Αποχαιρετισμός σε έναν από τους πρωτομάστορες του ελληνικού κρασιού.
Ανήκε στη γενιά των ανθρώπων που ονειρεύτηκαν, αρκετές δεκαετίες πριν, ότι το ελληνικό κρασί μπορούσε να πάει πολύ πιο πέρα από το χύμα της ταβέρνας και τον αγνώστου προελεύσεως μούστο, από τα πλαστικά μπουκάλια της ανωνυμίας και τα άνευ φιλοδοξιών εμφιαλωμένα.
Ο Θανάσης Παρπαρούσης πίστεψε νωρίς σε κάτι το οποίο πολλοί θεωρούσαν χίμαιρα: να ενταχθούν τα κρασιά μας στον παγκόσμιο οινικό χάρτη, υψώνοντας ταυτόχρονα τον πήχη στην αμπελοκαλλιέργεια και στην παραγωγή.
Ο θάνατός του, στα μέσα του περασμένου καλοκαιριού, αφήνει απλήρωτο κενό στον χώρο του ελληνικού οίνου. Σπούδασε οινολογία στην Ντιζόν, την πρωτεύουσα της Βουργουνδίας. Ήταν μονόδρομος αυτή η επιλογή του, με δεδομένη την οικογενειακή παράδοσή του.
«Έίχαμε μια ποτοποιία στη γενέτειρά μου, την Πάτρα, που έφτιαχνε ούζο, κονιάκ, τεντούρα και λίγα κρασιά. Ποτέ δεν σκέφτηκα να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου. Έκείνα τα χρόνια, βέβαια, δεν είχαμε ουσιαστικά άποψη για τα κρασιά. Δεν ξέραμε τι σημαίνει “μεγάλο κρασί”.
Έφτασα στην Ντιζόν, που ήταν και κέντρο γαστρονομίας όχι μόνο για τη Βουργουνδία, αλλά και για ολόκληρη τη Γαλλία, και μπροστά μου ανοίχτηκε ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος. Σε μια εποχή που στη χώρα μας υπήρχαν ελάχιστα εμφιαλωμένα κρασιά και σχεδόν όλοι έπιναν ρετσίνα, οι καθηγητές μου μιλούσαν για τα κρασιά σαν να επρόκειτο για έργα τέχνης. Βέβαια, δεν μας είχαν και σε μεγάλη υπόληψη. Έπέμεναν πως οι Έλληνες ποτέ δεν θα μπορέσουμε να κάνουμε μεγάλα κόκκινα κρασιά. Μόνο γλυκά, αυτό ήταν το συγκριτικό πλεονέκτημά μας, σύμφωνα με τους Γάλλους. Έβαλα ένα στοίχημα τότε. Και νομίζω ότι το κέρδισα», μου έλεγε σε μια εκ βαθέων συνέντευξη πριν από μερικά χρόνια.
Έπέστρεψε στην Έλλάδα και το 1974, με τη σύζυγό του Βάσω, άνοιξαν ένα πρωτοποριακό για την εποχή του οινοποιείο έξω από την Πάτρα, στη θέση Μποζαΐτικα, σε ένα κτήμα με ένα πέτρινο αρχοντικό του 1880 να ξεπροβάλλει πίσω από έναν υπεραιωνόβιο πλάτανο, ανάμεσα σε λεμονιές, πορτοκαλιές και κυπαρίσσια.
Και από την πρώτη στιγμή ο Θανάσης Παρπαρούσης συνειδητοποίησε πως η δουλειά στο αμπέλι έχει τη μεγαλύτερη σημασία. «Έκεί πρέπει να είμαστε επικεντρωμένοι: σε ήπιες καλλιέργειες, ακόμα και στην ύπαρξη άλλων φυτών μέσα στα αμπέλια. Σε αντίθεση με ό,τι πίστευαν παλαιότερα, δεν υπάρχουν εχθροί, κακά ζιζάνια. Όλα είναι μια αλυσίδα, η χλωρίδα και η πανίδα. Από μια τέτοια αρμονική συνύπαρξη βγαίνουν τα καλά κρασιά και όχι σε ένα αποστειρωμένο περιβάλλον».
Το Petite Fleur ήταν η πρώτη ετικέτα τους, που συζητήθηκε πολύ. Άνοιξε τον δρόμο. Ήταν ένα χρυσοπράσινο κρασί από Σιδερίτη, σε αντίθεση με τα οξειδωμένα που κυκλοφορούσαν τότε στην ελληνική αγορά. Γιατί το ονόμασε έτσι; «Γιατί λατρεύω το άνθος του αμπελιού όταν μοσχομυρίζει την άνοιξη. Κι εκείνο το νέο κρασί είχε ακριβώς αυτό το άρωμα».
Ακολούθησαν πολλά προϊόντα που αγαπήθηκαν εξίσου από τους οινόφιλους σε Έλλάδα και εξωτερικό: Δώρα του Διονύσου (λευκό από Σιδερίτη), Λωτός (Cabernet Sauvignon), Δώρα Διονύσου Cava (Ασύρτικο και Αθήρι), Οινάρι (Αγιωργίτικο και Μαυροδάφνη), Νεμέα Reserve (Aγιωργίτικο), Μαυροδάφνη Πατρών Reserve, Μοσχάτο Ρίου Πατρών και το εξαιρετικό απόσταγμα Παλαιωθέν, μεταξύ άλλων.
«Δεν ήταν απλό εγχείρημα, κάθε άλλο», παραδεχόταν ο ίδιος. «Υπήρχε η άποψη ότι με ξηρή οινοποίηση η Μαυροδάφνη δεν μπορεί να παλαιώσει, αλλά με τη συγκεκριμένη ετικέτα εμείς την ανατρέψαμε. Κατεβάζοντας τη στρεμματική απόδοση πάρα πολύ και δημιουργώντας τις κατάλληλες συνθήκες στο αμπέλι, δημιουργήσαμε ένα κρασί με τουλάχιστον 10-12 χρόνια ζωής – στο μπουκάλι.
Αλλά έτσι πρέπει να γίνονται τα πράγματα με την τόσο μεγάλη προσφορά που υπάρχει· ένα καινούργιο κρασί πρέπει να κάνει αίσθηση, να ταράζει τα νερά. Αλλιώς δεν έχει λόγο να κυκλοφορήσει.» Αυτή ήταν η φιλοσοφία του. Οι γυναίκες της ζωής του μοιράζονταν το ίδιο όραμα και αγωνίζονταν στο πλευρό του για την υλοποίησή του. Η Δήμητρα και η Έριφύλη, δύο από τις τρεις κόρες του, με σπουδές οικονομικών και οινολογίας αντίστοιχα, εργάζονταν μαζί του στο οινοποιείο – και πλέον έχουν παραλάβει τη σκυτάλη, όπως και η Βάσω, συνοδοιπόρος του σε καθετί.
«Κοινός στόχος μας είναι να βελτιωνόμαστε διαρκώς. Στα χρόνια της πορείας μου έχω δει εξαιρετικά κρασιά να γίνονται μέτρια. Γι’ αυτό είμαστε σε μια διαρκή αναζήτηση. Δοκιμάζουμε, ψάχνουμε νέα πρότυπα. Το χειρότερο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να ομφαλοσκοπεί, να πέφτει σε τέλμα. Έμείς θέλουμε να είναι ανοιχτά τα μάτια και οι κεραίες μας», εξηγούσε. «Για να έχει επιτυχία ένα κρασί, πρέπει να γοητεύσει το κοινό. Πώς θα επιτευχθεί αυτό; Αν έχει προσωπικότητα κι αν καθρεφτίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από αυτό. Για να βγάλεις ένα καλό κρασί, πρέπει κι εσύ ο ίδιος να αγαπάς τη ζωή, να εκτιμάς αυτά που έχεις, να αισθάνεσαι γεμάτος. Αυτό βέβαια δεν συμβαίνει πάντα. Όταν αρχίζει η βιομηχανοποίηση και η μαζική παραγωγή, το πράγμα χαλάει».
Για τον Πατρινό οινοποιό, αυτόν τον αφοσιωμένο τεχνίτη του ελληνικού κρασιού, το ιδανικό κρασί δεν πρέπει να είναι τεχνο- λογικό, αποτέλεσμα παρεμβάσεων, αλλά να εκφράζει την περιοχή, το μικροκλίμα και την ποικιλία, να έχει ευγένεια και κομψότητα. Και δεν έκρυβε ότι πολλά κρασιά είχε ζηλέψει στην πορεία του:
«Ένα Vega Cecilia, για παράδειγμα, που ήπια πριν από αρκετά χρόνια. Ήθελε τουλάχιστον πέντε ώρες να μείνει ανοιχτό πριν το πιεις. Αλλά και αρκετά ελληνικά. Το λέω στους συναδέλφους που τα έχουν φτιάξει. Έίμαστε μια μικρή οικογένεια, άλλωστε, στην Έλλάδα οι οινοποιοί».
Βαθιά καλλιεργημένος, σεμνός, ειλικρινής, έντιμος και αυθεντικός, ο Θανάσης Παρπαρούσης «έβγαζε» την προσωπικότητά του στα κρασιά του. «Ούτε στυγνός επιχειρηματίας αισθάνομαι ούτε ερασιτέχνης. Κακά τα ψέματα, βέβαια. Κάνουμε κρασιά για να είναι οι επιχειρήσεις μας βιώσιμες. Κάπου ανάμεσα στα δύο βρίσκομαι, λοιπόν. Έρασιτέχνης, στο μεράκι, και ταυτόχρονα επιχειρηματίας, επιδιώκοντας τις συνετές κινήσεις. Η χρυσή ισορροπία είναι το ζητούμενο. Και, ξέρετε, το κρασί είναι κάτι πολυσύνθετο: καλλιέργεια των αμπελιών, οινοποίηση, εμπόριο, δημόσιες σχέσεις.
Σε όλα πρέπει να τα καταφέρνεις. Έχει και χαμαλίκι. Αλλά κάθε χρόνο σού επιφυλάσσει κάτι καινούργιο, σαν να γεννιέται ένα παιδί. Και με την άκρη του ματιού να δεις τα σταφύλια στον τρύγο, καταλαβαίνεις πώς θα εξελιχθεί. Έίναι μια συναρπαστική διαδικασία.»
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΠΟΥΤΑΡΗΣ ΘΥΜΑΤΑΙ
«Με τον Θανάση γνωριστήκαμε στα χρόνια του ΣΕΒΟΠ (Σύνδεσμος Έλληνικών Βιομηχανιών Οίνων και Ποτών). Σπουδαγμένος στη Γαλλία, δεν ήταν εξαιρετικός μόνο ως οινοποιός, αλλά και ως αποσταγματοποιός. Η “χημεία” μας δούλεψε από την πρώτη στιγμή. Έγώ είχα αδυναμία στη Μαυροδάφνη, όχι τη γλυκιά, την ξηρή, και δοκίμασα με δική του προτροπή το πάντρεμα της Μαυροδάφνης με το Ξινόμαυρο. Το χαρμάνι ήταν σπουδαίο. Μεγάλωσαν και τα κορίτσια του, μπήκαν στη δουλειά κι εκείνος τα παρακολουθούσε και τα στήριζε μέχρι που βεβαιώθηκε ότι “το είχαν” και μπορούσαν μόνες τους να πορευτούν στον χώρο. Αυτός ήταν ο Θανάσης. Ήσυχος, ήρεμος, υπομονετικός, δεμένος με τα προϊόντα του. Παράδειγμα προς μίμηση. Αγαπούσε το κρασί, τα αποστάγματα και τους ανθρώπους. Αφήνει πίσω του ένα λιθαράκι για τον πολιτισμό του κρασιού».
— Η ΡΩΞΑΝΗ ΜΑΤΣΑ ΘΥΜΑΤΑΙ
«Τον Θανάση τον ήξερα από το Petite Fleur που αγόραζαν οι περισσότεροι φίλοι μου τη δεκαετία του 1980. Τον γνώρισα προσωπικά τον Αύγουστο του 1989, όταν πήγα στο κτήμα του να πάρω εμβολιοκληματίδες για να μπο- λιάσω ένα δοκιμαστικό αμπελοτεμάχιο, μόλις δύο στρεμμάτων, με την άγνωστη και μυστηριώδη, τότε, αρωματική ποικιλία, τη Μαλαγουζιά. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Θαύμασα πολλά: την αξεπέραστη μαγειρική της γυναίκας του Βάσως, τον κήπο με τις πορτοκαλιές και το πελώριο πλατάνι όπου σουλατσάριζαν κότες, πάπιες, χήνες, φραγκόκοτες, γάτες και σκυλιά – ιδίως ένα ιδιότροπο σκανδαλιάρικο κόκερ. Γίναμε φίλοι, είχαμε πολλά κοινά και κάναμε ατελείωτες συζητήσεις. Το χιούμορ του ήταν αξεπέραστο. Τον Ιούνιο, λίγες εβδομάδες πριν φύγει από τη ζωή, κανονίζαμε να μου δώσει δύο θηλυκά παγόνια, μια και η τύχη το ’φερε να βρεθώ με ένα αρσενικό. Δεν ήξερα τίποτα για τη σύντομη αρρώστια του, η είδηση του θανάτου του έπεσε σαν κεραυνός. Έυτυχώς, είχε τα καλά κορίτσια του, την Έριφύλη και τη Δήμητρα, να τον διαδεχθούν. Θα μας λείψει πάρα πολύ».