμαστούς κήπους φτάνουμε στο κυρίως κτίριο, έναν συνδυασμό ιταλικής αρχιτεκτονικής με έντονα στοιχεία Ανατολής. Στο σαλόνι του σπιτιού, που έχει μετατραπεί σε αίθουσα δοκιμών, κυριαρχούν στοιχεία που θυμίζουν Μαρόκο. Εκεί μας περιμένει ένα τραπέζι με ζεστό σπιτικό ψωμί και αλλαντικά από την Αυστρία, που συνοδεύουν τα τρία κρασιά που δοκιμάσαμε. Δίπλα βρίσκεται το κελάρι, ειδικότητα του πατέρα Gruber, το οποίο στεγάζει όλες τις φιάλες που έχουν ανοιχτεί από την οικογένεια και τους φίλους τους όλα αυτά τα χρόνια.
Φτάνοντας προς το τέλος της κουβέντας μας, δυσκολευόμαστε να αφήσουμε πίσω μας αυτόν τον κρυμμένο παράδεισο. Φεύγοντας παίρνουμε μαζί μας την εικόνα των αμπελιών, των ελαιόδεντρων και της λεβάντας, με φόντο τη θάλασσα, αλλά και το ζεστό χαμόγελο της Barbara, η οποία μας ξεπροβοδίζει.