CITTA DEI NICLIANI

Ξεκινώντας για τη Λακωνική Μάνη με προορισμό το χωριό Κοίτα λίγο έξω από την Αρεόπολη, μια Παρασκευή απόγευμα τον περασμένο Ιούνιο, κανείς μας δεν ήξερε τι να περιμένει.

Είχε απλώς προηγηθεί μια συνεννόηση με τον κ. Σεψά, ιδιοκτήτη του μικρού ξενοδοχείου στο οποίο θα μέναμε, για την οργάνωση του δείπνου που θα μας περίμενε έτοιμο κατά την άφιξή μας. Το όνομα του ξενοδοχείου ηχούσε κι αυτό παράξενα στα αυτιά μας: Citta dei Nicliani… στην καρδιά της Μάνης;

Και όμως, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας η Κοίτα αποτελούσε το προπύργιο της οικογένειας των Νικλιάνων, προυχόντων της περιοχής που διατηρούσαν εμπορικούς δεσμούς με τους Ένετούς και στους οποίους οφείλεται η μετονομασία της Κοίτας σε Citta dei Nicliani.

Η θερμή υποδοχή που μας επιφύλαξε ο κεφάτος και γεμάτος ενέργεια Παναγιώτης Σεψάς κατά την άφιξή μας ήταν μόνο η αρχή μιας υπέροχης διαμονής σε ένα πραγματικά ιδιαίτερο μέρος. Το καλωσόρισμα έγινε με ένα ποτήρι κρασί στην πανέμορφη αυλή του boutique ξενοδοχείου, το οποίο λειτουργεί από το 2011 σε ένα παραδοσιακό πυργόσπιστο της Μάνης που μέσα του κρύβει πολλά χρόνια ιστορίας: το 1910 μετατράπηκε σε διοικητήριο της Βασιλικής Χωροφυλακής, ενώ στη διάρκεια της Κατοχής πέρασε στα χέρια των Γερμανών και στη συνέχεια λειτούργησε για λίγους μήνες ως τοπικό αρχηγείο του ΈΛΑΣ στα χρόνια του Έμφυλίου.

Ακολούθησαν αρκετά ποτηράκια ακόμη, καθώς, όπως ανακαλύψαμε στην πορεία, το Citta dei Nicliani δεν είναι απλώς ένα ακόμη μικρό ξενοδοχείο, αλλά ένα boutique wine hotel το οποίο οφείλει την ύπαρξή του στην οικογένεια Σεψά.

Καθισμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι στον διαμορφωμένο με πολύ γούστο χώρο της τραπεζαρίας, που λειτουργεί ταυτόχρονα ως χώρος χαλάρωσης για διάβασμα –η ψύχρα που επικρατούσε δεν μας επέτρεψε να φάμε στην αυλή–, γευτήκαμε τα πιάτα που είχε ετοιμάσει ο κ. Σεψάς senior, βασισμένα σε παραδοσιακές συνταγές με φρέσκα υλικά από την περιοχή.

Εκεί, συνοδεία κρασιών που είχαμε οι ίδιοι επιλέξει από το εντυπωσιακό κελάρι, αρχίσαμε να ξετυλίγουμε το νήμα αυτού του καλά κρυμμένου μυστικού της Μάνης.
Με καταγωγή από την περιοχή, η οικογένεια αγόρασε το 2006 τον παραδοσιακό και διατηρητέο πύργο στο χωριό Κοίτα, με σκοπό αρχικά να τον μετατρέψει σε κατοικία. Το σχέδιο άλλαξε στην πορεία και με πολύ κόπο, λόγω των περιορισμών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, το κτίριο μετατράπηκε τελικά σε ένα μικρό ξενοδοχείο με επτά δωμάτια, το καθένα με έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθώς κατά τη δημιουργία τους έπρεπε να τηρηθούν οι κανόνες της Έφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων ως προς την αναπαλαίωση. Aργότερα, το 2015, προστέθηκε άλλο ένα κτίριο, το οποίο στεγάζει ακόμη δύο δωμάτια.

Άνθρωποι πολυταξιδεμένοι, οι οποίοι ήθελαν να περνούν πια τον χρόνο τους μακριά από την Αθήνα και στον τόπο της καταγωγής τους, ο Ηλίας και η Τάνια Σεψά, χωρίς καμία εμπειρία στον χώρο της φιλοξενίας και της εστίασης, άρχισαν να υποδέχονται τους πρώτους πελάτες τους το 2011.

Το καλοκαίρι εκείνο, ερχόμενος από τη Σκωτία όπου ολοκλήρωνε τις σπουδές του στη Φυσική, ο γιος τους Παναγιώτης αποφάσισε να συνδράμει στην οικογενειακή προσπάθεια, επιλέγοντας στη συνέχεια να μετατρέψει τη διαχείριση του ξενοδοχείου σε κύρια ασχολία. Αρχικά το κατάλυμα προσέφερε μόνο πρωινό, ένα πολύ προσεγμένο και ιδιαίτερο πρωινό, βασισμένο και αυτό σε ντόπια υλικά, όπως παραδοσιακά μανιάτικα λαλάγγια και σπιτικές μαρμελάδες.

Όπως όμως μας εξήγησε ο Παναγιώτης, σύντομα ο πατέρας του, πολιτικός μηχανικός στο επάγγελμα, με αγάπη για τη μαγειρική, άρχισε να προσφέρει σε όποιον επιθυμούσε, δωρεάν αρχικά, και βραδινό. «Ήταν πολλοί οι πελάτες που δεν έμεναν ικανοποιημένοι από το φαγητό της περιοχής, άλλοι που προτιμούσαν την ηρεμία του ξενοδοχείου και άλλοι που δεν ήθελαν να οδηγούν βράδυ για να επιστρέψουν” λέει ο Παναγιώτης.

Με αυτό ως αφετηρία, όταν αποφάσισε ο ίδιος να εμπλακεί πια ουσιαστικά, θεώρησε ότι ο μόνος τρόπος για να καταστήσουν το ξενοδοχείο destination ήταν μέσω της γαστρονομίας.

«Όχι υψηλή, γκουρμέ γαστρονονομία, αλλά απλή, βασισμένη στην τοπική κουζίνα με καλά υλικά», λέει. «Έίχα στο μυαλό μου κάποια πανδοχεία στην Ιταλία που προσφέρουν απλό, αλλά ποιοτικό φαγητό και καλό κρασί». Έκείνο που έλειπε από την εξίσωση σε εκείνη τη φάση ήταν το κρασί. Με τις συμβουλές κάποιων πελατών είχαν γίνει οι πρώτες προμήθειες, με έμφαση στα ελληνικά κρασιά και στις ελληνικές ποικιλίες, και λίγο αργότερα ο δαιμόνιος Παναγιώτης βρέθηκε στα θρανία του WSPC.

Έχοντας πια «τσιμπήσει» για τα καλά το μικρόβιο, αποφάσισε να εμπλουτίσει την κάβα με κορυφαίες ετικέτες από όλο τον κόσμο.

«Δεν ήθελα ωστόσο να ανταγωνιστώ τα ελληνικά κρασιά, οπότε φρόντιζα οι ξένες ετικέτες να είναι από ένα επίπεδο τιμών και πάνω». Ωστόσο, πάντα είχε στο μυαλό του το ιταλικό μοντέλο των πανδοχείων, όπου κανείς μπορεί να βρει εξαιρετικά κρασιά σε πολύ λογικές τιμές. Πέραν της συνεργασίας του με τις εταιρείες εισαγωγής κρασιών στην Έλλάδα, άρχισε και ο ίδιος να αναζητά ετικέτες.

«Χτυπούσα τις πόρτες των οινοποιείων ζητώντας τους να μου δώσουν κρασιά για ένα οινοξενοδοχείο στη μέση του πουθενά. Το concept τούς άρεσε και η ανταπόκριση ήταν μεγάλη». Ώσπου το ένα οδήγησε στο άλλο και σήμερα διευθύνει ο ίδιος τη δική του εταιρεία εισαγωγής κρασιών.

Στο ξενοδοχείο υπάρχουν παντού χώροι χαλάρωσης.

Η αλήθεια είναι ότι το κελάρι του Citta dei Nicliani κρύβει θησαυρούς για όποιον ενδιαφέρεται να τους ανακαλύψει, ωστόσο οι ιδιοκτήτες δεν θέλησαν ποτέ να το διαφημίσουν, γιατί δεν ήθελαν να δώσουν λάθος μήνυμα. «Δεν θέλαμε να θεωρήσουν κάποιοι ότι πρόκειται για έναν καθαρά γαστρονομικό προορισμό με ακριβά κρασιά».

Και πράγματι, η αίσθηση που έχει κανείς είναι πολύ διαφορετική. Το κομμάτι του φαγητού και του κρασιού δεν λειτουργεί ως αυτοσκοπός, αλλά έρχεται να συμπληρώσει την εμπειρία της διαμονής στο Citta dei Nicliani, το οποίο χάρη στη θέση του λειτουργεί ως ορμητήριο για την εξερεύνηση της γύρω περιοχής.

Μια ανάσα από τον παραδοσιακό οικισμό της Βάθειας και κοντά στον εντυπωσιακό φάρο του ακρωτηρίου Ταίναρο, τον οποίο μπορεί κανείς να προσεγγίσει με τα πόδια, αλλά και πολύ κοντά στο Σπήλαιο του Διρού. Έκείνο που εμείς αποκομίσαμε ήταν μια αίσθηση εξαιρετικά ζεστής φιλοξενίας, χωρίς ίχνος επιτήδευσης.

Φεύγοντας, ήταν σαν να αποχαιρετούσαμε καλούς φίλους. Η Τάνια, η Ζαΐρα, ο Ηλίας και ο Παναγιώτης, τα τέσσερα μέλη της οικογένειας Σεψά, έχουν σίγουρα πετύχει τον στόχο τους.

 

 

 

Hλεκτρονική έκδοση του free press περιοδικού.
Δεν επιτρέπεται η αναδημοσίευση ή η αποσπασματική μεταφορά κειμένων χωρίς τη γραπτή συναίνεση των κατόχων των δικαιωμάτων.

 

ΤΡΟΠΟΙ ΠΛΗΡΩΜΗΣ | ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ | ΑΠΟΣΤΟΛΕΣ - ΕΠΙΣΤΡΟΦΕΣ

Πλ. Βασιλεως Γεωργιου 6, ΠΑΛΑΙΟ ΨΥΧΙΚΟ 15452, Ελλάδα
Τ 215 555 4430 | info@grapemag.gr
© 2020 Grape Magazine. All Rights Reserved.

ΕΓΓΡΑΦΗ ΣΤΟ NEWSLETTER

Με την εγγραφή σας στη λίστα των παραληπτών θα λαμβάνετε το newsletter του grape!