εννήθηκα στις 11.10.1974 στον Πειραιά . Είμαι κάτοχος του Wine…
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ τη μετάβαση του κρασιού από αλκοολούχο ποτό-προϊόν της γης σε κάτι το απόλυτα μοδάτο, ίσως και υπερβολικά προβεβλημένο.
Το ερώτημα είναι ξεκάθαρο: Μπορεί το κρασί να διαχειριστεί τόση προβολή και σε τι θα ωφελήσει εμάς τους καταναλωτές η φρενίτιδα εξωστρέφειας που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια;
Για να είμαι πιο συγκεκριμένος, φοβάμαι μήπως η υπερανάλυση, η πάσης φύσεως κριτική και η υπερβολική δημοσιότητα μας αποπροσανατολίσουν από την ουσία του πράγματος, που είναι η απόλαυση του κρασιού παρέα με καλούς φίλους. Αρχικά, χιλιάδες παραγωγοί κρασιού σε όλο τον κόσμο καλλιεργούν τη γη, οινοποιούν και εμφιαλώνουν σε μια φιάλη τον καρπό της δουλειάς ενός χρόνου.
Ακούγομαι κυνικός, αλλά η ουσία είναι αυτή και μόνο αυτή.
Στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, τα ζητούμενα από την καταναλωτική σκοπιά είναι η φροντίδα του αμπελιού και η αρμονική οινοποίηση σε συνάρτηση με το terroir που αντανακλά το κάθε οινοποιείο, κάτι που θα φανεί στην εμφιάλωση και μοιραία στο ποτήρι μας.
Παρενθετικά, επειδή κάπου εδώ αρχίζει να παίζεται και το παιχνιδάκι των εντυπώσεων, διακρίνω μια προσπάθεια διαφοροποίησης εκ μέρους των οινοποιών με φαντεζί μπουκάλια, παιχνιδιάρικες ετικέτες, χρωματιστό βουλοκέρι αντί για καψύλιο. Μου πήρε καιρό, αλλά πλέον έχω καταλάβει πως η μεγαλύτερη πόρνη της ιστορίας είναι η πρώτη εντύπωση και δικαιολογώ κάθε μορφής προσπάθεια εκ μέρους τους να κερδίσουν τις εντυπώσεις ειδικά στο ράφι της κάβας.
Αν θα πρόσθετα μια υποσημείωση, είναι να επικεντρωθούμε στο ζουμί της ιστορίας, που είναι το περιεχόμενο της φιάλης, και όχι στο περιτύλιγμα. Προσωπικά, θα προτιμούσα οι βελτιωτικές κινήσεις ενός Κτήματος να είναι επικεντρωμένες στο γεωπονικό-οινολογικό σκέλος και όχι στην εικόνα. Σε δεύτερο στάδιο, ο καρπός αυτής της δουλειάς θα μπει στο εμπόριο ανάμεσα σε εκατομμύρια ανταγωνιστικά –ή και όχι– μπουκάλια κρασιού. Κάπου εδώ ξεκινάει το party με δημοσιεύσεις, κριτικές, αξιολογήσεις, απλές αναφορές σε κάθε μορφής επικοινωνιακό μέσο.
Για τη χρησιμότητα των αναγνωρισμένων οινοκριτικών έχω αναφερθεί σε προηγούμενο κείμενο και τη θεωρώ χρήσιμη, αν και κάποιες φορές ο τρόπος που τη χειριζόμαστε μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά. Πιο ειδικά, αν σε ένα κρασί της τάξεως των 30 ευρώ αναφερθούν κολακευτικά η Jancis Robinson, o Asimov, ο Galloni, θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για μια μέση τιμή στο Wine Searcher της τάξης των 150-300 ευρώ, ανάλογα με το πόσο κολακευτικά ήταν τα σχόλια των αναφερόμενων οινοκριτικών.
Μπαίνοντας στα παπούτσια του οινόφιλου που αγόραζε για χρόνια το συγκεκριμένο κρασί στα 30 ευρώ, η δημοσίευση της κριτικής θα τον οπλίσει με καχυποψία, στο καλύτερο σενάριο. Στο εμπορικό σκέλος δεν είναι και πολύ καλύτερα τα πράγματα, γιατί ο εκάστοτε καβίστας θα πρέπει να επιστρατεύσει κάθε ίχνος φερεγ- γυότητας ώστε να πείσει τον δυνητικό αγοραστή πως η διαφορετική τιμή συνοδεύεται με δραστική απόκλιση στα ντεσιμπέλ της απόλαυσης.
Το πιο πετυχημένο το είχα διαβάσει από τον Michael Aaron των Sherry Lehmann στη Νέα Υόρκη: «Αν ένα κρασί έχει βαθμολογία άνω των 90 βαθμών, δεν μπορώ να το αγοράσω, αν είναι κάτω των 90 βαθμών, δεν μπορώ να το πουλήσω». Και κάπου εδώ ξεκινάμε εμείς οι υπόλοιποι να φωτογραφιζόμαστε με μπουκάλια, να πουλάμε μούρη στα ελληνικά, να ασκούμε κριτική, να χαριεντιζόμαστε γενικώς.
Για να μην παρεξηγηθώ, δεν έχω καμία διάθεση να δαιμονοποιήσω την όλη κατάσταση, αντιθέτως την προτιμώ από την εποχή που το κρασί ζούσε σε εντελώς ακριβοθώρητο και ελιτίστικο περιβάλλον. Απλώς σκέφτομαι μήπως η όλη διαδικασία προβολής ή αυτοπροβολής, αν προτιμάτε, δεν μας αφήνει χώρο και χρόνο να χαρούμε το κρασί.
Σκέφτομαι πως όλα τα ιερά τέρατα του χώρου, ή τουλάχιστον όσους εγώ είχα την τύχη να γνωρίσω, πορεύτηκαν με ταπεινοφροσύνη και προσήλωση στον σκοπό τους, που δεν ήταν άλλος από το να κάνουν αξιομνημόνευτα, καλά κρασιά. Παρατηρώ πως η ιστορία χωρίς ίχνος φειδούς τούς ανταμείβει με το pedigree της σπουδαιότητας που όλοι επιδιώκουμε σε ό,τι καταπιανόμαστε. ¶