Πριν από μερικά χρόνια, η Ένωση Οινοπαραγωγών Αμπελώνα Αττικής (ΕΝ.Ο.Α.Α.) ήρθε στο προσκήνιο, διεκδικώντας δυναμικά τη θέση του αττικού αμπελώνα στον οινικό χάρτη της Ελλάδας.
Κρασιά αξιώσεων που έβγαιναν από τα χέρια άξιων οινοποιών, οι οποίοι αποφάσισαν να ξανασυστήσουν στο κοινό το Σαββατιανό και τη ρετσίνα, έμεναν και εξακολουθούν να μένουν έξω από τις λίστες των εστιατορίων της Αθήνας, τα οποία στρέφονται σε άλλες περιοχές, αντί να προβάλλουν το κρασί που παράγει ο τόπος τους.
Επικεφαλής αυτής της προσπάθειας, από τη θέση της προέδρου της ΕΝ.Ο.Α.Α., που αριθμεί 36 μέλη, είναι η οινοποιός Αναστασία Φράγκου, ιδιοκτήτρια του Οινοποιείου Φράγκου, ενός εκ των αντιπροσωπευτικότερων οινοποιείων της Ανατολικής Αττικής, με παράδοση που πάει γενιές πίσω.
Συναντηθήκαμε στο οινοποιείο της, λίγο έξω από τη Ραφήνα, πάνω στη λεωφόρο Μαραθώνος. Η εικόνα δεν θα μπορούσε να μιλήσει καλύτερα από μόνη της: ένα μικρό οινοποιείο με έναν μικρό αμπελώνα μέσα στον αστικό ιστό, ο οποίος έχει επεκταθεί τις τελευταίες δεκαετίες, πνίγοντας στην κυριολεξία τα αμπέλια.
Τα σημάδια της φονικής πυρκαγιάς του 2018 είναι ορατά στο κτίριο, ο αμπελώνας όμως διασώθηκε, γιατί, όπως εξηγεί η κ. Φράγκου, «τα αμπέλια δεν καίγονται».
«Το είδα με τα μάτια μου· το οινοποιείο κάηκε τότε, τα αμπέλια όμως καψαλίστηκαν από πάνω και την επόμενη χρονιά ξαναπέταξαν. Όταν το σύμπαν ήταν κατάμαυρο, την επόμενη χρονιά μόνο τα αμπέλια ήταν πράσινα. Δεν έχουμε αντιληφθεί ότι τα αμπέλια μάς δίνουν οξυγόνο σε μια Αττική όπου έχει κατακαεί το σύμπαν».
Η διάσωση του αττικού αμπελώνα από τον αφανισμό βρίσκεται στο επίκεντρο των προσπαθειών των 36 οινοποιείων που, παρά τις αντίξοες συνθήκες, προσπαθούν με πείσμα να δώσουν στα κρασιά της Αττικής τη θέση που τους αξίζει.
Ξεκινάμε την κουβέντα με την κ. Φράγκου από τον φετινό τρύγο, όπου για μία ακόμη χρονιά τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, αν όχι απογοητευτικά.
«Πτώση της παραγωγής περίπου 50% σε σχέση με την περσινή χρονιά, που ήταν κάτω 30% σε σχέση με πρόπερσι. Ο μέσος όρος της παραγωγής είναι γύρω στα 200 κιλά το στρέμμα. Φοβάμαι ότι φτάνουμε στα επίπεδα του αμπελώνα της Σαντορίνης».
Η χαμηλή στρεμματική απόδοση, ωστόσο, έχει κάποια θετικά στοιχεία, δεδομένου ότι οι μικρές παραγωγές έχουν συμβάλει στην άνοδο της τιμής του σταφυλιού, κυρίως του Σαββατιανού, προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου να μην εγκαταλειφθεί τελείως ο αμπελώνας από τους αμπελοκαλλιεργητές.
«Όσοι καλλιεργούν ακόμη αμπέλια το κάνουν απλώς και μόνο για συναισθηματικούς λόγους· να μη χαθούν τα αμπέλια των πατεράδων τους».
Είναι παράλληλα και ο μόνος τρόπος να διατηρηθούν τα σύνορα της καλλιεργήσιμης γης, την οποία καταβροχθίζει η επέκταση του αστικού ιστού.
Κλιματική αλλαγή, που επιφέρει ακραίες συνθήκες καύσωνα, ανομβρία και έλλειψη υδατικών πόρων, αστικοποίηση και έλλειψη κέρδους για τους αμπελουργούς, οι οποίοι πολλές φορές προτιμούν να μετατρέψουν τα χωράφια σε φωτοβολταϊκά πάρκα, είναι οι μεγάλες απειλές για τον αττικό αμπελώνα.
Γίνονται προσπάθειες προκειμένου αυτός ο ιστορικός αμπελώνας να ανακηρυχθεί προστατευόμενος. Μέχρι τότε, όμως, τα πράγματα θα συνεχίσουν να είναι απειλητικά, αν κάτι δεν αλλάξει.

Ωστόσο, οι οινοποιοί δεν το βάζουν κάτω. Η συγκλονιστική βελτίωση της ποιότητας των κρασιών που παράγονται πλέον αποτελεί το όχημά τους για να ξανασυστήσουν το Σαββατιανό και τη ρετσίνα στο ελληνικό κοινό και, με αρωγό την Περιφέρεια Αττικής, να δημιουργήσουν τους Δρόμους του Κρασιού της Αθήνας.
«Η Αθήνα είναι ένας γαστρονομικός προορισμός με εκατοντάδες εστιατόρια, είναι ένας αρχαιολογικός προορισμός που περιβάλλεται από θάλασσα· εμείς πάμε να δημιουργήσουμε το wine experience που της αξίζει».
Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η προσπάθεια θεσμοθέτησης του ΠΟΠ Αθήνας για το Σαββατιανό.
«Ελπίζουμε ότι στον τρύγο του ’27 θα βγάλουμε ΠΟΠ κρασί», σημειώνει η κ. Φράγκου.
Είναι δεδομένο ότι, σε ό,τι αφορά την ποιότητα της παραγωγής κρασιών από τη συγκεκριμένη ποικιλία, έχουν γίνει εξαιρετικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια.
«Από όλα τα ελληνικά λευκά κρασιά, την πρώτη θέση στο μονοπώλιο του Καναδά κατέχει το Σαββατιανό του Παπαγιαννάκου. Και έχουμε πια και τόσες εκδοχές: Σαββατιανό φρέσκο, Σαββατιανό βαρέλι, φυσική οινοποίηση, Pet-nat…».
Αχίλλειος πτέρνα για τα κρασιά της Αττικής είναι το branding και το marketing.
«Αφήσαμε πολλά χρόνια να πάνε χαμένα, χωρίς να διεκδικήσουμε δυναμικά τη θέση που μας αξίζει. Για κάποια κρίσιμα χρόνια η ένωσή μας ήταν ανενεργή, με αποτέλεσμα κάποιες περιοχές να αναπτυχθούν, ενώ εμείς μείναμε πίσω».
Τα πράγματα, όμως, έχουν αρχίσει να αλλάζουν. Πολλά εστιατόρια, αν και όπως υποστηρίζει η κ. Φράγκου χρειάζονται εκπαίδευση, δείχνουν διάθεση να αγκαλιάσουν τα κρασιά της Αττικής, ενώ ήδη βρίσκεται στα σκαριά η συνεργασία με την Ένωση Ξενοδόχων Αττικής.
«Η Περιφέρεια μάς στηρίζει. Το τρίτο κομμάτι του branding της Αττικής, μετά την Athens Riviera και τα Athens Islands, θα είμαστε εμείς: το Athens Wine Experience».
Μοιραία, η επόμενη ερώτηση αφορά τη ρετσίνα. Η Αναστασία Φράγκου κουνάει το κεφάλι συγκαταβατικά:
«Άλλη μία πονεμένη ιστορία. Καταστρέψαμε το μοναδικό brand που είχαμε για εξαγωγή».
Αμέσως όμως εστιάζει στο σήμερα και στα θετικά:
«Γίνονται και εδώ εξαιρετικές προσπάθειες· ξυπνήσαμε και στην Αττική. Ας είναι καλά ο Στέλιος Κεχρής, που φτιάχνει καταπληκτικές ρετσίνες. Εμείς τώρα προσπαθούμε να φέρουμε τη ρετσίνα στη γενέτειρά της. Τι καλύτερο από το να γεμίσουν τα εστιατόρια της Αθήνας με καλοδουλεμένες ρετσίνες, ωραίες ετικέτες με διαφορετικό στιλ η καθεμία;» αναρωτιέται.
Η νέα γενιά βρίσκεται στο επίκεντρο της προσπάθειας να ξανασυστηθεί η ρετσίνα στο αθηναϊκό κοινό.
«Είναι ακομπλεξάριστα τα νέα παιδιά», εξηγεί.
«Η δική μου γενιά δεν θα πάρει ποτέ ρετσίνα στο τραπέζι της. Όμως τα νέα παιδιά δείχνουν ότι θέλουν να ξεφύγουν από το φανταχτερό περιτύλιγμα της γαστρονομίας και της διασκέδασης και αρχίζουν να πειραματίζονται και με άλλα».
Η ίδια θεωρεί ότι η ρετσίνα μπορεί να αποτελέσει τον Δούρειο Ίππο που θα βγάλει την Αττική μπροστά.
«Έχω επενδύσει σε αυτό το όραμα, όπως και στο όραμα του ΠΟΠ Αθήνας», λέει.
Ολοκληρώνοντας την κουβέντα μας, ρωτώ την κ. Φράγκου τι κρασί θα προσέφερε σε έναν ξένο που θα ζητούσε να γευτεί την αττική γη σε ένα ποτήρι.
Η απάντηση έρχεται χωρίς τον παραμικρό δισταγμό:
«Ρετσίνα!»