Τα δύο οινικά πρόσωπα της Θεσσαλίας
Πρώτα η Καρδίτσα και στη συνέχεια η Λάρισα μας έδωσαν μια καλή πρώτη ύλη για να σχηματίσουμε την επιχειρηματική εικόνα του οινικού κλάδου στη Θεσσαλία.
Είναι εντυπωσιακό ότι αν συγκεντρώσεις σε ένα σημείο του χάρτη της Θεσσαλίας όλους τους αμπελώνες και δίπλα τους υπόλοιπους καλλιεργήσιμους αγρούς, η αναλογία μοιάζει με βάρκα δίπλα σε κρουαζιερόπλοιο. Παρ’ όλα αυτά, ο αμπελώνας της Θεσσαλίας, αν και φαινομενικά μικρός, κρύβει δυναμική: μόνο στην περιοχή του Τυρνάβου, όπου συγκεντρώνεται το 65% του θεσσαλικού αμπελώνα, καταγράφονται 33.000 στρέμματα οινοποιήσιμων αμπελιών. Στην ίδια περιοχή, στο Δαμάσι, βρίσκονται δύο ενιαίοι αμπελώνες μεγάλης έκτασης 7.500 και 9.000 στρεμμάτων αντίστοιχα.
Η αποτύπωση της οινικής αγοράς ξεκίνησε από την Καρδίτσα, με αφορμή το Φεστιβάλ Οίνων και Αποσταγμάτων που διοργάνωσε η Ένωση Οινοποιών και Αποσταγματοποιών Θεσσαλίας (ΕΝΟΑΘΕ) — η νεότερη Περιφερειακή Ένωση, με 38 μέλη. Η ΕΝΟΑΘΕ ξεχωρίζει καθώς περιλαμβάνει και αποσταγματοποιεία, ενώ πάνω από το 60% της πανελλαδικής παραγωγής τσίπουρου προέρχεται από τη Θεσσαλία.
Όπως λέει ο Θάνος Καραθάνος, οινοποιός, αποσταγματοποιός και πρόεδρος της Ένωσης Οινολόγων: «Όλοι θεωρούν ότι η Θεσσαλία είναι ένας κάμπος και παραβλέπουν ότι αυτός περιβάλλεται από τα ψηλότερα βουνά της Ελλάδας». Αυτή η γεωμορφολογία προσφέρει ποικιλία terroir, όπως φάνηκε στις επισκέψεις μας, τόσο σε οινοποιεία του κάμπου όσο και σε ορεινότερες περιοχές.
Παρότι νεοσύστατη, η ΕΝΟΑΘΕ έχει επιτύχει σημαντικά βήματα, όπως η μείωση της ποσότητας του χύμα τσίπουρου. Παρ’ όλα αυτά, η χύμα διάθεση εξακολουθεί να υπερβαίνει την εμφιαλωμένη, παρά την ύπαρξη σχετικής νομοθεσίας εδώ και πάνω από 30 χρόνια. Σύμφωνα με τον Καραθάνο, «το χύμα τσίπουρο, συνδεδεμένο με την παράδοση της Θεσσαλίας, δεν πρέπει να εξαφανιστεί. Αλλά πρέπει να περιοριστεί η διάθεσή του σε γιορτές και οικογενειακή κατανάλωση, όπως παλιά». Και συνεχίζει: «Από τη στιγμή που το χύμα τσίπουρο γίνεται εμπορικό προϊόν, πρέπει να ανταγωνίζεται τα εμφιαλωμένα επί ίσοις όροις — όχι μόνο στη φορολογία, αλλά και στις απαιτητικές διαδικασίες που έχει επιβάλει το κράτος στους αποσταγματοποιούς».
Η συζήτηση ανέδειξε και τη διαχρονική γραφειοκρατία που ταλαιπωρεί οινοποιούς, αποσταγματοποιούς και τον πρωτογενή τομέα γενικότερα — μια διοικητική πραγματικότητα που αντιστέκεται στην ψηφιακή μετάβαση.
Συνεχίζοντας το ταξίδι στη Λάρισα, στο πλαίσιο εκδήλωσης για τον οινοτουρισμό που διοργάνωσε ο Αναπτυξιακός Οργανισμός του Νομού, εντοπίσαμε τον μεγαλύτερο αμπελώνα της ποικιλίας Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου. Το 80% της παραγωγής αυτής της ποικιλίας στην Ελλάδα προέρχεται από την περιοχή, όπου και φέρει την ένδειξη ΠΓΕ. Το Μοσχάτο Μαύρο αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της τοπικής οινοποιίας και απόσταξης. Παράλληλα, στη Λάρισα δραστηριοποιούνται παραγωγοί μεγάλης κλίμακας που στηρίζουν σε σημαντικό βαθμό την εγχώρια αγορά κρασιού σε ασκό.
ΚΑΡΔΙΤΣΑ
Αποσταγματοποιείο – Οινοποιείο Θάνος Καραθάνος
Με μακρόχρονη οικογενειακή παράδοση στην αμπελουργία και 35 χρόνια εμπειρίας στην οινοποίηση και στην απόσταξη, o Χημικός-Οινολόγος Θάνος Καραθάνος αποφάσισε να στήσει τη δική του επιχείρηση – αμπελουργία – οινοποιία – αποσταγματοποιία, αφού προηγουμένως είχε περάσει μεταξύ άλλων από το Ινστιτούτο Οίνου, την Τσάνταλη και το χώρο της εκπαίδευσης σε ΤΕΙ και Πανεπιστήμια, όπου και συνεχίζει ακόμα.
Το πρώτο κρασί εμφιαλώθηκε το 2009 και το πρώτο απόσταγμα, το premium παλαιωμένο τσίπουρο PÚRO, το 2011, που ήταν και το πρώτο στην Ελλάδα.
Η παραγωγή βασίζεται σε 50 ιδιόκτητα στρέμματα πιστοποιημένης βιολογικής καλλιέργειας με βιοδυναμικές και φυσικές πρακτικές, τα οποία δίνουν ετησίως περίπου 2.000 φιάλες παλαιωμένου τσίπουρου και 8.000 φιάλες κρασιού με δύο μόνο ετικέτες, μία για λευκό και μία για κόκκινο. Οι ποικιλίες που αξιοποιούνται είναι Μαύρο Μοσχάτο για το PÚRO, Μαλαγουζιά, Ασύρτικο και κόκκινος Ροδίτης για το λευκό κρασί και Λημνιώνα, Syrah και Ξινόμαυρο για το ερυθρό. Μια πειραματική Λημνιώνα φυσικής καλλιέργειας και οινοποίησης χωρίς βαρέλι, αναμένεται να κυκλοφορήσει την ερχόμενη χρονιά, με πρώτη εμφιάλωση κοντά στις 1.200 φιάλες.
Όσον αφορά τη διάθεση των προϊόντων, το παλαιωμένο τσίπουρο PÚRO, καθώς και το PÚRO SINGLE BARREL AGED 10 YEARS, το πρώτο ελληνικό παλαιωμένο τσίπουρο άνω των 10 ετών, single barrel και cask strength με αλκοόλ 57,5%, διανέμεται σε επιλεγμένα σημεία σε όλη την Ελλάδα, ενώ το κρασί διακινείται κυρίως στο Νομό Καρδίτσας, καθώς η φιλοσοφία του Θάνου Καραθάνου βασίζεται στην παραγωγή σπάνιων και καινοτόμων προϊόντων εξαιρετικά μικρής παραγωγής, όπως άλλωστε δηλώνει και το όνομα των κρασιών «Χίλια Κλήματα».
Οινοποιείο Καραμήτρος
Σε ένα διαφορετικό περιβάλλον από τον κάμπο της Θεσσαλίας, εκτείνεται η ζώνη Μεσενικόλα με λίγο πάνω από 1.000 στρέμματα της ομώνυμης ποικιλίας. Όλοι οι αμπελώνες στην περιοχή είναι ξερικοί γιατί δεν υπάρχει άρδευση, οπότε στην καλύτερη περίπτωση οι στρεμματικές αποδόσεις φτάνουν τα 800 με 900 κιλά.
Σύμφωνα με τον Γιώργο Καραμήτρο, η περιοχή δεν αντιμετωπίζει ακόμα πρόβλημα από την κλιματική αλλαγή, γεγονός στο οποίο βοήθησε η δημιουργία της λίμνης Πλαστήρα. Ωστόσο, όπως σε όλη την Ελλάδα, υπάρχει έλλειψη εργατικού δυναμικού.
Εντός της ζώνης βρίσκεται το οινοποιείο του Γιώργου Καραμήτρου, το οποίο παίρνει την πρώτη ύλη του από 110 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων και 300 έως 350 στρέμματα αμπελώνων συνεργαζόμενων αμπελουργών. Η ποσότητα αυτή εμφιαλώνεται σε περίπου 300.000 φιάλες σε 16 διαφορετικές ετικέτες.
Αν και η ποικιλία Μεσενικόλα είναι το έμβλημα του οινοποιείου, αξιοποιείται για ένα ποσοστό των εμφιαλώσεων, οι οποίες συμπληρώνονται και από άλλες ποικιλίες, όπως Μαλαγουζιά, Λημνιώνα και Syrah. Μάλιστα, όπως λέει ο Γιώργος Καραμήτρος, η ποικιλία Λημνιώνα ανακαλύφθηκε στη συγκεκριμένη περιοχή για πρώτη φορά, όπως μαρτυρούν τα πρώτα δείγματα στο Ινστιτούτο Αμπέλου και Οίνου.
Η λίστα των προϊόντων περιλαμβάνει περίπου το ίδιο ποσοστό σε λευκά και κόκκινα κρασιά και ένα 20% σε ροζέ. Η νεότερη προσθήκη του οινοποιείου είναι οι αφρώδεις οίνοι, ένας λευκός και ένας ροζέ. Μια αλλαγή που έρχεται σε αυτήν την κατηγορία αφορά στο λευκό Snob, το οποίο, αντί για την ποικιλία Μοσχάτο στην οποία βασίζεται τώρα, θα βασιστεί στην ποικιλία Μεσενικόλα.
Βιολογικοί αμπελώνες Κοντοζήση
Η οικογένεια ξεκίνησε να ασχολείται με το κρασί από το 1993, όταν οι γονείς του Ανδρέα Κοντοζήση έφτιαξαν μια ταβέρνα και ήθελαν να προσφέρουν καλό κρασί και τσίπουρο. Η καλλιέργεια ξεκίνησε σε ένα αμπέλι 600 τετραγωνικών μέτρων και σήμερα έχει φτάσει στα 140 στρέμματα ιδιόκτητων βιολογικών αμπελώνων με απόδοση γύρω στα 800 κιλά το στρέμμα.
Κατά μέσο όρο η παραγωγή δίνει 60.000 φιάλες ετησίως, οι οποίες δημιουργούν μια λίστα από 15 ετικέτες. Το 70% της παραγωγής είναι λευκά κρασιά και τα υπόλοιπα ροζέ και κόκκινα. Έμφαση δόθηκε από την αρχή της καλλιέργειας και της οινοποίησης στην ποικιλία Λημνιώνα. Ήδη το οινοποιείο παράγει 5 ετικέτες μόνο από αυτήν την ποικιλία.
Ένα προϊόν, το οποίο η Αφροδίτη Τούσια θεωρεί μοναδικό, είναι ένας φυσικός αφρώδης οίνος από Λημνιώνα, ο οποίος παλαιώνει στη φιάλη για 2 έτη. Όπως λέει η ίδια, “Είναι ένα προϊόν που μας έχει δώσει ανταγωνιστικό πλεονέκτημα στα wine bars, γιατί το κρασί δεν χάνει τις φυσαλίδες του, ακόμα και αν διατηρηθεί με ένα απλό φελλό για 2 ή και 3 μέρες.” Η ετικέτα αυτή παράγεται σε περίπου 3.000 φιάλες ανά έτος.
Η HORECA είναι η μεγαλύτερη αγορά για την απορρόφηση της παραγωγής, ενώ το 65% των προϊόντων εξάγονται. Όπως λέει η Αφροδίτη Τούσια, “Πρώτα ξεκινήσαμε να εξάγουμε τα προϊόντα μας και μετά μας αναζήτησαν πελάτες στην Ελλάδα. Στο ξεκίνημά μας, οι εξαγωγές ήταν περίπου το 90%.”
Ένα νέο προϊόν που ξεκίνησε πρόσφατα την πορεία του στην αγορά, είναι ένα Pet Nat από Ασύρτικο, το οποίο είχε αρχική παραγωγή περίπου 500 φιάλες. Φέτος η παραγωγή θα είναι τουλάχιστον διπλάσια και τελικός στόχος είναι να φτάσει τις 2.000 ή και 3.000 φιάλες.
ΛΑΡΙΣΑ
Κτήμα Μίγας
Ένα από τα δύο μεγαλύτερα οινοποιεία της Θεσσαλίας, με ετήσια παραγωγή 2.000 τόνων κρασιού, αντλεί την πρώτη του ύλη από 1.800 στρέμματα αμπελώνων, εκ των οποίων το 25–30% είναι ιδιόκτητοι. Η πρώτη φιάλη του Κτήματος κυκλοφόρησε το 2001 και βασίστηκε στην ποικιλία Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου, η οποία σήμερα καλύπτει περίπου το 70% της συνολικής παραγωγής και εμφιαλώνεται σε έξι διαφορετικές ετικέτες.
Ο Δημήτρης Μίγας έχει επιλέξει να καλλιεργεί στα ιδιόκτητα κτήματα τις υπόλοιπες ποικιλίες που συμμετέχουν στην παραγωγή, όπως τη Λημνιώνα, αλλά και διεθνείς ποικιλίες όπως Chardonnay, Sauvignon Blanc, Merlot, Syrah και Cabernet Sauvignon. “Το Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου προέρχεται κυρίως από συνεργαζόμενους αμπελουργούς της περιοχής, με τους οποίους υπάρχει πολυετής και στενή συνεργασία βασισμένη στην τεχνική μας καθοδήγηση”, λέει ο Δημήτρης Μίγας.
Το οινοποιείο διαθέτει 16 ετικέτες κρασιού και στόχος είναι η περαιτέρω ενίσχυση του λευκού οίνου, που ήδη αντιστοιχεί σε περίπου 60% της συνολικής παραγωγής. Στο πλαίσιο αυτό, το Κτήμα αξιοποιεί κάθε νέα άδεια φύτευσης για την εγκατάσταση ποικιλιών που θα ενισχύσουν το λευκό του προφίλ. Παράλληλα, το Κτήμα Μίγας διαθέτει στην αγορά μεγάλες ποσότητες κρασιού σε ασκό, κυρίως από Μοσχάτο. “Την επόμενη χρονιά αναμένεται η κυκλοφορία ενός νέου προϊόντος, αφρώδους οίνου παραγόμενου με την παραδοσιακή μέθοδο, βασισμένο στο Μοσχάτο Μαύρο Τυρνάβου”, λέει ο Δημήτρης Μίγας. Οι εξαγωγές αποτελούν περίπου το 20% της παραγωγής, καθώς το προϊόν εξαντλείται στην ελληνική αγορά.
Αγροτικός Οινοποιητικός Συνεταιρισμός Τυρνάβου
Τα 460 μέλη του συνεταιρισμού διαθέτουν την πρώτη ύλη από 9.300 καλλιεργήσιμα στρέμματα, με δέσμευση για συγκεκριμένες ποσότητες ετησίως, ανάλογα με το δικαίωμα που έχουν, το οποίο εξαρτάται από τον αριθμό των στρεμμάτων και το σύνολο της παραγωγής. Τα περίπου 6.000 στρέμματα είναι Μαύρο Μοσχάτο Τυρνάβου, ακολουθεί ο Ροδίτης με 1.600 στρέμματα και πολλές άλλες ποικιλίες με μικρότερες εκτάσεις. Όλη αυτή η πρώτη ύλη μεταποιείται σε 5.000 τόνους κρασιού και 300 τόνους τσίπουρο.
Το πρώτο εμφιαλώνεται σε πάνω από 60 διαφορετικά προϊόντα, στα οποία περιλαμβάνονται και προϊόντα με την ίδια ετικέτα αλλά διαφορετική ποσότητα περιεχομένου. Όπως λέει η Αναστασία Παναγιώτου, γενική διευθύντρια του Συνεταιρισμού, “Για να μπορούμε να απορροφούμε την πρώτη ύλη των μελών μας, πρέπει να έχουμε πολλές ετικέτες γιατί είναι πολλές και οι ποικιλίες. Από την άλλη, αυτή η στρατηγική μας βοηθά να κάνουμε και καλύτερη διαχείριση ρίσκου”.
Ένα μεγάλο ποσοστό της παραγωγής αφορά στον ασκό, ο οποίος σε σχέση με το παρελθόν παράγεται σε μεγαλύτερες ποσότητες από τη φιάλη. “Σχεδόν 50–50 είναι η αναλογία ασκού – φιάλης”, λέει η Αναστασία Παναγιώτου, ενώ στο παρελθόν η φιάλη ήταν περισσότερη, καθώς στη Θεσσαλία οι πελάτες ζητούσαν συχνά το εμφιαλωμένο κρασί του μισού λίτρου. Όπως λέει η ίδια, “Έχουμε κάνει μεγάλη προσπάθεια να προωθήσουμε και ασκούς μικρότερων όγκων για να πηγαίνουν κατευθείαν στον αγοραστή, ώστε το προϊόν να είναι αναγνωρίσιμο, καθώς η εστίαση δουλεύει με κανατάκι και έτσι ο αγοραστής δε βλέπει το brand του οινοποιείου”.
Ένα νέο επενδυτικό πρόγραμμα ύψους 5 εκατομμυρίων ευρώ θα δώσει, μεταξύ άλλων, στο συνεταιρισμό τη δυνατότητα να παράγει αφρώδη κρασιά και κρασιά χαμηλού αλκοόλ. Παράλληλα, σε συμβουλευτικό επίπεδο, η διοίκηση του οινοποιείου έχει ξεκινήσει να προτείνει στα μέλη και φυτεύσεις άλλων εμπορικών ποικιλιών, όπως η ανερχόμενη Λημνιώνα, για την οποία ο συνεταιρισμός δεν έχει προϊόν, αλλά και το διεθνώς αναγνωρισμένο Ασύρτικο, με την οποία έχουν φυτευτεί ήδη περίπου 300 στρέμματα. Ωστόσο, η ανερχόμενη τιμή για το Μαύρο Μοσχάτο Τυρνάβου, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει σταθεροποιηθεί κοντά στα 0,50 ευρώ το κιλό, είναι ένας ανασταλτικός παράγοντας για τους αμπελουργούς ώστε να κάνουν αλλαγές.
Προσωρινά, το ποσοστό εξαγωγών του συνεταιρισμού είναι πολύ μικρό, υπάρχει όμως διάθεση να αυξηθεί και σε αυτό αναμένεται να βοηθήσει η συμμετοχή σε τρία προγράμματα προώθησης. Το ένα θα τρέξει αποκλειστικά από το Συνεταιρισμό, το δεύτερο σε συνεργασία με την GoGREXPO και το τρίτο σε συνεργασία με την Περιφέρεια Θεσσαλίας.
Κτήμα Ζαφειράκης
Από 190 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων βιολογικής και βιοδυναμικής καλλιέργειας, παράγονται 150.000 φιάλες κρασιού ετησίως. Όπως λέει ο Χρήστος Ζαφειράκης, “Η πρώτη επαφή με τη βιοδυναμική καλλιέργεια ήταν το 2004 με το μεταπτυχιακό μου στη Γαλλία. Μετά αυτό έμεινε στο υποσυνείδητο και ήρθε η κατάλληλη στιγμή για να γίνει πράξη”. Στην προσπάθεια της βιοδυναμικής καλλιέργειας σημαντική είναι η βοήθεια του Δημήτρη Σκουτέλα.
Οι τέσσερις ποικιλίες που έχει εμπιστευτεί ο Χρήστος Ζαφειράκης είναι Μαλαγουζιά, Λημνιώνα, Ασύρτικο και Chardonnay. H Λημνιώνα είναι η κυρίαρχη ποικιλία και αυτή που έχει αναδείξει το οινοποιείο σε παγκόσμιο επίπεδο. Από τη Λημνιώνα, παράγονται 60 με 65 χιλιάδες φιάλες ετησίως και καλλιεργείται στα 80 από τα 190 στρέμματα του οινοποιείου.
Όπως λέει ο Χρήστος Ζαφειράκης, “Ιστορικά, η μεγαλύτερη ποσότητα της ποικιλίας Λημνιώνα βρισκόταν στον Τύρναβο, όταν όμως μετά τη φυλλοξήρα ήρθε στην Ελλάδα το Μαύρο Μοσχάτο, αυτό κέρδισε την καρδιά των αμπελουργών, λόγω ευκολίας στην καλλιέργεια”.
Η παραγωγή του οινοποιείου κατανέμεται σε περίπου 40% κόκκινα και ροζέ κρασιά και 60% σε λευκά. Ο στόχος σε βάθος πενταετίας είναι η αύξηση των λευκών ποικιλιών με νέες φυτεύσεις σε Μαλαγουζιά και Ασύρτικο. Όπως λέει ο Χρήστος Ζαφειράκης, “Ήδη παράγουμε Ασύρτικο, αλλά εξάγεται στο σύνολό του, οπότε δε φτάνουν οι ποσότητες για την ελληνική αγορά. Η Σαντορίνη που έκανε το Ασύρτικο γνωστό σε όλον τον κόσμο, δεν είναι εύκολο πλέον να καλύψει το σύνολο της ζήτησης και έτσι είναι μεγάλη ευκαιρία για την Ελλάδα να καλύψει τη ζήτηση τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς”.
Για να πετύχει τους στόχους του, ο Χρήστος Ζαφειράκης πρόκειται να επενδύσει μέσα στα ερχόμενα 5 χρόνια σε αγορά επιπλέον 100 στρεμμάτων. “Δεν πρόκειται για ένα εύκολο εγχείρημα, γιατί πλέον η τιμή της γης στον Τύρναβο είναι υψηλή, ακόμα και μετά τη μείωση τιμών το περασμένο διάστημα, παραμένει στα 2.500 ευρώ περίπου ανά στρέμμα”. Στις ετικέτες που διαθέτει στην αγορά το οινοποιείο, περιλαμβάνεται και το πιο νέο προϊόν του, το οποίο κυκλοφόρησε πέρσι τον Νοέμβριο και είναι ένας αφρώδης οίνος από Λημνιώνα και Ασύρτικο, ο οποίος παλαιώνει στη φιάλη για τουλάχιστον 20 μήνες.
Μια ειδική αναφορά στο θέμα του οινοτουρισμού έκανε ο Χρήστος Ζαφειράκης, “Πώς περνάει το χρόνο του κάποιος που θέλει να κάνει οινοτουρισμό στη Λάρισα. Αυτό είναι κάτι που θέλουμε να επενδύσουμε ως οινοποιείο, ακόμα και με δυνατότητα φιλοξενίας”. Και συμπληρώνει, “Προσωρινά, φιλοξενούμε 10 έως 20 άτομα ανά εβδομάδα για δοκιμές κρασιών με κάποια συνοδευτικά και έχουμε δυνατότητα γεύματος αν μας ζητηθεί. Οι άνθρωποι που μας επισκέπτονται, έρχονται συνήθως μετά από επίσκεψη στα γειτονικά Μετέωρα”.
Οινοποιείο Ντούγκος
Η οικογένεια Ντούγκου ίδρυσε ένα από τα πρώτα φυτώρια αμπέλου στην περιοχή της Λάρισας, τη δεκαετία του ’50, οπότε και ξεκινά η εμπορική δραστηριοποίηση με το κρασί. Η ορεινή καλλιέργεια αμπέλου ήταν επιλογή εξαρχής, γιατί εκεί ο πατέρας του Θάνου και της Λουίζας Ντούγκου θεώρησε ότι η ποιότητα του σταφυλιού θα ήταν καλύτερη. Τα πρώτα αμπέλια φυτεύτηκαν το 1991 με ποικιλίες Ροδίτης Αλεπού, Sauvignon Blanc και Ασύρτικο σε λευκά και από κόκκινα Syrah, Grenache και Λημνιώνα.
Σήμερα, η οικογένεια διαθέτει 70 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων και επιπλέον αγοράζει σταφύλι από μισθωμένους αμπελώνες με έκταση περίπου 25 στρεμμάτων. Η μεταποίηση του σταφυλιού δίνει ετησίως κατά μέσο όρο 75.000 φιάλες κρασιού με το μεγαλύτερο ποσοστό αυτών να είναι ΠΟΠ Ραψάνη. Τα κρασιά ΠΟΠ Ραψάνη παράγονται από τις ερυθρές ποικιλίες Ξινόμαυρο, Κρασάτο και Σταυρωτό, σε αναλογίες που διαφέρουν από παραγωγό σε παραγωγό, με το μεγαλύτερο μέρος συνήθως να καταλαμβάνει το Ξινόμαυρο.
Συνολικά, στη λίστα κρασιών του οινοποιείου περιλαμβάνονται 10 ετικέτες, οι 3 εκ των οποίων παράγονται ανάλογα με την ποιότητα της χρονιάς. Όπως λέει ο Θάνος Ντούγκος, “Στόχος τα επόμενα χρόνια είναι να μειωθεί ο αριθμός των ετικετών και να εστιάσουμε στα premium κρασιά μας, διατηρώντας την παραγωγή στα σημερινά επίπεδα.” Ο ίδιος συμπληρώνει, “Το μεγαλύτερο ποσοστό των κρασιών μας είναι στην κατηγορία των ερυθρών, και αυτή θα συνεχίσει να είναι η πορεία μας. Άλλωστε, τα ερυθρά κρασιά στην Ελλάδα είναι αυτά που έχουν ακόμα πολύ μεγάλο περιθώριο εξέλιξης για να είναι ανταγωνιστικά με τα κρασιά του εξωτερικού. Δεδομένου ότι το 50% των κρασιών του οινοποιείου εξάγεται, είναι σημαντικό τα κρασιά μας να είναι συγκρίσιμα.”
Στο σημείο αυτό της συζήτησης, η Λουίζα Ντούγκου έκανε μια παρέμβαση, αναφέροντας ότι “Θα μπορούσε να υπάρχει διάθεση για ανάπτυξη της παραγωγής, αν υπήρχε διαθεσιμότητα εργατών.”
Κτήμα Όλοινος
Το οινοποιείο ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2001 και ενώ αρχικά είχε την επωνυμία “Οινοποιία Ελασσόνας”, η επιχείρηση μετονομάστηκε σε Κτήμα Όλοινος. Η παραγωγή βασίζεται σε 100 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων που καλλιεργούνται βιολογικά, από τους οποίους παράγεται 50.000 φιάλες των 750 ml. και άλλες 50.000 φιάλες των 500 ml. Επιπλέον, ανάλογα με τη διαθέσιμη ποσότητα, 10 έως 15 τόνοι διατίθενται στην αγορά σε συσκευασία ασκού.
Η λίστα του οινοποιείου περιλαμβάνει 10 ετικέτες, εκ των οποίων 4 λευκά, δύο ροζέ και τρία κόκκινα. Το πιο καινούργιο προϊόν είναι ένα αφρώδες που κυκλοφόρησε την περσινή χρονιά, και στα σχέδια είναι ένα ακόμα αφρώδες με παραδοσιακή μέθοδο.
Όπως λέει ο Γιώργος Λόλας, ένας εκ των ιδιοκτητών, “Τα επόμενα βήματα θα γίνουν από τη νέα γενιά, η οποία θα συνεχίσει να υποστηρίζει αυτό που ονομάζουμε λαϊκό κρασί.” Σύμφωνα με τον ίδιο, η διάθεση σε τιμή χονδρικής φιάλης των 500 ml, που ξεκινά ακόμα και από τα 1.65 ευρώ, είναι εφικτή γιατί αξιοποιείται περίπου το 20% από το χυμό του σταφυλιού που δεν θα μπει ως πρώτη διαλογή στις φιάλες των 750 ml.
Όπως λέει ο ίδιος, “Αυτό είναι για εμάς το κρασί λαϊκής κατανάλωσης, το οποίο, αντί να το συσκευάζουμε μόνο σε ασκό, ο οποίος μπορεί να νοθευτεί από τον επιχειρηματία της εστίασης, να το εμφιαλώνουμε.” Προφανώς, το κόστος τόσο της φιάλης όσο και το κόστος της ετικέτας, αλλά και του πώματος είναι χαμηλά, για να μπορεί τελικά το προϊόν να βγαίνει στο ράφι ακόμα και στην τιμή των 3.5 ευρώ.
Όπως λέει ο Γιώργος Φτίκας, ο δεύτερος ιδιοκτήτης, “Το προϊόν αυτό δεν είναι για να έχουμε σημαντικά κέρδη, αλλά είναι μια καλή διαφήμιση για εμάς, γιατί σε πολλά σημεία εστίασης, ο πελάτης βλέπει την επωνυμία μας στο τραπέζι, ενώ με τον ασκό δε συμβαίνει αυτό.”
Στα μελλοντικά σχέδια του Κτήματος είναι η αγορά νέων γειτονικών αμπελώνων, οι οποίοι θα ενισχύσουν όλες τις σειρές προϊόντων.